Η πραγματογνωμοσύνη ως αποδεικτικό μέσο, τα συμπεράσματα του πραγματογνώμονα στην έκθεση, η  πραγματογνωμοσύνη στα πλαίσια άλλης δίκης,  η επάλληλη αιτιολογία

 ΑΠ 1016/2024

Ως προς τα αποδεικτικά μέσα αρκεί αυτά να αναφέρονται κατ` είδος γενικώς, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά και χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται από ποιο συγκεκριμένα αποδεικτικό μέσο προέκυψε η κάθε παραδοχή. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους (εγγράφων, μαρτυρικών καταθέσεων), ούτε απαιτείται να ορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπ` όψη του και συνεκτίμησε για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μερικά, κατ` επιλογήν, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ. Μεταξύ των κυριότερων αποδεικτικών μέσων περιλαμβάνεται και η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται, κατά το άρθρο 183 του Κ.Ποιν.Δ., υπό προϋποθέσεις, από τον ανακριτικό υπάλληλο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του εισαγγελέα. Η πραγματογνωμοσύνη, ως ιδιαίτερο είδος αποδεικτικού μέσου, πρέπει να μνημονεύεται ειδικώς στην αιτιολογία της αποφάσεως μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, προκειμένου να υπάρχει βεβαιότητα ότι λήφθηκε υπόψη. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν αναφέρεται μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και το ιδιαίτερο αυτό αποδεικτικό μέσο, εκτός αν αυτό προκύπτει από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως ότι την έλαβε υπόψη του, όπως αυτό συμβαίνει όχι μόνο όταν αυτή μνημονεύεται ειδικώς μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, αλλά και όταν προκύπτει αναμφίβολα από τις παραδοχές της αποφάσεως ότι τα πορίσματα της πραγματογνωμοσύνης έγιναν δεκτά από το Δικαστήριο και, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι αντίθετα με αυτές. Πάντως, το Δικαστήριο, όταν δεν αποδέχεται τα προκύπτοντα από την πραγματογνωμοσύνη συμπεράσματα, οφείλει να αιτιολογεί την αντίθετη δικαστική του πεποίθηση, παραθέτοντας τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, τα οποία αποκλείουν αυτά που οι πραγματογνώμονες θέτουν ως βάση της γνωμοδοτήσεώς τους. Διαφορετικά, δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και το ιδιαίτερο αυτό αποδεικτικό μέσο, μη αρκούσης της αναφοράς στα έγγραφα, και ιδρύεται ο ανωτέρω από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` ΚΠοινΔ., λόγος αναιρέσεως (ΑΠ 911/0222, ΑΠ 502/2021, ΑΠ 132/2020, ΑΠ 704/2019). Ο πραγματογνώμονας, όμως, που διορίζεται κατά το άρθρο 183 ΚΠΔ και η έκθεση του οποίου, αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, που απαιτείται να μνημονεύεται ειδικά στην απόφαση, καλείται με βάση τις ιδιαίτερες δυνατότητές του, να ερμηνεύσει επιστημονικά, ως ειδικός, τις δικές του και ξένες διαπιστώσεις. Το καθήκον του περατώνεται με την παρουσίαση και ερμηνεία των ευρημάτων του, ενώ η μεταφορά των ευρημάτων σε δικαιϊκές έννοιες, όπως της υπεξαίρεσης, εναποτίθεται στο δικαστή. Διότι ο πραγματογνώμονας μόνο για ορισμένο τμήμα της υπόθεσης πρέπει να γνωματεύσει (π.χ. ο λογιστικός πραγματογνώμονας για το θέμα που του τέθηκε, όπως είναι η έρευνα της τυχόν ύπαρξης οφειλής του κατηγορουμένου προς τον μηνυτή), ενώ ο δικαστής εκτιμά τη συνολική και δικαιϊκή κατάσταση (π.χ. αν ο κατηγορούμενος που, κατά την πραγματογνωμοσύνη, οφείλει στον μηνυτή, τέλεσε υπεξαίρεση). