Τοπίο στην εφαρμοζόμενη νομοθεσία για τη μη καταβολή δεδουλευμένων:
Ν.3996/2011
Άρθρο 28
Ποινικές κυρώσεις
1. Κάθε εργοδότης, που παραβαίνει τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας τις σχετικές με τους όρους και τις συνθήκες εργασίας και συγκεκριμένα τα χρονικά όρια εργασίας, υπό την επιφύλαξη των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 31 του Ν. 3904/2010 (Α΄ 218), την καταβολή δεδουλευμένων, την αμοιβή, την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ή την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών ή με χρηματική ποινή τουλάχιστον εννιακοσίων (900) ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές.
Με τις ίδιες ποινές τιμωρείται και ο εργοδότης που παραβιάζει την πράξη ή την απόφαση περί προσωρινής ή οριστικής διακοπής λειτουργίας της συγκεκριμένης παραγωγικής διαδικασίας ή τμήματος ή τμημάτων ή του συνόλου της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης ή στοιχείου του εξοπλισμού της, που του έχει επιβληθεί ως διοικητική κύρωση για παραβιάσεις της εργατικής νομοθεσίας.
2. Ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας που προβλέπουν βαρύτερη ποινική μεταχείριση εξακολουθούν να ισχύουν.
3. Στις υποθέσεις της παραγράφου 1, όταν ο εργοδότης παραβαίνει τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας τις σχετικές με την καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών και την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, οι εργαζόμενοι έχουν δικαίωμα παράστασης πολιτικής αγωγής για την υποστήριξη της κατηγορίας, ανεξάρτητα αν έχουν υποστεί περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη. Έγγραφη προδικασία δεν απαιτείται.
4. Εργοδότης, διευθυντής επιχείρησης, εκπρόσωπος ή οποιοσδήποτε τρίτος παρεμποδίζει την είσοδο σε υπάλληλο του ΣΕΠΕ ή του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, που διενεργεί ή συμμετέχει σε έλεγχο για την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας σε χώρους εργασίας, ή παρεμποδίζει ή διακόπτει με οποιοδήποτε τρόπο τη διενέργεια του ελέγχου ή αρνείται να παράσχει ή παρέχει ψευδή στοιχεία και πληροφορίες, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους ή με χρηματική ποινή τουλάχιστον εννιακοσίων (900) ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές.
Άρθρο 156 Π.∆. 62/2025
Ποινική ευθύνη για μη καταβολή αποδοχών
Κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραμμένος ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολουμένους σε αυτόν τις οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίας είτε από τις
συλλογικές συμβάσεις εργασίας είτε από αποφάσεις διαιτησίας είτε από τον νόμο ή έθιμο είτε σύμφωνα με το άρθρο 347, συνεπεία της θέσεως των εργαζομένων σε κατάσταση διαθεσιμότητας, τιμωρείται κατόπιν μηνύσεως των ενδιαφερομένων ή των οργάνων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ή των οργάνων της Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης που είναι εντεταλμένα για την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας ή της οικείας Αστυνομικής Αρχής ή της οικείας επαγγελματικής οργάνωσης των εργαζομένων, με φυλάκιση μέχρι έξι (6) μήνες και χρηματική ποινή, της οποίας το ποσό δεν μπορεί να ορίζεται κάτω του είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) ούτε πάνω του πενήντα τοις εκατό (50%) του καθυστερούμενου
χρηματικού ποσού, για την εξεύρεση του οποίου οι τυχόν σε είδος οφειλόμενες αποδοχές πρέπει να αποτιμώνται, με τη σχετική απόφαση, σε χρήμα. Η εκδίκαση των παραπάνω υποθέσεων γίνεται με τη διαδικασία του αυτοφώρου, όπως προβλέπεται από τα άρθρα 417 επ. του Κ.Π.∆.
