Jallow κατά Νορβηγίας της 02.12.2021 (αρ. προσφ. 36516/19)
Η μέσω skype συμμετοχή διαδίκου στην ακροαματική διαδικασία δεν παραβίασε τη δίκαιη δίκη
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου δεν διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος στην οικογενειακή ζωή (άρθρο 8 της ΕΣΔΑ).
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6§1,
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων, E. P. J, είναι υπήκοος της Γκάμπιας, ο οποίος γεννήθηκε το 1972 και ζει στη χώρα αυτή.
Ο προσφεύγων απέκτησε έναν γιο, τον Τ. με τη σύζυγό του στην Γκάμπια το 1999. Μετά το διαζύγιο με τη γυναίκα του τέσσερα χρόνια αργότερα, ξαναπαντρεύτηκε και μετακόμισε με τη σύζυγό του στη Νορβηγία. Ο Τ. ζούσε μαζί με τη γιαγιά του στη Γκάμπια πριν μετακομίσει μαζί τους στη Νορβηγία το 2007. Όταν η πρώην σύζυγός του επισκέφτηκε τη Γκάμπια για τρεις εβδομάδες το 2010, αυτή και ο προσφεύγων συνέλαβαν ένα άλλο παιδί. Γεννημένο στη Νορβηγία το 2011, το παιδί, G., διέμενε εκεί με την μητέρα και τον αδερφό του. Ο προσφεύγων συνάντησε τον G. το 2015, όταν με την μητέρα του επισκέφτηκαν την Γκάμπια για δύο εβδομάδες, και πιθανώς μια φορά πριν από αυτήν.
Η μητέρα του G., η οποία είχε την γονική μέριμνα του G., απεβίωσε τον Ιούνιο του 2017. Η θεία του η οποία ζούσε στην Αγγλία καθώς και ο πατέρας υπέβαλαν αίτηση για ανάθεση γονικής μέριμνας, ενώ ο πατέρας του υπέβαλε αίτηση για Βίζα Σένγκεν για να ταξιδέψει στη Νορβηγία για την ακροαματική διαδικασία. Η αίτησή του για βίζα απορρίφθηκε. Σε αντίθεση με τον προσφεύγοντα, η θεία του ανήλικου παιδιού ήταν παρούσα στην ακροαματική διαδικασία.
Το Δημοτικό Δικαστήριο απέρριψε και τις δύο αιτήσεις για γονική μέριμνα, διαπιστώνοντας ότι και στις δύο περιπτώσεις υπήρχε ο κίνδυνος να μην φροντιστεί επαρκώς το ανήλικο παιδί. Στην αιτιολογία του επισημάνθηκε ότι ο G. σχεδόν δεν γνώριζε τον πατέρα του, οποίος δεν είχε επισκεφτεί ποτέ τη Νορβηγία, και ότι ο πατέρας του ήθελε να μετακομίσει ο G. στη Γκάμπια. Στο μεταξύ ο G. είχε τοποθετηθεί σε ανάδοχη οικογένεια.
Τόσο ο πατέρας όσο και η θεία του G. άσκησαν έφεση. Ο πατέρας του υπέβαλε ξανά αίτηση για βίζα Σένγκεν για να παρασταθεί αυτοπροσώπως στην ακροαματική διαδικασία και, όταν η αίτηση απορρίφθηκε πάλι, άσκησε έφεση κατά της απόφασης αυτής. Το Ανώτατο Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι η συμμετοχή μέσω Skype δεν θα ήταν η βέλτιστη λύση, απέστειλε μια επιστολή στη Διεύθυνση Μετανάστευσης, επιβεβαιώνοντας ότι ο προσφεύγων συμμετείχε σε μια υπόθεση ενώπιόν του και ότι ήταν σημαντικό για την ισότητα των όπλων μεταξύ των διαδίκων να είναι παρών σε όλη τη διάρκεια της διήμερης ακροαματικής διαδικασίας. Το Συμβούλιο Μετανάστευσης αποφάσισε ότι ο κίνδυνος να μην επιστρέψει στην πατρίδα του μετά την ακρόαση ήταν πολύ υψηλός και δεν του χορήγησε βίζα.
Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε στη συνέχεια αίτημα του προσφεύγοντος να αναβάλει την υπόθεση ή να διαχωρίσει την ακρόασή του με εκείνη της θείας, διαπιστώνοντας ότι, αν και η παρακολούθηση της διαδικασίας μέσω Skype δεν ήταν τέλεια λύση, ήταν αποδεκτή υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης. Ήταν προς το συμφέρον του ανηλίκου G. να διευθετηθεί το συντομότερο δυνατό το θέμα και ο δικηγόρος του προσφεύγοντος θα ήταν παρών για να προστατεύσει τα συμφέροντα του πελάτη του κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.
Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, διευκρινίστηκε ότι ο κ. Jallow δεν υπέβαλε αίτηση για την επιμέλεια του παιδιού του αλλά για τη γονική μέριμνα.
Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε τις εφέσεις, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν προς το συμφέρον του G. η θεία ή ο πατέρας του να λάβουν την γονική μέριμνα. Αυτό που φαινόταν σημαντικό, ωστόσο, ήταν ο προσφεύγων να αποκτήσει ενεργό ρόλο στη ζωή του G. σε εύθετο χρόνο, με ευεργετικό τρόπο για τον γιο του. Το γεωγραφικό και πολιτιστικό χάσμα μεταξύ του πατέρα του G. και του αναδόχου του παιδιού στη Νορβηγία θα καθιστούσε τις από κοινού ευθύνες δύσκολο έργο. Ο προσφεύγων δεν γνώριζε αρκετά καλά τον γιο του ώστε να συμμετάσχει στις αποφάσεις που αφορούν την γονική μέριμνα με τρόπο που θα ήταν προς τα συμφέροντα του G.
