Επιμέλεια: Λάμπρος Σ.Τσόγκας
Αντεισαγγελέας Εφετών Λάρισας
Η κατάσχεση αποτελεί δικονομική ενέργεια, που σχετίζεται με την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας κατά τη συλλογή των αποδείξεων στην ποινική δίκη. Έτσι ως τέτοια ενέργεια εντάσσεται στο πλέγμα εκείνων των δικονομικών ενεργειών, που πρέπει να λάβουν χώρα κατά το άρθρο 251 ΚΠΔ. Το εν λόγω άρθρο έχει ως εξής:
Άρθρο 251 – Καθήκοντα εκείνου που ενεργεί την ανάκριση –
Αρχή της αναλογικότητας.
1. Ο ανακριτής και οι ανακριτικοί υπάλληλοι, στους οποίους έχουν ανατεθεί ανακριτικές πράξεις κατά το άρθρο 249 παρ. 2, οφείλουν χωρίς χρονοτριβή να συγκεντρώνουν πληροφορίες για το έγκλημα
και τους υπαιτίους του, να εξετάζουν μάρτυρες και κατηγορουμένους, να μεταβαίνουν επί τόπου για ενέργεια αυτοψίας, αφού πάρουν μαζί τους, αν υπάρχει ανάγκη, ιατροδικαστές ή άλλους πραγματογνώμονες, να διεξάγουν έρευνες, να καταλαμβάνουν πειστήρια και γενικά να ενεργούν οτιδήποτε είναι αναγκαίο για τη συλλογή και τη διατήρηση των αποδείξεων, καθώς και για την εξασφάλιση των ιχνών του εγκλήματος. 2. Κατά τη διενέργεια κάθε ανακριτικής πράξης ο ανακριτής και ο ανακριτικός υπάλληλος οφείλουν να τηρούν την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 Συντάγματος).
Τα σημεία, που πρέπει να αναλυθούν, είναι τα εξής:
1ον. Δεν νοείται κατάσχεση πράγματος ακόμη και αν τούτο συνδέεται με την αξιόποινη πράξη, αν παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας (π.χ. ο εξαρτημένος αναζητά ως χώρο κατοχής και χρήσης ναρκωτικών ουσιών ένα όχημα για να εξασφαλίσει την ημερήσια δόση του. Το όχημα δεν μπορεί να κατασχεθεί λόγω της δυσαναλογίας μεταξύ της αξίας του θιγόμενου αγαθού, που αυτό αντανακλά και της σχέσης του με την ερευνώμενη πράξη). Η στάθμιση λοιπόν της αξίας του προσβληθέντος εννόμου αγαθού κατά την κατάσχεση του πράγματος με την συμβολή, που το πράγμα έχει στην απαξία της πράξης, καθορίζει την ανάγκη τυχόν κατάσχεσής του.
2ον. Η κατάσχεση πράγματος αποτελεί δικονομική ενέργεια, που αποσκοπεί στη συλλογή αποδείξεων για την ταυτότητα του δράστη, για την ανακάλυψη και την εξιχνίαση του εγκλήματος.