Στις παραπάνω υποθέσεις, οι εργαζόμενοι έχουν δικαίωμα παράστασης για την υποστήριξη της κατηγορίας, ανεξάρτητα αν έχουν υποστεί περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη. Έγγραφη προδικασία δεν απαιτείται. Από τα ανωτέρω εξαιρούνται και δεν φέρουν ποινική ευθύνη τα φυσικά πρόσωπα του πρώτου εδαφίου, τα οποία εκπροσωπούν εταιρείες, οργανισμούς και γενικά οποιασδήποτε μορφής νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, με τακτική χρηματοδότηση από το Ελληνικό ∆ημόσιο που, βάσει του καταστατικού τους, επιδιώκουν καλλιτεχνικούς ή πολιτιστικούς ή περιβαλλοντικούς σκοπούς. Τα φυσικά πρόσωπα του προηγούμενου εδαφίου εξακολουθούν να φέρουν ποινική ευθύνη, εάν καταδικάστηκαν αμετακλήτως για αξιόποινη πράξη, η οποία προκάλεσε αιτιωδώς την αδυναμία εμπρόθεσμης καταβολής στους απασχολούμενους των ανωτέρω πάσης φύσεως αποδοχών που φείλονται συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας.
===Εφαρμογή στην πράξη της νομοθεσίας με βάση τη νομολογία του Αρείου Πάγου-Πρακτικά ζητήματα από τη νομολογία:
Α) Η ευθύνη του εργοδότη προκύπτει μόνο από απλή σχέση εργασίας (ΟλΑΠ 5/1998), εξαρτημένη σχέση εργασίας(ορισμένου ή αορίστου χρόνου). Βασικό κριτήριο είναι η εξάρτηση στη σχέση μεταξύ εργοδότη-εργαζομένου. Δεν προκύπτει ευθύνη εργοδότη απο σύμβαση έργου. (βλ. ΑΠ 1390/2010, 1093/2001).
Β)Για το εμπρόθεσμο της καταβολής λαμβάνεται υπόψη το άρθρο 655 ΑΚ
Για τις αποδοχές και επιδόματα άδειας, δήλη ημέρα είναι η ημέρα χορήγησης της άδειας (αν χορηγήθηκε) άλλως η 31 Δεκεμβρίου του έτους που γεννήθηκε η οφειλή.
Γ)Συμφηφισμό μπορεί να προτείνει ο εργοδότης σε περίπτωση δόλιας πρόκλησης ζημίας από τον εργαζόμενο μόνο αν ο μισθός δεν είναι απολύτως αναγκαίος για την ατομική και οικογενειακή διατροφή του εργαζόμενου (ΑΠ 948/2020).
Δ) Πότε επιβάλλονται περισσότερες ποινές για μη καταβολή δεδουλευμένων:
ΑΠ 34/2025
………Τέλος, κατά τις παραδοχές της απόφασης το έγκλημα της μη καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών, που διέπραξε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος τελέστηκε κατ’εξακολούθηση, με περισσότερες αυτοτελείς ομοειδείς μερικότερες πράξεις, που απέχουν χρονικά μεταξύ τους, σε βάρος του ίδιου εννόμου αγαθού του κάθε εργαζομένου, με ενότητα δόλου (άρθρο 98 ΠΚ) και κατά συρροή σε βάρος του εννόμου αγαθού καθενός εκ των 14 μνημονευομένων στην απόφαση εργαζομένων (άρθρο 94 ΠΚ).
Συνεπώς, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ορθώς εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 28 παρ.1 του ν.3996/2011 και 94 και 98 του ΠΚ, επιμετρώντας ξεχωριστή ποινή σε βάρος του υποχρέου για την καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών κατηγορουμένου, για την κάθε μία από τις συρρέουσες πράξεις εναντίον καθενός εκ των 14 εργαζομένων, που τελέστηκε κατ’εξακολούθηση για τον κάθε εργαζόμενο και δεν τις παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου.
