Ζητήματα ουσιαστικής και δικονομικής φύσης από τη συμμετοχή του θύματος στην ποινική δίκη με βάση τη νομολογία
Επιμέλεια: Λάμπρος Σ.Τσόγκας
Αντεισαγγελέας Εφετών Λάρισας
Περιληπτική παρουσίαση:
- ΑΠ 1996/2019: Υπηστήριξη κατηγορίας από Ο.Ε, η επιρροή της εκκαθάρισης και η διαγραφή της στα μητρώα ΓΕΜΗ. Η εξαίρεση της διαπίστωσης και άλλης περιουσίας.
- ΑΠ 479/2021: Παράνομη λήψη απόφασης ΓΣ Σωματείου και την τύχη της περιουσίας κατά τη διάλυσή του, προσβολή δικαιώματος προσδοκίας άλλου Σωματείο από τη λήψη της απόφασης ,τέλεση απιστίας.
- ΑΠ 25/2021: Δημόσιος δασικό χαρακτήρα των επίμαχων εδαφικών εκτάσεων και η η επιρροή της στην πραγματική οικοπεδική αξία σε περίπτωση απάτης σε βάρος του δημοσίου.
- ΑΠ 858/2020: Δικαούμενοι σε υποστήριξη της κατηγορίας σε υπόθεση που αφορά την παράβαση του άρθρου 1 Ν.927/1979.
- ΑΠ 586/2020: Για τη γνωστοποίηση της εξέτασης μάρτυρα από τον υποστηρίζοντα την κατηγορία στο Δικαστήριο δεν απαιτείται η ανάγνωση του σχετικού αποδεικτικού εγγράφου, αρκεί τούτο να προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας.
- ΑΠ 887/2020: Αξιολόγηση οποιουδήποτε εγγράφου, αποδεικτικού ή διαδικαστικού που προέρχεται από άλλη ποινική ή πολιτική δίκη, στην οποία δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση ή πρόκειται για απόφαση που δεν είναι αμετάκλητη.
7.ΑΠ 100/2021: Ποιος ο άμεσα ζημιωμένος στο έγκλημα του άρθρου 397 ΠΚ και αν δικαιούται να παραστεί για την υποστήριξη της κατηγορίας.
8.ΑΠ 630/2017: Ως την πράξη της ρευματοκλοπής ο Άρειος Πάγος επικύρωσε απόφαση Δικαστηρίου της ουσίας στην οποία στην αξία της ρευματοκλοπής για την παθούσα εταιρία συμπεριλαβάνεται και ο ΦΠΑ.
9.ΑΠ 623/2020: Τι πρέπει να αποδειχθεί στο έγκλημα της αρπαγής, τι είναι ο ισχυρισμός ότι η πράξη συνιστά παράνομη κατακράτηση και όχι αρπαγή.
10.ΣτΕ 291/2020: Πως και πότε επέρχεται η παραγραφή αξίωσης σε βάρος του Δημοσίου κατά τις διατάξεις άρθρων 105.106 ΕισΝ ΑΚ και η επιρροή της στη δήλωση υποστήρξης κατηγορίας στην ποινική δίκη.