3ον. Αφού η κατάσχεση αποσκοπεί στη συλλογή αποδείξεων για την ταυτότητα του δράστη και την τέλεση του εγκλήματος, τούτο σχετίζεται και με τις προϋποθέσεις της άρσης της κατάσχεσης. Ειδικότερα κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 268§3 ΚΠΔ η άρση της μπορεί να διαταχθεί όταν πια δεν πιθανολογείται κίνδυνος να προκληθούν δυσχέρειες από αυτή στην εξακρίβωση της αλήθειας. Μάλιστα σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη δεν μπορεί να γίνει λόγος περί ευχέρειας του αρμοδίου δικαιοδοτικού οργάνου να κρίνει απορριπτέα την αίτηση άρσης της κατάσχεσης με το σκεπτικό ότι το κατασχεθέν πράγμα είναι δημευτέο κατά τα διαλαμβανόμενα στον Ποινικό Κώδικα. Ακόμη αυτή η προσέγγιση αφορά και το ζήτημα της αλλαγής φύλακα των πραγμάτων, που τελούν υπό κατάσχεση. Με βάση την ανωτέρω νομοθετική πρόβλεψη δεν μπορεί πια να υποστηριχθεί η θέση ότι το Δικαστικό Συμβούλιο, ο Ανακριτής ή ο Εισαγγελέας αποφαίνονται παρεμπιπτόντως για την τύχη των κατασχεθέντων πραγμάτων μόνο όταν αυτά σχετίζονται με την ανακάλυψη της αλήθειας και όχι όταν αποτελούν αντικείμενα, που υπόκεινται σε δήμευση, γιατί έτσι υποκαθίσταται η κρίση του Δικαστηρίου. Τούτο συμβαίνει λόγω της αναπληρωματικής δήμευσης, που έχει εισαχθεί στο ποινικό δίκαιο. Ειδικότερα κατά την §3 του άρθρου 68 ΠΚ αντικείμενα ή περιουσιακά στοιχεία, που είναι προϊόντα κακουργήματος ή πλημμελήματος, το οποίο πηγάζει από δόλο, καθώς και το τίμημά τους, και όσα αποκτήθηκαν με αυτά αμέσως ή εμμέσως, επίσης και αντικείμενα ή περιουσιακά στοιχεία, που χρησίμευσαν ή προορίζονταν για την εκτέλεση τέτοιας πράξης, μπορούν να δημευθούν αν αυτά ανήκουν στον αυτουργό ή σε κάποιον από τους συμμετόχους. Αν τα παραπάνω αντικείμενα ή περιουσιακά στοιχεία έχουν αναμειχθεί με περιουσία, που αποκτήθηκε από νόμιμες πηγές, η σχετική περιουσία υπόκειται σε δήμευση μέχρι την καθορισμένη αξία των αναμειχθέντων αντικειμένων. Περαιτέρω κατά την παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου αν το πράγματα αντικείμενα ή τα περιουσιακά στοιχεία της παραγράφου 1 δεν υπάρχουν πλέον ή δεν έχουν βρεθεί, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει δήμευση (αναπληρωματική δήμευση) σε ίσης, κατά το χρόνο έκδοσης της καταδικαστικής απόφασης, αξίας περιουσιακά στοιχεία του δράστη.
4ον. Γίνεται αντιληπτό από τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας ότι στην περίπτωση που το κατασχεθέν πράγμα είναι το μέσο τέλεσης του εγκλήματος και μάλιστα το μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο, που ταυτοποιεί τον κατηγορούμενο με το έγκλημα ή φανερώνει συγκεκριμένη ιδιότητά του στην τέλεση του εγκλήματος (που μόνο αν την είχε μπορεί να θεωρηθεί φυσικό υποκείμενο τέλεσής της), τότε η διατήρησή του στο δικονομικό καθεστώς της κατάσχεσης αποτελεί αναγκαιότητα για την εξακρίβωση της αλήθειας. Διαφορετικά δεν θα είναι δυνατό να γίνει η επαλήθευση της σχέσης του δράστη με την ερευνώμενη πράξη στον τόπο και χρόνο, που αυτή του αποδίδεται, δίχως το Δικαστήριο να έχει στη διαθεσή του το βασικό αποδεικτικό στοιχείο, που είναι το μέσο τέλεσής της. Τούτο μάλιστα καθίσταται ακόμη σαφέστερο στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος αρνείται την πράξη ή όταν υπάρχουν συμμέτοχοι, που δεν έχουν ταυτοποιηθεί. Επομένως με βάση τα προαναφερθέντα αν ο δράστης ομολογεί την πράξη και δεν υπάρχουν συμμέτοχοι, που την αρνούνται ή είναι άγνωστοι και έτσι το κατασχεθέν πράγμα δεν σχετίζεται με την ταυτοποίηση του δράστη, όπως επίσης όταν δεν υπάρχουν αποδεικτικά κενά στη δικογραφία, έτσι που η απόδειξη της τέλεσης της πράξης να μπορεί να επιτευχθεί από τη διατήρηση του κατασχεθέντος πράγματος στην εξουσία της πολιτείας, τούτο δεν μπορεί να τελεί πια υπό κατάσχεση.