Προσοχή για τυχόν παράβαση άρθρου 470 ΚΠΔ:
Στην προκειμένη περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση επέβαλε ποινή φυλακίσεως 4 μηνών για την κατ’εξακολούθηση καθυστέρηση καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών σε καθένα εκ των 14 εργαζομένων και συνολικά, ποινή φυλάκισης 30 μηνών, που αποτελείται από την ποινή βάσης των 4 μηνών που του επιβλήθηκε για την κατ’εξακολούθηση καθυστέρηση καταβολής σε έναν εκ των 14 εργαζομένων συν 2 μήνες από την ποινή φυλάκισης των 4 μηνών, που του επιβλήθηκε για την κατ’εξακολούθηση καθυστέρηση καταβολής των αποδοχών σε καθένα εκ των λοιπών 13 εργαζομένων. Όμως, με την ΗΤ 3265/2023 προγενέστερη απόφαση του Τριμελούς Πλημελειοδικείου Αθηνών, η οποία αναιρέθηκε εν όλω με την 799/2024 απόφαση του Αρείου Πάγου, κατόπιν σχετικής αίτησης του αναιρεσείοντος, είχε επιβληθεί ποινή φυλάκισης 3 μηνών για την κατ’εξακολούθηση καθυστέρηση καταβολής σε καθένα εκ των 14 εργαζομένων και συνολική ποινή 16 μηνών αποτελούμενη από την ποινή βάσης των 3 μηνών για την κατ’εξακολούθηση καθυστέρηση καταβολής σε έναν εκ των 14 εργαζομένων συν 1 μήνα από την ποινή φυλάκισης των 3 μηνών που του επιβλήθηκε για την κατ’εξακολούθηση καθυστερηση καταβολής των αποδοχών σε καθένα εκ των λοιπών 13 εργαζομένων. Ετσι, που έκρινε το ανωτέρω δικαστήριο της παραπομπής, επιβάλλοντας στον αναιρεσείοντα μεγαλύτερη ποινή φυλάκισης (4 μηνών για την καθυστέρηση καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών σε κάθε εργαζόμενο) έναντι εκείνης (3 μηνών για την καθυστέρηση καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών σε κάθε εργαζόμενο), που του είχε επιβληθεί με την αναιρεθείσα απόφαση, -έστω και αν η επιβληθείσα ποινή των 4 μηνών για την καθυστέρηση καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών σε κάθε εργαζόμενο είναι μικρότερη από εκείνη των 6 μηνών για την καθυστέρηση καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών σε κάθε εργαζόμενο, που του είχε επιβληθεί πρωτοδίκως-κατέστησε χείρονα τη θέση του κατηγορουμένου και υπερέβη θετικά την εξουσία του.
Ε) Πότε δεν υπάρχει αιτιολογία στην απόφαση για τη μη καταβολή δεδουλευμένων. Η πιο κάτω απόφαση αποτελεί οδηγό για την ορθή θεμελίωση της αιτιολογίας αλλά και πλήρες κλητήριο θέσπισμα ενόψει του ότι σε αυτό στηρίζεται ο δικαστής για την ανάπτυξη του αιτιολογικού και τη διαμόρφωση του διατακτικού στη δικαστική απόφαση.
Σχετική η υπ’αριθ.129/2025 απόφαση του ΑΠ:
…..το Δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη, από τις διατάξεις του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όπως η έννοιά της εκτέθηκε στην προηγηθείσα νομική σκέψη, αφού δεν εκθέτει σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της παράβασης του άρθρου 28 παρ. 1 του Ν.3996/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο μόνο του Α.Ν. 690/1945, για την οποία καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη. Ειδικότερα: α] δεν προκύπτουν η εταιρική μορφή της εργοδότριας εταιρείας <<… και τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει η θέση και η ιδιότητα που είχε η κατηγορουμένη – αναιρεσείουσα κατά τον κρίσιμο χρόνο, ενόψει και του ισχυρισμού του εγκαλούντος Γ……. ότι <<… εντολές, οδηγίες στη δουλειά του έπαιρνε από τον Σ……..[σημ. σύζυγο της κατηγορουμένης]>>, β] δεν αναφέρεται η πηγή καθορισμού [σύμβαση εργασίας, διαιτητική απόφαση κ.λπ.] των μηνιαίων αποδοχών του ως άνω εργαζομένου και γ] δεν αναφέρεται ο χρόνος που έπρεπε να καταβάλει τις καθυστερούμενες αποδοχές [δεδουλευμένες αποδοχές, αποζημίωση αδείας, επίδομα αδείας, δώρο Πάσχα]. Κατά συνέπεια, ο σχετικός με την ανωτέρω πλημμέλεια πρώτος λόγος αναίρεσης της κρινόμενης αίτησης, από τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός παρελκούσης της έρευνας του δεύτερου και τελευταίου λόγου αναίρεσης. Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως [άρθρο 519 ΚΠΔ].