Από τα συχνοτερα ζητηματα (ουσιαστικά και δικονομικά) που ανακύπτουν στην πράξη, είναι όσα συνδέονται με τη θέση του θύματος στην ποινική δίκη. Έτσι μπορούν να επισημανθούν τα εξής:
1ον. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 914 και 932 ΑΚ, δικαίωμα να ζητήσει αποζημίωση για υλική ζημία ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, έχει αυτός που ζημιώθηκε από την αδικοπραξία αμέσως και όχι εμμέσως. Ειδικότερα επί αξιόποινης πράξης που στρέφεται κατά ομόρρυθμης εμπορικής εταιρίας, η οποία κατά το άρθρο 784 ΑΚ αποτελεί νομικό πρόσωπο, διάφορο από εκείνο των ομορρύθμων, εταίρων, μόνο η εταιρία αυτή δικαιούται να παραστεί προς υποστήριξη της κατηγορίας στη σχετική ποινική διαδικασία και όχι οι ομόρρυθμοι εταίροι, γιατί αυτοί στην εν λόγω περίπτωση θεωρούνται ότι υπέστησαν έμμεση ζημία ή ηθική βλάβη από την ανωτέρω πράξη. Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 72, 777, 778 ΑΚ, 249, 268 και 281 Ν 4072/2012 και 62 ΚΠολΔ συνάγεται, ότι η λύση του Νομικού Προσώπου της Ομόρρυθμης Εταιρίας, δεν θίγει την ικανότητά της να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, συνεπώς και την ικανότητα διεξαγωγής των δικών της, διότι και μετά τη λύση της, η νομική προσωπικότητα της εταιρίας λογίζεται υφισταμένη, εφόσον τούτο απαιτείται για τις ανάγκες και προς το σκοπό της εκκαθάρισης. Εφεξής η εταιρία εκπροσωπείται από τους εκκαθαριστές, οι οποίοι είναι οι ίδιοι οι εταίροι, αν δεν διορίστηκαν εκκαθαριστές με συμφωνία των εταίρων ή από το Δικαστήριο. Το στάδιο της εκκαθάρισης δεν μπορεί να αποκλεισθεί με ρήτρα του καταστατικού ή με απόφαση των εταίρων, αλλά ακολουθεί υποχρεωτικώς και αυτοδικαίως τη λύση της εταιρίας. Ακόμη και μετά τη λήξη των εργασιών της εκκαθάρισης, αν διαπιστωθεί, ότι υπάρχει κάποια εκκρεμότητα, όπως απαίτηση ή χρέος της εταιρίας, επαναλαμβάνονται και πάλι οι εργασίες της εκκαθάρισης και συνεχίζεται η εκπροσώπηση της λυθείσας εταιρίας από τους εκκαθαριστές. Η εκκαθάριση, η οποία ακολουθεί την λύση της εταιρίας και, έχει ως σκοπό την διευθέτηση των εκκρεμοτήτων που υπάρχουν, διαφέρει της αναβίωσης η οποία έχει ως σκοπό την επαναλειτουργία της λυθείσας εταιρίας και για να υπάρξει απαιτείται ομόφωνη απόφαση των εταίρων. Το στάδιο της εκκαθάρισης Ομόρρυθμης Εταιρίας δεν παύει πριν εξοφληθούν όλες οι υποχρεώσεις αυτής και, εάν, μετά τη λήξη των εργασιών της εκκαθάρισης, διαπιστωθεί η ύπαρξη εταιρικής απαίτησης ή εταιρικού χρέους, τότε επαναλαμβάνονται οι εργασίες εκκαθάρισης και συνεχίζεται η εκπροσώπηση της εταιρίας από τον εκκαθαριστή. Κατά το στάδιο δε αυτό φορέας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων της εταιρίας είναι το νομικό πρόσωπο αυτής, το οποίο και κινεί της σχετικές δίκες, εκπροσωπούμενο από τον εκκαθαριστή. Εξάλλου, τα ανωτέρω ισχύουν ακόμα και όταν επήλθε ήδη τυπική λήξη της εκκαθάρισης της εταιρίας, που επέρχεται με τη λογοδοσία των εκκαθαριστών και τη δημοσίευση του ισολογισμού της εκκαθάρισης, η ατελής δε δημοσιότητα που ισχύει αναφορικά με την εκκαθάριση, δεν οδηγεί σε διαφορετικό συμπέρασμα. Ειδικότερα, κατά την έναρξη και την περάτωση της εκκαθάρισης, οι εκκαθαριστές συντάσσουν ισολογισμό. Μετά την περάτωση της εκκαθάρισης η εταιρία διαγράφεται από το Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ), το οποίο αποτελεί Μητρώο Εμπορικής Δημοσιότητας και αντικατέστησε το Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών (ΜΑΕ) που ετηρείτο στις Νομαρχίες και τα βιβλία εταιριών (ΕΠΕ και Προσωπικών) που ετηρούντο στα Πρωτοδικεία. Από την καταχώριση στο ΓΕΜΗ η ομόρρυθμη εταιρία αποκτά νομική προσωπικότητα (άρθρο 251 παρ. 2 Ν 4072/2012). Η καταχώριση της διαγραφής στο ΓΕΜΗ έχει σχετικά συστατικό χαρακτήρα, με την έννοια ότι χωρίς αυτή δεν επέρχεται περάτωση της ομόρρυθμης εταιρίας. Αν όμως διαπιστωθεί, ότι η εταιρία είχε και άλλη περιουσία, δεν επέρχεται η περάτωσή της, έστω και αν είχε διαγραφεί στο ΓΕΜΗ, λόγω δε του σχετικά συστατικού χαρακτήρα της διαγραφής, δεν θίγεται η νομική προσωπικότητα της εταιρίας, εάν η εκκαθάριση δεν έχει πράγματι περατωθεί (ΑΠ 1996/2019).
