Η διαφορά μεταξύ των διατάξεων των άρθρων 333 και 366 του νέου Κ.Π.Δ. είναι προφανής ενόψει του ότι οι διατάξεις τους εδράζονται επί διαφορετικών πραγματικών και νομικών προϋποθέσεων. Το άρθρο 333 του Κ.Π.Δ. περιλαμβάνεται στο (ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ) του Κ.Π.Δ. και συνιστά διάταξη γενικού χαρακτήρα, η οποία αναφέρεται «στα καθήκοντα και στα δικαιώματα του διευθύνοντος τη συζήτηση» καθ’ όλη τη διάρκεια της επ’ ακροατηρίω διαδικασίας και διά των προβλέψεών του, ουσιαστικά τίθενται κατευθυντήριες γραμμές προς διασφάλιση της δίκαιης δίκης. Έτσι, βάσει των διατάξεων του άρθρου 333 του Κ.Π.Δ., εάν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, [γενικώς και σε οποιοδήποτε στάδιο αυτής], ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ζητήσουν το λόγο από τον Πρόεδρο και δεν τους δοθεί, (ομοίως δε και μετά από προσφυγή τους σε ολόκληρο το δικαστήριο, κατά το άρθρο 335 παρ. 2 του Κ.Π.Δ.), δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα, κατά το προπαρατεθέν άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ΄ του Κ.Π.Δ., εξαιτίας της παραβιάσεως των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, τα οποία οίκοθεν πρέπει να διασφαλίζει το δικαστήριο, ως εκ της οποίας ιδρύεται ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ του Κ.Π.Δ., ενώ, εάν οι ανωτέρω δεν ζητήσουν το λόγο, τότε, ουδεμία ακυρότητα δημιουργείται (Α.Π. 447/2020). Αντιθέτως, το άρθρο 366 του ιδίου ως άνω Κώδικα έχει απολύτως εξειδικευμένο δικονομικό χαρακτήρα συνδεόμενο άμεσα με την απολογία του κατηγορουμένου διά της θεσπίσεως και διά του προσδιορισμού, κατά τρόπο απολύτως συγκεκριμένο, της αυτεπάγγελτης υποχρέωσης του δικαστή, να μην κηρύσσει τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας, πριν προβεί στις, κατά τις διατάξεις αυτού του άρθρου, επίσης συγκεκριμένου αντικειμένου, [το οποίο ορίζεται σ’ αυτές τις διατάξεις], ερωτήσεις προς τον εισαγγελέα και προς τους διαδίκους. Συνεπώς, υπό το πρίσμα των οριζομένων στο άρθρο 333 του Κ.Π.Δ., το οποίο συνιστά γενική διάταξη, έναντι αυτής του άρθρου 366 του νέου Κ.Π.Δ., η προαναφερθείσα υποχρεωτικότητα για το δικαστήριο τελεί σε αναγκαία συνάρτηση προς την προηγούμενη υποβολή ή μη αιτημάτων από τους διαδίκους και δη από τον κατηγορούμενο κατά τη διάρκεια της κυρίας διαδικασίας, ενώ, υπό το πρίσμα των διατάξεων του άρθρου 366 του ιδίου Κώδικα, οι οποίες, μαζί με τα άρθρα 363 και 365 συνιστούν τις ειδικότερες διατάξεις που συγκροτούν το θεσμικό πλαίσιο με το οποίο ρυθμίζεται η εξέταση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και κατ’ επέκταση συναρτώνται άμεσα με την άσκηση των δικαιωμάτων του στο πλαίσιο των διατάξεων των άρθρων 6 παρ. 3 της Ε.Σ.Δ.Α. και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, ο διευθύνων τη συζήτηση είναι υποχρεωμένος να ρωτήσει κ.λπ. τον εισαγγελέα και τους διαδίκους, αμέσως μετά την απολογία, ανεξαρτήτως προς την εκ μέρους τους υποβολή ή μη τέτοιου αιτήματος. Εν κατακλείδι, η συστημική κατάταξη του άρθρου 366 του Κ.Π.Δ. σε συνδυασμό με τις εξειδικευμένης φύσεως προβλέψεις του, δεν αφήνουν περιθώρια για την απόδοση δυνητικού χαρακτήρα στις θεσπισθείσες με τις διατάξεις του ενέργειες του διευθύνοντος τη συζήτηση, ενώ, για την εφαρμογή αυτών των διατάξεών του είναι αναγκαίο να έχουν προηγηθεί η ολοκλήρωση της απολογίας και η υποβολή των ερωτημάτων με αντικείμενο που προσδιορίζεται σ’ αυτές.