ΣΤ) Οδηγό στην πλήρη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης αλλά επίσης χρήσιμο εργαλείο για πλήρες κλητήριο θέσπισμα που θα συμβάλει ευχερέστερα στη διατύπωση της αιτιολογίας της απόφασης του δικαστή είναι και η υπ’αριθ.569/2024 απόφαση του ΑΠ. Σε αυτή αναλύονται τα στοιχεία του εγκλήματος στις οικείες διατάξεις, οι αναφερόμενες ιδιότητες των κατηγορουμένων και πως προκύπτει ότι ασκούν εξουσία σε περίπτωση ευθύνης από τη λειτουργία νομικών προσώπων.
ΑΠ 569/2024:
…Ειδικότερα, η καταδικαστική, για παράβαση της ως άνω διάταξης του άρθρου 28 παρ. 1 του Ν. 3996/2011, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου μόνου του ΑΝ 690/1945, απόφαση στερείται της απαιτούμενης αιτιολογίας, όταν δεν εκτίθενται σ’ αυτή, με πληρότητα και σαφήνεια, ενόψει του περιεχομένου των ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, τα κρίσιμα για τη θεμελίωση του προβλεπόμενου από αυτές εγκλήματος περιστατικά, που είναι ο χρόνος κατά τον οποίο διήρκεσε η σύμβαση εργασίας, οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές, καθώς και οι έκτακτες, εφόσον το ύψος αυτών δεν είναι δυνατό να προκύψει με απλή διαίρεση του συνόλου των αποδοχών, που δεν καταβλήθηκαν, με τους μήνες που αναλογούν σ’ αυτές, κατά το κατηγορητήριο, το σύνολο αυτών, το ποσό που καταβλήθηκε στον εργαζόμενο έναντι των αποδοχών, ώστε, με την αφαίρεση αυτού από το σύνολο των δικαιουμένων αποδοχών, να προκύπτει το οφειλόμενο υπόλοιπο, ο χρόνος που έπρεπε να καταβληθούν οι οφειλόμενες από τον κατηγορούμενο αποδοχές στον εργαζόμενο και αν το ύψος των αποδοχών και ο χρόνος καταβολής τους είχε ορισθεί από ατομική σύμβαση εργασίας ή διαιτητική απόφαση ή από το νόμο ή από το έθιμο. Περαιτέρω, επί νομικού προσώπου, φερομένου ως εργοδότη, πρέπει να προσδιορίζεται η μορφή του νομικού προσώπου και, αν πρόκειται για εταιρία και η εταιρική μορφή αυτής, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει η θέση και η ιδιότητα, την οποία είχε ο κατηγορούμενος στην εταιρία αυτή, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ώστε να ανακύπτει η υποχρέωσή του για την καταβολή των αποδοχών. Δεν αρκεί, δηλαδή, ο χαρακτηρισμός του κατηγορουμένου ως εργοδότη ή ως νόμιμου εκπροσώπου της εταιρικής επιχείρησης.
Ζ) Επίσης πρακτικά ζητήματα ανακύπτουν όταν η ευθύνη προκύπτει από τη διοίκηση νομικού προσώπου και τούτη γίνεται μετά από άτυπη ανάθεση του διευθύνοντος συμβούλου, αλλά και σε περίπτωση μη προσδιορισμού του χρόνου που έπρεπε να πληρωθούν δεδουλευμένα από υπερωρίες. Στο σημείο αυτό αναφέρεται ότι για την εγκυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος δεν ενδιαφέρει τυχόν ανακρίβεια, αλλά η έλλειψη. Έτσι αν αναγράφεται ως χρόνος πληρωμής των υπερωριών με βάση τη συμφωνία η τελευταία ημέρα κάθε εβδομάδας, ενώ το ορθό ήταν η επόμενη ημέρα από την ημέρα που παρασχέθηκε η υπερωριακή απασχόληση, τούτο δεν οδηγεί σε ακύρωση του κλητηρίου θεσπίσματος.