2ον. Με την υπ’αριθ.479/2021 απόφαση του Αρείου Πάγου κρίθηκε το ζήτημα της νόμιμης δήλωσης υποστήριξης κατηγορίας σωματείου στο έγκλημα της απιστίας σε περίπτωση ματαίωσης του δικαιώματος προσδοκίας του από τη λήψη παράνομης απόφασης τροποποίησης καταστατικού του διαλυθέντος σωματείου για τη διάθεση της περιουσίας του σωματείου σε άλλο νομικό πρόσωπο. Τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης είχαν ως εξής:
“Στον Πειραιά στους παρακάτω αναφερόμενους χρόνους με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος εν γνώσει της ζημίωσε την περιουσία άλλου, της οποίας βάσει δικαιοπραξίας είχε εν μέρει τη διαχείριση. Συγκεκριμένα, στον ως άνω τόπο και χρόνο, με την ιδιότητα της νομίμου εκπροσώπου και δη της Προέδρου του εδρεύοντος στον Πειραιά (…) Σωματείου με την επωνυμία “ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΕΝΩΣΗ Ρ….. ΚΑΙ Ρ….. ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ” , του οποίου η κινητή και ακίνητη περιουσία σε περίπτωση διάλυσής του θα περιερχόταν κατά διαχείριση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 27 παρ. 2 του καταστατικού του στο σωματείο με την επωνυμία “ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΕΝΩΣΗ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ Ρ….. ΚΑΙ Ρ…… ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ”, προέβη χωρίς να έχει άμεση υποχρέωση προς τούτο, στις 13/04/2013, στη σύγκληση έκτακτης γενικής συνέλευσης με θέμα τροποποίησης του ως άνω καταστατικού μεταξύ άλλων και ως προς το προαναφερθέν άρθρο 27 παρ. 2, εισηγουμένη να τροποποιηθεί αυτό ως προς το ότι η κινητή και ακίνητη περιουσία του Σωματείου, του οποίου ετύγχανε η ίδια πρόεδρος, σε περίπτωση διάλυσής του, θα περιερχόταν κατά διαχείριση στην ΠΝΟ, εκδοθείσης κατόπιν της εισήγησης αυτής της από 13/04/2013 απόφασης της ως άνω έκτακτης γενικής συνέλευσης που την έκανε δεκτή, χωρίς ωστόσο να έχει συγκληθεί νομότυπα η ως άνω γενική συνέλευση καθόσον φέρεται ότι συμμετείχαν σε αυτήν πέντε (εκ του συνόλου των 10 παρόντων ψηφισάντων) μέλη τα οποία δεν ήταν ενεργά και δη ο Ν. Α. του Σ., ο Π. Κ. του Κ., η Μ. Π. του Χ., ο Γ. Β. του Χ. και ο Π. Β. του Γ.. Ακολούθως δε στις 27/11/2013 συγκάλεσε Ειδική Γενική Συνέλευση και εισηγήθηκε τη διάλυση του Σωματείου “ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΕΝΩΣΗ Ρ….. ΚΑΙ Ρ….. ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ”και στην περίπτωση που δεν ανασυσταθεί το σωματείο έως τις 31/12/2015 να περιέλθει η κινητή και ακίνητη περιουσία του στην Πανελλήνια Ναυτική Ομοσπονδία, εκδοθείσης προς τούτο της από 27/11/2013 απόφασης της 1ης Ειδικής Γενικής Συνέλευσης που έκανε δεκτή την ως άνω εισήγηση. Με τις επιμέρους ενέργειες της αυτές ζημίωσε η κατηγορουμένη την περιουσία του σωματείου “ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΕΝΩΣΗ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ Ρ….. ΚΑΙ Ρ….. ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ”, το οποίο σύμφωνα με το προϊσχύον καταστατικό, είχε προσδοκία δικαιώματος να αναλάβει κατά διαχείριση την κινητή και ακίνητη περιουσία του τελευταίου σε περίπτωση διάλυσής του και το οποίο κατ’ αυτόν τον τρόπο αποστερήθηκε”.