5ον. Ειδικά ως προς το ζήτημα της αλλαγής φύλακα των πραγμάτων, που έχουν κατασχεθεί, σημειώνεται ότι το πρόσωπο του νέου φύλακα, που τελικά να αναλάβει τη φύλαξη των πραγμάτων σε αντικατάσταση του αρχικά ορισθέντος, πρέπει να συγκεντρώνει χαρακτηριστικά φερεγγυότητας για τη φύλαξή τους και την παράδοσή τους στις δικαστικές αρχές μόλις τούτο ζητηθεί. Κατά συνέπεια δεν νοείται χρήση του πράγματος, παρά μόνο αξιόπιστη φύλαξή του, ενώ προς τούτο μπορεί να ζητηθεί η καταβολή εγγύησης.
6ον. Επειδή κατά το άρθρο 586 εδ.θ’ ΚΠΔ ορίζεται ότι από την έναρξη ισχύος του Κώδικα καταργείται κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη, που αναφέρεται σε θέματα, που αυτός ρυθμίζει, προκύπτει ότι όπου σε άλλο νόμο (π.χ. άρθρο 177 Ε.Τ.Κ) προβλέπεται η υποχρεωτική φύλαξη των πραγμάτων από κρατικές υπηρεσίες χωρίς να υφίσταται δικονομικά η δυνατότητα ιδιώτης να ζητήσει την αλλαγή του φύλακα των κατασχεθέντων πραγμάτων, τούτο πια δεν ισχύει. Έτσι εφασμοστέες είναι αποκλειστικά οι διατάξεις των άρθρων 268, 269 ΚΠΔ.
7ον. Για τα πράγματα, τα οποία υπόκεινται σε φθορά ή η κατοχή τους απαγορεύεται, ή προκαλούν κίνδυνο στη δημόσια υγεία είναι υποχρεωτική η πώληση ή καταστροφή τους κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 269§2 ΚΠΔ.
8ον. Κατάσχεση νοείται κατά την §1 άρθρου 266 ΚΠΔ και μετά την κύρια ανάκριση διαρκούσης της δίκης με απόφαση του Δικαστηρίου. Στην περίπτωση αυτή η σχετική διάταξη της απόφασης του Δικαστηρίου εκτελείται με παραγγελία του Εισαγγελέα του Δικαστηρίου, που έλαβε τη σχετική απόφαση μέσω των προανακριτικών οργάνων. Προς τούτο είναι αναγκαίο να διευκρινίζεται από το Δικαστήριο ποιοι είναι οι προανακριτικοί υπάλληλοι, που εντέλλονται για την κατάσχεση. Ακόμη κατά την §2 του ανωτέρω άρθρου νοείται κατάσχεση πράγματος και μετά την έκδοση αμετάκλητης (καταδικαστικής) απόφασης ακόμη και αν εκτίθηκε η ποινή ή επήλθε η απόσβεσή της. Αρμόδιο όργανο για να λάβει τη σχετική απόφαση είναι ο Εισαγγελέας του Δικαστηρίου (Πλημμελειοδικείου ή Εφετείου) της αμετάκλητης απόφασης, ενώ την τελική απόφαση για την τύχη των κατασχεθέντων θα λάβει το Δικαστήριο της αμετάκλητης απόφασης, στο οποίο θα εισαχθεί το ζήτημα αυτό. Στην περίπτωση αυτή γίνεται αντιληπτό ότι ο Εισαγγελέας θα αποφασίσει για την κατάσχεση πράγματος και το σχετικό ζήτημα, που θα κριθεί τελικά από το Δικαστήριο, εφόσον το πράγμα είναι δημευτέο κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 68, 76 ΠΚ. Ακόμη άλλη περίπτωση που μετά από αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση μπορεί να δικαιολογήσει την κατάσχεση πράγματος, είναι, όταν τούτο θεωρείται αναγκαίο για την επανάληψη της διαδικασίας.