ΑΠ 857/2022
….Ειδικότερα, μολονότι η ως άνω επιχείρηση (εργοδότρια) φέρεται ως εταιρική και συγκεκριμένα ως ανώνυμη εταιρεία, η οποία κατά το νόμο (άρθρο 18 παρ. 1 του Ν. 2190/1920 και ήδη 77 παρ. 1 του Ν. 4548/2018) εκπροσωπείται συλλογικά από το διοικητικό της συμβούλιο, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο ΙΙΙ νομική σκέψη, η παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης ότι ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος διοικούσε αυτήν και διαχειριζόταν τις υποθέσεις της εν τοις πράγμασι (de facto), ύστερα από άτυπη (προφορική) ανάθεση σ’ αυτόν της εξουσίας αυτής από την πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου και διευθύνουσα σύμβουλο της παραπάνω ανωνύμου εταιρείας (εργοδότριας των υποστηριζόντων την κατηγορία) Ε….., θυγατέρα του, δεν θεμελιώνεται επαρκώς, ενόψει του ότι δεν παρατίθενται πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι η τελευταία (Ε…..) είχε εξουσία εκπροσώπησης της εν λόγω ανωνύμου εταιρείας, με ποιο τρόπο της παραχωρήθηκε η εξουσία αυτή, περαιτέρω δε αν αυτή είχε δικαίωμα να μεταβιβάσει την εξουσία εκπροσώπησης της ανωτέρω ανωνύμου εταιρείας σε τρίτο πρόσωπο και μάλιστα χωρίς την τήρηση οποιουδήποτε τύπου. Περαιτέρω, στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν εκτίθεται ο χρόνος που όφειλε η εργοδότρια ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία …….. Α.Β.Ε.Ε.” να καταβάλει τις επίδικες αποδοχές στους υποστηρίζοντες την κατηγορία, ειδικότερα δε αν τις αποδοχές των τελευταίων για την υπερεργασιακή απασχόληση, την κατ’ εξαίρεση υπερωριακή εργασία και την απασχόληση κατά τα Σάββατα όφειλε να καταβάλει αμέσως μετά την παροχή της αντίστοιχης εργασίας ή στο τέλος κάθε εβδομάδος ή κάθε μηνός που παρασχέθηκε η εργασία αυτή ή σε άλλο χρόνο, όπως δεν εκτίθεται και ο χρόνος που είχε υποχρέωση να καταβάλει το επίδομα αδείας κάθε έτους, η παράλειψη καταβολής του οποίου στοιχειοθετεί το προβλεπόμενο από τις διατάξεις του άρθρου 28 του Ν. 3996/2011, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 2 του Α.Ν. 539/1945, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 3302/2004 (Φ.Ε.Κ. 267/28-12-2004), ποινικό αδίκημα, απορριπτόμενης της περί του αντιθέτου αιτίασης του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, που προβάλλεται με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης αίτησής του, ως αβάσιμης. Οι παραπάνω ελλείψεις της προσβαλλόμενης απόφασης καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των προπαρατεθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων στην κρινόμενη υπόθεση.
- Βέβαια σε περίπτωση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος που προβάλλεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, παρά το γενικό μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης, πρέπει να προβάλλεται ως λόγος από τον κατηγορούμενο. Τούτο διότι ο σχετικός ισχυρισμός αφορά σχετική ακυρότητα, που δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα παρα μόνο αν προταθεί στο χρόνο που πρέπει.
ΑΠ 1200/2022
Σχετική ακυρότητα κατά την (προπαρασκευαστική)
διαδικασία στο ακροατήριο αποτελεί, κατά το άρθρο 175 παρ.2 ΚΠΔ (άρθρο 174 παρ.2 του προϊσχύσαντος ΚΠΔ) και η ακυρότητα της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος, η οποία μπορεί να προταθεί,μέχρι να αρχίσει για πρώτη φορά η αποδεικτική διαδικασία στο
ακροατήριο, η δε προβολή αυτής μέχρι του συγκεκριμένου αυτού χρονικού σημείου, πρέπει να προκύπτει από τα πρακτικά. Εξάλλου, ο μη εμφανισθείς πρωτοδίκως κατηγορούμενος μπορεί να προβάλει τοπρώτον σε δεύτερο βαθμό την ακυρότητα, καθώς αυτή λόγω της απουσίας του δεν έχει καλυφθεί. Στην περίπτωση αυτή απαιτείται: α) η πρωτόδικη απόφαση να προσβληθεί με ειδικό λόγο έφεσης,
δεδομένου ότι η σχετική ακυρότητα δεν ερευνάται αυτεπαγγέλτως, αλλά προτείνεται μέχρι την οριστική σε τελευταίο βαθμό απόφαση για την κατηγορία (ΑΠ 435/2017, ΑΠ 137/2015) και β) το εφετείο να μην απορρίψει την έφεση ως απαράδεκτη, αλλά αφού κάνει αυτήν τυπικά δεκτή να εξετάσει την ουσία της υπόθεσης.