3ον. Στις περιπτώσεις απάτης και πλαστογραφίας το Δημόσιο νομιμοποιείται ενεργητικά να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής μη αναιρούμενη από το δημόσιο δασικό χαρακτήρα των επίμαχων εδαφικών εκτάσεων και μπορεί να υπολογιστεί με βάση την πραγματική οικοπεδική αξία. Ειδικότερα κρίθηκε από τον Άρειο Πάγο ότι η αιτίαση ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν νομιμοποιείται να παραστεί σε βάρος του ως πολιτικώς ενάγον προβάλλοντας αξίωση προς αποκατάσταση της θετικής του ζημίας, καθόσον τα επίδικα ακίνητα που αφορούν οι πράξεις για τις οποίες καταδικάσθηκε τυγχάνουν δημόσιες δασικές εκτάσεις και ως εκ τούτου στερούνται αγοραίας αξίας. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος καθόσον το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με ορθή νομική προσέγγιση δέχθηκε ότι το Δημόσιο νομιμοποιείται ενεργητικά να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής, αφού η περιουσία του Δημοσίου αποτελεί μείζον προστατευόμενο έννομο αγαθό καθώς προορίζεται για την εξυπηρέτηση του κοινωνικού συνόλου και η περιουσιακή ζημία του Δημοσίου από την αμφισβήτηση της κυριότητάς του είναι αποτιμητή σε χρήμα μη αναιρούμενη από το δημόσιο δασικό χαρακτήρα των επίμαχων εδαφικών εκτάσεων και μπορεί να υπολογιστεί με βάση την πραγματική οικοπεδική αξία (ΑΠ 25/2021).
4ον. Λόγω της συχνότητας εμφάνισης εγκλημάτων με ρατσιστικά χαρακτηριστικά στα ποινικά Δικαστήρια είναι εύλογο να ανακύπτει ζήτημα αν συγκεκριμένα πρόσωπα νομιμοποιούνται να προβούν σε δήλωση υποστήριξης της κατηγορίας από τις δημόσιες ανακοινώσεις του κατηγορουμένου, που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1 Ν.927/1979 . Προς τούτο ο Άρειος Πάγος έλαβε την εξής θέση: Το Δικαστήριο της ουσίας με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αφού απέρριψε τη σχετική ένσταση που υποβλήθηκε στο ακροατήριο, έκανε δεκτή τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής για την υποστήριξη της κατηγορίας για την παράβαση του άρθρου 1 Ν 927/1979 που αποδόθηκε στον κατηγορούμενο ήδη αναιρεσείοντα και για την οποία καταδικάστηκε, αναφορικά με την ομάδα προσώπων που εμφανίστηκε στο ακροατήριο, αυτοκαθοριζόμενοι ως ομοφυλόφιλοι που θίγονται από το επίδικο δημοσίευμα. Δεδομένου ότι ο νόμος κατά τα προεκτιθέμενα, προστατεύει το δικαίωμα διαβίωσης χωρίς διακρίσεις και καθιστά δικαιούχο για την σχετική παράσταση την αμέσως ζημιωθείσα ομάδα που έχει εκτεθεί στις εκδηλώσεις του δράστη και προσδιορίζεται στο κοινωνικό σύνολο από το σεξουαλικό προσανατολισμό τους, το Δικαστήριο δεν έσφαλε ως προς την αποδοχή αυτή της πολιτικής αγωγής από τα πρόσωπα αυτά, τα οποία παραστάθηκαν και ενώπιον του Αρείου Πάγου για την υποστήριξη και μόνον της κατηγορίας και αυτοπροσδιορίστηκαν ως ανωτέρω και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι, υπό την προδιαληφθείσα έννοια, με τη εν λόγω διάταξη προστατεύεται παράλληλα και η δημόσια τάξη ή η δημόσια ειρήνη, ως απόρροια της κατάστασης κατά συγκεκριμένων προσώπων ή ομάδας προσώπων που αποτελούν μέλη της κοινωνίας (ΑΠ 858/2020).