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 195 ΚΠΔ, η διάταξη του ανακριτικού υπαλλήλου, του δικαστικού συμβουλίου ή του Δικαστηρίου, με την οποία διορίζεται ο πραγματογνώμονας, κατά τη διάρκεια της προδικασίας ή της εκδίκασης συγκεκριμένης ποινικής υπόθεσης, πρέπει να αναφέρει κατ’ελάχιστον τον σκοπό, για τον οποίο διορίζεται, τα κύρια και ουσιώδη υπό έρευνα ζητήματα, τα ερωτήματα στους πραγματογνώμονες με λογική σειρά και αλληλουχία, ώστε να αποτελέσουν οι αντίστοιχες απαντήσεις ένα εύληπτο και ορθολογικό κείμενο. Τα ζητήματα πρέπει να σχετίζονται αποκλειστικά με την επίλυση επιστημονικών και τεχνικών ζητημάτων της συγκεκριμένης ποινικής υπόθεσης για την οποία διορίζεται, όπως πχ αν από την έρευνα της οικονομικής συνεργασίας μεταξύ συγκεκριμένου μηνυτή και συγκεκριμένου κατηγορούμενου, οφείλει ο τελευταίος στον πρώτο και όχι να τίθενται στους πραγματογνώμονες νομικά ζητήματα, όπως αν ο κατηγορούμενος τέλεσε υπεξαίρεση σε βάρος του μηνυτή, ούτε επιτρέπεται να τίθενται ζητήματα που μετατρέπουν τον πραγματογνώμονα σε μάρτυρα ή ακόμη περισσότερο σε δικαστή. Οι πραγματογνώμονες, εξάλλου, δεν περιορίζονται στην έρευνα των επιστημονικών και τεχνικών ζητημάτων, που τους τέθηκαν, αν ως ειδικοί, θεωρούν οι ίδιοι ως άξια λόγου και άλλα τέτοια επιστημονικά ή τεχνικά ζητήματα, που ενισχύουν ή επεξηγούν τις διαπιστώσεις τους. Πάντοτε όμως στα πλαίσια της συγκεκριμένης ποινικής υπόθεσης, για την οποία διορίστηκαν, αφού οι πραγματογνώμονες δεν μπορούν να επεκταθούν στην έρευνα επιστημονικών ή τεχνικών ζητημάτων, που αφορούν άλλη συρρέουσα ποινική υπόθεση, με τον ίδιο κατηγορούμενο για το ίδιο ποινικό αδίκημα (άρθρο 94 ΠΚ) με άλλο όμως μηνυτή, η οποία συνεκδικάζεται λόγω συναφείας (128 ΚΠΔ), έστω και αν η έρευνα αυτή, κατά την κρίση τους ενισχύει τις διαπιστώσεις τους, πχ δεν μπορούν να επεκταθούν στην έρευνα άλλης συρρέουσας ποινικής υπόθεσης, που συνεκδικάζεται και να διαπιστώσουν ότι ο ίδιος κατηγορούμενος οφείλει και σε άλλο μηνυτή, προκειμένου, κατά την κρίση τους, να ενισχύσουν το πόρισμά τους ότι ο κατηγορούμενος οφείλει και στον μηνυτή της υπόθεσης, για την οποία διορίστηκαν. Κατ’ακολουθίαν, η προσκόμιση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου που δικάζει τη συρρέουσα ποινική υπόθεση, τέτοιας πραγματογνωμοσύνης, που διατάχθηκε, δηλαδή, στα πλαίσια άλλης ποινικής υπόθεσης και η έρευνα των τεχνικών ζητημάτων που τέθηκαν για την υπόθεση αυτή, έχει επεκταθεί από τον πραγματογνώμονα και σε τεχνικά ζητήματα της ετέρας συρρέουσας ποινικής υπόθεσης, με ίδιο κατηγορούμενο και για ίδιο αδίκημα, αλλά με άλλο μηνυτή, μόνο ως απλό έγγραφο μπορεί να εκτιμηθεί από το Δικαστήριο της ουσίας και δεν υπάρχει υποχρέωση του για ειδική μνημόνευση αυτής ως ιδιαίτερου αποδεικτικού μέσου και αιτιολόγησης των τυχόν αντιθέτων με αυτή πορισμάτων της απόφασής του για τη συρρέουσα αυτή υπόθεση, που συνεκδικάζεται, λόγω συναφείας (ΑΠ 811/2023)….. Η τελευταία δε αυτή αιτιολογία της αθωωτικής απόφασης, ότι δηλαδή δεν συντρέχει δόλος στο πρόσωπο και ως εκ τούτου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι στοιχειοθετείται αντικειμενικώς υπεξαίρεση από εντολοδόχο, δεν στοιχειοθετείται υποκειμενικώς το αδίκημα αυτό ελλείψει δόλου του κατηγορουμένου, δεν αντιφάσκει προς την κύρια αιτιολογία της, ότι δηλαδή δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικώς και υποκειμενικώς υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί με την ιδιότητά του ως εντολοδόχου, όπως αβάσιμα επικαλείται ο αναιρεσείων Εισαγγελέας με τον τρίτο (3ο ) αναιρετικό λόγο για έλλειψη αιτιολογίας από το άρθρο 510 παρ.1 στ.Δ’ του ΚΠΔ, αφού όπως προκύπτει και από τη χρήση στην απόφαση της φράσης “σε κάθε περίπτωση” η αιτιολογία αυτή είναι επάλληλη-επικουρική προς την κύρια αιτιολογία ότι δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικώς το αδίκημα. Επομένως, επαρκώς αιτιολογείται η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας ότι δεν αποδείχθηκε η ενοχή του κατηγορουμένου για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, που του είχαν εμπιστευθεί με την ιδιότητά του ως εντολοδόχου.