Θ) Σε συνέχεια της προαναφερθείσας παρατήρησης μεταξύ ελλιπούς (άκυρου) και ανακριβούς (έγκυρου) κλητηρίου θεσπίσματος χρήσιμη είναι η υπ’αριθ.1372/2019 απόφαση του ΑΠ σύμφωνα με την οποία:
Ως ”ακριβής καθορισμός της πράξης” νοείται ο ακριβής καθορισμός των πραγματικών περιστατικών τα οποία συγκροτούν κατά τον νόμο την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του συγκεκριμένου εγκλήματος, όμως ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος επέρχεται, όταν τα εν λόγω στοιχεία ελλείπουν και όχι όταν αυτά είναι ανακριβή (βλ. Α.Π.1700/2004).
Ι) Περαιτέρω είναι σύνηθες ο υποστηρίζων την κατηγορία να ζητεί από τον Εισαγγελέα να κλητεύσει μάρτυρες, στη συνέχεια όμως παραιτείται από την εξέτασή τους. Επίσης είναι σύνηθες ένας εκ των κατηγορουμένων να προβάλει κάποιο αίτημα αορίστως στο Δικαστήριο, που δεν απαντήθηκε και στη συνέχεια άλλος κατηγορούμενος να επικαλείται ακυρότητα της διαδικασίας. Σχετική είναι η υπ’αριθ.712/2015 απόφαση του ΑΠ:
ΑΠ 712/2015
Από τις διατάξεις των άρθρων 177, 178, 209, 213, 223, 224, 326, 327, 333, 335 και 339 του ΚΠοινΔ, συνάγεται ότι ο πολιτικώς ενάγων (όπως και ο κατηγορούμενος), ο ίδιος ή δια του συνηγόρου του, μπορεί να παραιτηθεί από την εξέταση του μάρτυρα που κατ’ εκλογή του ύστερα από αίτηση του κλητεύτηκε από τον Εισαγγελέα σύμφωνα με τις διατάξεις του πιο πάνω άρθρου 327. Η παραίτηση αυτή του πολιτικώς ενάγοντος δεν δημιουργεί και υποχρέωση του δικαστηρίου να μην εξετάσει τον μάρτυρα αυτό, αν, όμως, δεν τον εξετάσει, ενόψει και του ότι στην ποινική διαδικασία τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίζει ένας διάδικος δεν καθίστανται κοινά (όπως συμβαίνει στην πολιτική διαδικασία), δεν επέρχεται παραβίαση οποιουδήποτε δικαιώματος υπερασπίσεως του κατηγορουμένου και δεν δημιουργείται καμιά ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, οι πολιτικώς ενάγοντες είχαν κλητεύσει, μεταξύ άλλων, τους Α. Κ. και Ν. Κ, για να εξεταστούν ως μάρτυρες στην ένδικη υπόθεση, οι οποίοι, κατά την εκφώνηση των ονομάτων τους, ήταν παρόντες. Πλην, μετά την εξέταση των μαρτύρων του κατηγορητηρίου και πριν από την εξέταση των μαρτύρων της πολιτικής αγωγής, οι πολιτικώς ενάγοντες, δια των συνηγόρων τους, παραιτήθηκαν από την εξέταση των παραπάνω μαρτύρων, το δε Δικαστήριο δεν τους εξέτασε. Από τη μη εξέταση τους, μετά την ως άνω παραίτηση, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεν προκλήθηκε καμιά απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ, πρώτος, κατά το δεύτερο σκέλος του, λόγος του κυρίου δικογράφου των αιτήσεων, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος…………………….Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β’ του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί η έλλειψη ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ. 