5ον.Για τη γνωστοποίηση της εξέτασης μάρτυρα από τον υποστηρίζοντα την κατηγορία στο Δικαστήριο δεν απαιτείται η ανάγνωση του σχετικού αποδεικτικού εγγράφου, αρκεί τούτο να προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας. Έτσι ενώ ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στήριξε την καταδικαστική σε βάρος του κρίση στην ένορκη κατάθεση της μάρτυρος υπεράσπισης της πολιτικώς ενάγουσας, χωρίς η εξώδικη επίδοση (γνωστοποίηση) της ως άνω μάρτυρος προς τον κατηγορούμενο να αναγνωσθεί κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας και χωρίς το περιεχόμενο της να προκύπτει από άλλα, νομίμως ληφθέντα υπόψη, αποδεικτικά στοιχεία που να αναφέρονται στο σκεπτικό ή στα πρακτικά, από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτει ότι με έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή γνωστοποιήθηκε στον αναιρεσείοντα η εξέταση και τα στοιχεία της μάρτυρος που εξέτασε η πολιτικώς ενάγουσα, πέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από την δικάσιμο. Συνεπώς, αφού το έγγραφο γνωστοποίησης εξέτασης μάρτυρα είναι διαδικαστικό έγγραφο, που αποδεικνύει ότι έλαβε χώρα η προβλεπόμενη από το νόμο γνωστοποίηση της μάρτυρος στον κατηγορούμενο, ώστε ο τελευταίος να προετοιμαστεί επαρκώς και να ετοιμάσει την υπερασπιστική του γραμμή, δεν είναι απαραίτητη η ανάγνωσή του στο ακροατήριο αλλά αρκεί να προκύπτει η γνωστοποίηση αυτή από τα στοιχεία της δικογραφίας, ώστε να μη δημιουργείται ακυρότητα από την εξέταση και αξιολόγηση από το Δικαστήριο της ουσίας της κατάθεσης του συγκεκριμένου μάρτυρα. Εξάλλου, το έγγραφο γνωστοποίησης μάρτυρα δεν αποτελεί αποδεικτικό μέσο, που λήφθηκε υπόψη για την κρίση του Δικαστηρίου, ως προς την ενοχή του κατηγορούμενου (ΑΠ 586/2020).
6ον. Είναι σύνηθες επίσης στην ακροαματική διαδικασία ο παθών να προσκομίζει έγγραφα από άλλη ποινική ή πολιτική δίκη σε βάρος του κατηγορουμένου, προκειμένου τούτα να αναγνωστούν μολονότι η άλλη δίκη δεν έχει καταστεί αμετάκλητη. Επίσης και ο ίδιος ο κατηγορούμενος συχνά προσκομίζει έγγραφα πριν την απολογία του από άλλη (μη αμετάκλητη δίκη).Για το ζήτημα αυτό παρατίθενται οι εξής σκέψεις σχετικής απόφασης του Αρείου Πάγου: Από τη διάταξη του άρθρου 362 ΚΠΔ σε συνδυασμό και προς τις διατάξεις των άρθρων 170,171 και 177 ΚΠΔ, προκύπτει ότι το δικάζον ποινικό δικαστήριο, αναζητώντας την ουσιαστική αλήθεια για τη διαμόρφωση της κρίσης του ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου, προβαίνει στην ανάγνωση και ουσιαστική αξιολόγηση οποιουδήποτε χρησίμου εγγράφου, αποδεικτικού ή διαδικαστικού, εφόσον δεν αμφιβάλλει για τη γνησιότητά του έστω και αν το έγγραφο προέρχεται από άλλη ποινική ή πολιτική δίκη, στην οποία δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση ή πρόκειται για απόφαση που δεν είναι αμετάκλητη χωρίς αυτό να συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα. Αντίθετα, η άρνηση του δικαστηρίου να αναγνώσει έγγραφο ή αμετάκλητη απόφαση που προσκόμισε ο κατηγορούμενος κατά την αποδεικτική διαδικασία με ταυτόχρονη προφορική ή έγγραφη αίτηση για την ανάγνωσή του ή η μη απάντηση στη σχετική αίτηση, επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, επειδή σ ‘αυτή την περίπτωση θίγονται τα δικαιώματα υπεράσπισης και ακρόασης του κατηγορουμένου, αντίστοιχα (και όχι επειδή δεν έχει τηρηθεί η διάταξη του άρθρου 362 παρ.2 ΚΠΔ), η οποία δεν τάσσεται με ποινή ακυρότητας της σχετικής διαδικασίας (ΑΠ 887/2020).