Τον Απρίλιο του 2019, η απόφαση κατέστη αμετάκλητη.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 6
Το ερώτημα ενώπιον του Δικαστηρίου δεν ήταν αν έπρεπε να είχε χορηγηθεί βίζα για να εξασφαλιστεί δίκαιη ακρόαση στον προσφεύγοντα, αλλά αν η ακρόαση στο σύνολό της ήταν δίκαιη, δεδομένου ότι δεν του επετράπη να μεταβεί στη Νορβηγία προκειμένου να παραστεί αυτοπροσώπως στην συζήτηση της υπόθεσης του.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η υπόθεση ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου περιοριζόταν στη λήψη αποφάσεων σχετικά με τη γονική μέριμνα, και όχι την επιμέλεια του παιδιού. Το Ανώτατο Δικαστήριο είχε αναφέρει ότι η κατάθεση μέσω βίντεο δεν θα ήταν η βέλτιστη λύση. Ωστόσο, αφού είχε γίνει σαφές ότι δεν θα επιτρέπονταν η είσοδος του προσφεύγοντος στη Νορβηγία, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν αποδεκτό να προχωρήσει με την προγραμματισμένη ακρόαση μέσω Skype και με φυσική παρουσία του δικηγόρου του στην ακροαματική διαδικασία για να τον εκπροσωπήσει. Έκρινε ότι η γρήγορη διευθέτηση του ζητήματος ήταν προς το καλύτερο συμφέρον του παιδιού, καθώς είχε ήδη περάσει περισσότερο από ένας χρόνος από τότε που το Δημοτικό Δικαστήριο είχε εκδώσει την απόφασή του. Στην πράξη το Ανώτατο Δικαστήριο είχε την επιλογή μεταξύ της αναβολής της υπόθεσης για αόριστο χρονικό διάστημα χωρίς να προβλεφθεί λύση ή να διευκολυνθεί η προσέλευσή του μέσω Skype.
Παρόλο που ο προσφεύγων διαφώνησε να προχωρήσει η υπόθεση χωρίς να είναι φυσικά παρών, ο ίδιος δεν παραπονέθηκε – μέσω του συνηγόρου του – για συγκεκριμένα προβλήματα κατά την ίδια την ακρόαση. Αν και κάποια θέματα συνδεσιμότητας σημειώθηκαν στα δικαστικά πρακτικά, έδειχναν γενικά ότι ο δικηγόρος του δεν είχε φέρει αντιρρήσεις για την ακροαματική διαδικασία. Επιπλέον, δεν είχε παραπονεθεί ότι ο προσφεύγων δεν μπόρεσε να επικοινωνήσει κατ’ιδίαν μαζί του κατά τη διάρκεια της ακρόασης.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων είχε την συνδρομή του δικηγόρου του, ο οποίος ήταν παρών σε όλη την ακροαματική διαδικασία και, παρόλο που ήταν τεχνικά πιο περίπλοκο μερικές φορές από το αν ήταν στην ίδια την αίθουσα του δικαστηρίου, του είχαν δοθεί πολλές ευκαιρίες να παρουσιάσει την υπόθεσή του τόσο κατά την προετοιμασία της υπόθεσης όσο και στην ίδια την ακρόαση.
Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε ότι υπήρχε ένδειξη ότι η ακροαματική διαδικασία ήταν άδικη και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης (άρθρου 6 της ΕΣΔΑ).
Άρθρο 8
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι η σχέση του προσφεύγοντος με τον ανήλικο γιο του συνίστατο κυρίως στο ότι γνώρισε τον G. με αφορμή διακοπές δύο εβδομάδων στη Γκάμπια όταν ήταν τεσσάρων ετών που είχε πραγματοποιηθεί δύο χρόνια πριν πεθάνει η μητέρα του και τέσσερα χρόνια πριν από τις αποφάσεις του εγχώριου δικαστηρίου. Η σχέση μεταξύ πατέρα και γιου ήταν πολύ περιορισμένη, το Ανώτατο Δικαστήριο δε θεώρησε ότι ο προσφεύγων είχε ανεπαρκείς γονικές ικανότητες για να αναλάβει την γονική μέριμνα του G. με τρόπο που θα ήταν προς το συμφέρον του παιδιού. Ωστόσο, είχε συστήσει να καλλιεργηθεί η επικοινωνία μεταξύ των δύο.
Κατά την εκτίμηση του Δικαστηρίου, οι λόγοι που παρέθεσε το Ανώτατο ήταν συναφείς και επαρκείς και δεν υπήρχαν ενδείξεις που να υποδηλώνουν ότι οι εγχώριες αρχές δεν είχαν επιδιώξει το καλύτερο συμφέρον του παιδιού ή είχαν αποτύχει να επιτύχουν μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των ανταγωνιστικών συμφερόντων στην υπόθεση. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι η καταγγελία βάσει του άρθρου 8 (δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή) ήταν αβάσιμη και την απέρριψε.
Το πρωτότυπο κείμενο της αναρτημένης απόφασης μπορείτε να το βρείτε από εδώ