2, η οποία επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας. Η ακυρότητα αυτή επέρχεται, κατά τη διάταξη του άρθρου 170 παρ. 2 στοιχ. α’ του ΚΠοινΔ, στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορος του ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το Δικαστήριο τους το αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί για τη σχετική αίτηση. Τέτοιο δικαίωμα είναι και αυτό του κατηγορουμένου, ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 364 παρ. 1 του ΚΠοινΔ. υποβάλλει κάποιο αίτημα κατά τη διάρκεια της απολογίας του. Το Δικαστήριο της ουσίας οφείλει να απαντήσει στο αίτημα αυτό, αιτιολογώντας την απόφαση του, άλλως, αν αρνηθεί ή παραλείψει να αποφανθεί, δημιουργείται έλλειψη ακροάσεως. Για να επέλθει, όμως, από την τελευταία, κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, ακυρότητα της διαδικασίας, απαιτείται να υποβληθεί σαφές και ορισμένο αίτημα από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του και επιπλέον, σε περίπτωση μη αποδοχής αυτού από το διευθύνοντα τη συζήτηση, άμεση προσφυγή τους σε ολόκληρο το Δικαστήριο και απόρριψη παρά το νόμο από αυτό της προσφυγής ή παράλειψη του να αποφανθεί. Η υποβολή δε αυτή πρέπει να προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδριάσεως, χωρίς να επιτρέπεται αμφισβήτηση της ακρίβειας αυτών, παρά μόνο προσβολή τους για πλαστότητα ή διόρθωση τους κατά τη διαδικασία του άρθρου 145 του ΚΠοινΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο αναιρεσειων – κατηγορούμενος ……, περάτωσε την απολογία του με τη φράση “θέλω αναπαράσταση”. Όμως, από τη φράση αυτή δεν συνάγεται ότι υποβλήθηκε σαφές και ορισμένο αίτημα αναφορικά με την αναγκαιότητα της αναπαραστάσεως του ενδίκου εγκλήματος και το Δικαστήριο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και, βεβαίως, ούτε να δώσει το λόγο στον εισαγγελέα και στους συνηγόρους επ’ αυτού. Πέραν αυτού, από τα πρακτικά, τα οποία δεν προσβλήθηκαν ως πλαστά ούτε διορθώθηκαν κατά τούτο, δεν προκύπτει ότι ο αναιρεσείων ή οι συνήγοροί του προσέφυγαν στο Δικαστήριο κατά της μη αποδοχής του αιτήματος αυτού από την Πρόεδρο. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β και Η του ΚΠοινΔ, τρίτος λόγος του κυρίου δικογράφου της αιτήσεως του ανωτέρω αναιρεσείοντος (τον οποίο αυτός στηρίζει και στο στοιχ. Α), όπως αυτός συμπληρώνεται με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων, με την οποία πλήττεται η πρόσβαλλα μένη απόφαση για σχετική ακυρότητα λόγω ελλείψεως ακροάσεως από τη μη απάντηση του Δικαστηρίου στο ως άνω αίτημα, καθώς και για υπέρβαση εξουσίας, συνισταμένη στο ότι το Δικαστήριο προχώρησε στην καταδίκη του αναιρεσείοντος χωρίς να δώσει το λόγο στον εισαγγελέα και στους συνηγόρους του και χωρίς να αποφανθεί επί του αιτήματος, είναι αβάσιμος. Ο αυτός λόγος, καθόσον προβάλλεται και από τον αναιρεσείοντα , είναι απαράδεκτος για έλλειψη εννόμου συμφέροντος, γιατί το αίτημα για την αναπαράσταση υποβλήθηκε μόνο από το συγκατηγορούμενο.
Κ) Τέλος όταν δηλώνεται η εκπροσώπηση του κατηγορουμένου από δικηγόρο κατά το άρθρο 340 ΚΠΔ στο ακροατήριο δεν απαιτείται πρόταση του Εισαγγελέα και απόφαση του Δικαστηρίου για την αποδοχή της δήλωσης όταν έχει τα απαιτούμενα στοιχεία.ΑΠ ΑΠ 1019/2024 (δεν απαιτείται πρόταση του εισαγγελέα, ούτε απόφαση του δικαστηρίου για την εκπροσώπηση του κατηγορουμένου από συνήγορο, αρκεί μόνη η κατά την §3 άρθρου 340 ΚΠΔ έγγραφη δήλωσή του για να επιτραπεί αυτή χωρίς άλλη προϋπόθεση).
Επιμέλεια:
Λάμπρος Σ.Τσόγκας
Εισαγγελέας Εφετών Nοέμβριος 2025