7ον. Επί της ρυθμιζόμενης από τα άρθρα 939 επ. του ΑΚ καταδολίευσης το δικαίωμα του δανειστή εξαντλείται στη διάρρηξη της γενομένης προς βλάβη του απαλλοτρίωσης, πλην όμως ο περιορισμός αυτός δεν ισχύει και είναι δυνατή η εφαρμογή των περί αδικοπραξιών διατάξεων, όταν συντρέξουν στοιχεία επιπλέον εκείνων που απαιτούνται για την εφαρμογή των περί καταδολίευσης των δανειστών του άρθρου 939 ΑΚ τοιούτων, όπως λ.χ. όταν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 397 του ΠΚ. Επίσης, για τη δημιουργία ευθύνης προς αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης κατά τα άρθρα 914 και 939 του ΑΚ απαιτείται υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά του ζημιώσαντος συνισταμένη σε πράξη ή παράλειψη αυτού και περιέχουσα παράνομη επέμβαση σε αλλότριο δικαίωμα ή συμφέρον που προστατεύεται από την παραβιασθείσα διάταξη. Με αυτή την έννοια παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά που προσβάλλει δικαίωμα και δημιουργεί αξίωση προς αποζημίωση κατά το άρθρο 914 ΑΚ ή αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, συνιστά και η πράξη του οφειλέτη, ο οποίος σκοπεύοντας να ματαιώσει την ικανοποίηση απαίτησης του πιστωτή του προβαίνει σε απαλλοτρίωση της περιουσίας του χωρίς ισότιμο ή αξιόχρεο αντάλλαγμα. Έτσι, επί εγκλήματος καταδολίευσης δανειστών, που προβλέπεται από το προαναφερόμενο άρθρο 397 του ΠΚ, άμεσα ζημιωμένος και εντεύθεν νομιμοποιούμενος να παραστεί για την υποστήριξη της κατηγορίας είναι προεχόντως ο δανειστής του οφειλέτη εκείνου από την ενέργεια του οποίου με την παράνομη και υπαίτια απαλλοτρίωση της περιουσίας του ματαιώθηκε ολικά ή εν μέρει η ικανοποίηση της περιουσίας του (ΑΠ 100/2021).
8ον. Ως την πράξη της ρευματοκλοπής ο Άρειος Πάγος επικύρωσε απόφαση Δικαστηρίου της ουσίας στην οποία στην αξία της ρευματοκλοπής για την παθούσα εταιρία συμπεριλαβάνεται και ο ΦΠΑ. Ειδικότερα ο Άρειος Πάγος έκρινε ότη στην απόφαση του Δικαστηρίου της ουσίας εκτίθενται ο τρόπος με τον οποίο έλαβε χώρα η ρευματοκλοπή , ήτοι η από την εξουσίαση της ΔΕΗ, αφαίρεση ηλεκτρικής ενέργειας, χωρίς τη συναίνεση της , δια τεχνικής επεμβάσεως στο κιβώτιο του μετρητή παροχής ηλεκτρικού ρεύματος, ώστε αυτός να δείχνει λιγότερες μονάδες και συγκεκριμένα το 1/3 του από την επιχείρηση αναλισκομένου ηλεκτρικού ρεύματος. Ότι την ανωτέρω αξιόποινη πράξη, τέλεσε ο κατηγορούμενος νόμιμος εκπρόσωπος της επιχείρησης με την επωνυμία “… Α.Ε.”, αυτογνωμόνως, με την συνδρομή ηλεκτρολόγου, κατά το χρονικό διάστημα από 24-9-2008 έως 6-9-2012, που ανακαλύφθηκε από υπάλληλο ελεγκτή της ΔΕΗ. Ότι η αξία της αφαιρεθείσας ηλεκτρικής ενέργειας, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, ανέρχεται συμπεριλαμβανομένου και του ΦΠΑ στο ποσό των 95.719,54 ευρώ. Ότι στην πράξη αυτή οδηγήθηκε με σκοπό να ιδιοποιηθεί παράνομα τα 2/3 της καταναλισκόμενης ηλεκτρικής ενέργειας, από την επιχείρηση του, υγειονομικού ενδιαφέροντος-(καφετέρια-μπαρ)-, τα οποία δεν καταγράφονταν ως κατανάλωση στον