Η ανάγκη εξέτασης μαρτύρων μετά απο αίτημα κατηγορουμένου

Ως προς το ζήτημα της υποχρέωσης εξέτασης από τις εθνικές δικαστικές αρχές αιτήματος του κατηγορουμένου για εξέταση μαρτύρων του το ΕΔΔΑ έχει λάβει την εξής θέση: Δεν αρκεί ο κατηγορούμενος να παραπονείται ότι δεν του επετράπη να εξετάσει ορισμένους μάρτυρες. Πρέπει, επιπλέον, να στηρίξει το αίτημά του εξηγώντας τους λόγους, για τους οποίους είναι σημαντικό να εξεταστούν οι ενδιαφερόμενοι μάρτυρες και η κατάθεσή τους πρέπει να είναι αναγκαία για την εξακρίβωση της αλήθειας (βλ. Απόφαση ΕΔΔΑ σε υπόθεση Poropat vs Slovenia σκέψη αρϊθ.42). Επιπλέον από τη νομολογία έχει κριθεί ότι με τη διάταξη του άρθρου 6§1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, που επικυρώθηκε με το ΝΔ 53/19/20.9.1974, κατά την οποία «παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθεί δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίσει είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βάσιμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως. Κατ’ αυτό, η πολιτεία, μέσω των οργάνων της οφείλει να απαντά σε όλα τα επιχειρήματα του κατηγορουμένου και να εξετάζονται αυτά κατά τρόπο πραγματικό από το Δικαστήριο, δηλαδή το Δικαστήριο να προβαίνει σε αποτελεσματική εξέταση των παρατηρήσεων, επιχειρημάτων και αποδείξεων που επικαλούνται οι διάδικοι. Παραβίαση της ως άνω αρχής πέραν της αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας επάγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας και ιδρύεται και ο από τα άρθρα 510§1 στοιχ. Α’ και 171 §1 δ’ ΚΠΔ λόγος αναίρεσης (ΑΠ 349/2019 δημοσιευθείσα στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου).

Η ταυτότητα της πράξης.

ΑΠ 2022/2018 Αναφορικά με την έννοια της ταυτότητας της πράξης, αυτή υπάρχει, όταν συνέχεται με το ίδιο ιστορικό γεγονός στο σύνολό του, το οποίο αφορά την ενέργεια ή την παράλειψη του δράστη αλλά και το αξιόποινο αποτέλεσμα που επήλθε, είτε αυτό συνάπτεται άμεσα με το δράστη (τυπικό έγκλημα) είτε επακολουθεί (ουσιαστικό έγκλημα).

Η αναγνώριση προσώπου

ΑΠ 639/2018

Κατά τη διάταξη του άρθρου 225§2 του ΚΠΔ, ο μάρτυρας, όταν πρόκειται ν’ αναγνωρίσει πρόσωπα ή πράγματα προσκαλείται προηγουμένως να τα περιγράψει με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια. Με την πάταξη αυτή, που αποσκοπεί στην πρόληψη πλανών στις περιπτώσεις αναγνώρισης προσώπου ή πραγμάτων από μάρτυρες, θεσπίζεται ο τύπος της προηγουμένης προσκλήσεως του μάρτυρα να περιγράψει, με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια τα πρόσωπα ή πράγματα που πρόκειται ν’ αναγνωρίσει, χωρίς, όμως, να απαγγέλεται με αυτή ή άλλη διάταξη, ότι η παραβίαση του τύπου, αυτού επιφέρει και ακυρότητα της σχετικής καταθέσεως του μάρτυρα.
Συνεπώς, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 170§1 του ΚΠΔ, που ορίζει ότι η ακυρότητα μίας πράξεως ή ενός εγγράφου της ποινικής διαδικασίας επέρχεται μόνο όταν αυτό ορίζεται ρητά στο νόμο, η παραβίαση του ως άνω τύπου από το άρθρο 225§2 του ΚΠΔ δεν συνεπάγεται σχετική ακυρότητα της συναφούς κατάθεσης του μάρτυρα. Περαιτέρω, η παραβίαση αυτή δεν επιφέρει ούτε απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171§1 περ. δ’ του ΚΠΔ, που να καθιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510§1 στοιχ. Α’ του Κ.Π.Δ., αφού δεν αφορά την εμφάνιση, εκπροσώπηση, υπεράσπιση του κατηγορουμένου, καθώς και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος (ΑΠ 17/1995). Επομένως, ο δεύτερος αναιρετικός λόγος, με τον οποίο υποστηρίζεται ότι παραβιάσθηκε η διάταξη του άρθρου 225§2 του ΚΠΔ και ως εκ τούτου, επήλθε ακυρότητα των σχετικών καταθέσεων των μαρτύρων κατηγορίας (υπαλλήλων των καταστημάτων όπου ετελέσθησαν οι ληστείες) και συντρέχει απόλυτη ακυρότητα, κατά τα άρθρα 510§1 στοιχ. Α’ σε συνδυασμό με άρθρο 171§1 στοιχ. δ’ του ΚΠΔ (κατ’ ορθότερη εκτίμηση του λόγου), πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος. Σημειώνεται ότι το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απορρίψει και μάλιστα αιτιολογημένα το αίτημα του συνηγόρου του κατηγορουμένου, ο οποίος στο τέλος της αγορεύσεως του ζήτησε να αναβληθεί η δίκη κατά τη διάταξη του άρθρου.

Σεπτέμβριος 2025

Επιμέλεια:

Λάμπρος Τσόγκας Εισαγγελέας Εφετών