μετρητή της ΔΕΗ με την τεχνική του παρέμβαση σ’ αυτόν. Αναφορικά με τις ειδικότερες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος: α) Η αιτίαση του ότι, το δικάσαν δικαστήριο εκτίμησε επιλεκτικά για το καταδικαστικό του πόρισμα, μόνο την ένορκη κατάθεση του υπαλλήλου τεχνικού της ΔΕΗ, Σ. Μ., χωρίς καμία αξιολόγηση των λοιπών αποδεικτικών μέσων είναι αβάσιμη, διότι στο προϊμιο της προσβαλλόμενης απόφασης αναφέρονται όλα τα κατ’ είδος αποδεικτικά μέσα στα οποία αυτό στήριξε την περί της ενοχής του κατηγορουμένου κρίση του. Εξάλλου, το γεγονός ότι εξαίρει στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης του, την κατάθεση του μάρτυρα αυτού, δεν σημαίνει ότι δεν συναξιολόγησε τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα που δεν εξαίρονται σ’ αυτό (ΑΠ 630/2017).
9ον. Για το έγκλημα της αρπαγής απαιτείται το θύμα να αποδείξει ότι στερήθηκε για αρκετή ώρα την προστασία της πολιτείας βρισκόμενο λόγω της ασκηθείσας βίας σε κατάσταση ομηρίας στερούμενο από την ομαλή συνθήκη βίου, χωρίς να ασκεί επιρροή αν η ομηρία έγινε σε δημόσιο χώρο (πλατεία). Επίσης ο σχετικός ισχυρισμός ότι η πράξη σε βάρος του θύματος δεν συνιστά αρπαγή αλλά παράνομη κατακράτηση δεν είναι αυτοτελής και δεν χρήζει απάντησης από το Δικαστήριο. Σχετική είναι ακόλουθη απόφαση του Αρείου Πάγου:
Ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε στο Δικαστήριο ότι: α) η πράξη του δεν φέρει το χαρακτήρα της αρπαγής αλλά της παράνομης κατακράτησης ή της παράνομης βίας ή της απειλής, β) δεν υπήρχε δόλος εκ μέρους του και γ) ότι ήταν ελαττωμένης ικανότητας για καταλογισμό. Από τους ισχυρισμούς αυτούς μόνον ο τρίτος είναι αυτοτελής, ενώ οι άλλοι δύο είναι αρνητικοί της κατηγορίας ισχυρισμοί και δεν χρειάζεται το Δικαστήριο να απαντήσει σε αυτούς (ΑΠ 117/2017)…..Ο αναιρεσείων επικεντρώνει τις αιτιάσεις του στο στοιχείο της “αποστέρησης της προστασίας της πολιτείας” το οποίο, όπως προαναφέρθηκε πρέπει να συντρέχει για την πλήρωση της ειδικής υπόστασης του εγκλήματος της αρπαγής, ισχυριζόμενος ότι το δικάσαν δικαστήριο εσφαλμένα υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την επ’ ακροατηρίω διαδικασία στην ανωτέρω έννοια, διότι, κατά τους ισχυρισμούς του, ο τόπος που τελέστηκε η αποδιδόμενη πράξη δεν ήταν πρόσφορος προς τούτο. Ωστόσο, από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το οποία αναλυτικά παρατίθεται παραπάνω, προκύπτει ότι κατά τις αναιρετικώς ανέλεγκτες παραδοχές του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, η παθούσα στερήθηκε για “αρκετή ώρα” την προστασία της πολιτείας, καθώς τέθηκε από τον αναιρεσείοντα, με τη χρήση βίας, σε καθεστώς ομηρίας, δηλαδή υπό τη δική του αυθαίρετη εξουσία, σε χώρο (πλατεία …) όπου “λόγω του προχωρημένου της ώρας (σ.σ. 04.30′) η περιοχή ήταν άδεια από κόσμο και κανένας δεν μπορούσε να ακούσει τις φωνές για βοήθεια.”, αποκοπτόμενη κατ’ αυτόν τον τρόπο από την ομαλή συνθήκη βίου, όπου δεν μπορούσε να ασκηθεί η προστασία του νόμου (ΑΠ 623/2020).
10ον. Σχετικά με την παραγραφή της αξίωσης του Δημοσίου, όταν αυτή στηρίζεται στα άρθρα 105, 106 ΕισΝ ΑΚ, τις προϋποθέσεις παραγραφής της και την τυχόν επιρροή της στη δήλωση προς υποστήριξη της κατηγορίας του παθόντος χρήσιμη είναι η ακόλουθηση απόφαση του Σ.τ.Ε με την οποία έγιναν δεκτά ότι: η αξίωση αποζημιώσεως από παράνομη πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη τέτοιας ενέργειας οργάνων του Δημοσίου υπόκειται σε πενταετή παραγραφή, η οποία αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους κατά το οποίο γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη. Αν δε οι επιζήμιες συνέπειες δεν επέρχονται αμέσως μετά τη διάπραξη της παράνομης πράξεως ή της παραλείψεως, η παραγραφή αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους κατά τη διάρκεια του οποίου η πράξη ή η παράλειψη προκάλεσε τις επιζήμιες συνέπειες (πρβ. Σ.τ.Ε. 2692/2009, 1703/2010, 2780-1/2010 7μ., 2872/2011, 1800/2013, 1396-7/2014 7μ., 2506/2014, 4409/2015, 2128/2019). Και ναι μεν με τις αποφάσεις αυτές του Συμβουλίου της Επικρατείας έχουν ερμηνευθεί οι διατάξεις του ν.δ. 476/1974 “Περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου”, διαφορετικές από τις εν προκειμένω εφαρμοστέες διατάξεις των άρθρων 90 παρ. 1, 91 και 93 του ν. 2362/1995 περί Δημοσίου Λογιστικού, όμως οι διατάξεις αυτές του ν.δ. 476/1974 έχουν το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο με τις προεκτεθείσες διατάξεις του ν. 2362/1995. Υπό τα δεδομένα αυτά το νομικό ζήτημα της αφετηρίας και της διάρκειας της παραγραφής των αξιώσεων κατά του Ελληνικού Δημοσίου κατ’ άρθρο 105 ΕισΝΑΚ για την αποκατάσταση ζημίας που επήλθε από κατάρρευση κτίσματος, οφειλόμενη σε παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του, έχει επιλυθεί με τις προεκτεθείσες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, που ερμήνευσαν ταυτόσημες διατάξεις (πρβ. ΣτΕ 1945/2018, 831, 358/2017). Αβασίμως προβάλλεται ισχυρισμός του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989 περί ελλείψεως νομολογίας σχετικά με το τιθέμενο εν προκειμένω νομικό ζήτημα και ο σχετικός λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως του Ελληνικού Δημοσίου προβάλλεται απαραδέκτως από την εξεταζόμενη άποψη. Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 937 παρ. 2 ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι «αν η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημίωσης», διάταξη που υπαγορεύθηκε από το λόγο ότι δεν θα ήταν δικαιολογημένη η κατάλυση, μέσω της παραγραφής, της προς αποζημίωση αστικής απαιτήσεως, ενόσω ο δράστης της αδικοπραξίας θα ήταν ακόμη εκτεθειμένος στην βαρύτερα πλήττουσα αυτόν ποινική δίωξη και στη συνέχεια καταδίκη (ΑΠ 1041/2017), δεν έχει, πάντως, εφαρμογή για το τιθέμενο νομικό ζήτημα της αστικής παραγραφής των αξιώσεων κατά του Ελληνικού Δημοσίου για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση με βάση τα άρθρα 105 ΕισΝΑΚ, 929, 930, 931 και 932 ΑΚ, διότι οι δύο διαδικασίες, η ποινική και η διοικητική, αφορούν δύο διαφορετικά ευθυνόμενα πρόσωπα (ΣτΕ 291/2020).