9ον. Εκτός από την κατάσχεση πραγμάτων νοείται πια κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 265 ΚΠΔ και κατάσχεση ψηφιακών δεδομένων, αρκεί τούτα να είναι αποθηκευμένα σε υπολογιστή ή σε απομακρυσμένο μέσο αποθήκευσης. Η υλοποίηση της εν λόγω κατάσχεσης περιγράφεται στην §2 του εν λόγω άρθρου, κατά την οποία η κατάσχεση πραγματοποιείται αποκλειστικά με τη χρήση κατάλληλου εξοπλισμού, που επιτρέπει σε εκείνον, που τη διεξάγει: α) Την αφαίρεση και την κατάσχεση του υλικού φορέα των υπό στοιχείων α-γ της §1, στο οποίο βρίσκονται αποθηκευμένα τα δεδομένα και/ή β) την αντιγραφή και την αφαίρεση των αποθηκευμένων ψηφιακών δεδομένων των υπό στοιχείων α-γ της §1 σε μέσο αποθήκευσης δεδομένων και γ) την αναπαραγωγή και την επαλήθευση της αυθεντικότητας και της ακεραιότητας των κατασχεθέντων δεδομένων. Ωστόσο τα ψηφιακά δεδομένα, που είναι αποθηκευμένα και προσβάσιμα μέσω συστήματος και υπηρεσιών νεφοϋπολογιστικής (cloudservices), δεν θεωρούνται αποθηκευμένα σε απομακρυσμένο σύστημα υπολογιστή ή σε απομακρυσμένο μέσο αποθήκευσης δεδομένων υπολογιστή. Για την έρευνα των αποθηκευμένων αρχείων σε σύστημα νεφοϋπολογιστικής θα πρέπει να έχει τηρηθεί η διαδικασία της προηγούμενης δικαστικής άρσης απορρήτου κατά τις διατάξεις του Ν. 2225/1994. Αφού κατασχεθούν τα ψηφιακά δεδομένα, ακολουθεί η διερεύνησή τους. Έτσι εφόσον δεν είναι τεχνικά δυνατή από την διενεργήσασα την κατάσχεση αστυνομική αρχή η διαπίστωση της αυθεντικότητας και ακεραιότητας των δεδομένων και προφανώς η ανάλυσή τους, τούτο μπορεί να γίνει από τις εξειδικευμένες υπηρεσίες της ΕΛ.ΑΣ. Έτσι ακολουθεί το πόρισμα των αστυνομικών αρχών για τις διαπιστώσεις κατά την εξέταση των ψηφιακών δεδομένων. Είναι όμως αναγκαίο να ακολουθούνται οι αναγνωρισμένοι κανόνες της ψηφιακής εγκληματολογίας, ώστε η ανάλυση των ψηφιακών δεδομένων να είναι ακριβής γιατί έτσι θα είναι αξιόπιστες και οι αποδείξεις σε βάρος του κατηγορουμένου. Για την ακρίβεια των αποδείξεων, τη δυνατότητα αμφισβήτησής τους από τον κατηγορούμενο, την ανάγκη υποστήριξής τους από επιπλέον αποδείξεις όταν οι καθοριστικής αξίας αποδειξεις δεν είναι ισχυρές σχετικές είναι οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ στις υποθέσεις Bykov κατά Ρωσίας, Jalloh κατά Γερμανίας και Gäfgen κατά Γερμανίας, ενώ για την κατάσχεση ψηφιακών δεδομένων σχετική είναι η απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Kırdök κ.α. κατά Τουρκίας.
10ον. Η διάταξη του άρθρου 248παρ.2 ΚΠΔ είναι εφαρμοστέα σε περίπτωση, που κατά την κύρια ανάκριση διαπιστωθεί η ανάγκη επανάληψης της κατάσχεσης με σύνταξη νέας έκθεσης προς τούτο. Η εν λόγω διάταξη έχει ως εξής:
Ο ανακριτής δικαιούται να επαναλάβει τις ανακριτικές πράξεις του εισαγγελέα ή των υπ’ αυτόν ανακριτικών υπαλλήλων μόνο αν θεωρεί ότι αυτό είναι αναγκαίο για τη νομιμότητά τους ή την πληρέστερη διερεύνηση της υπόθεσης. Επίσης προς τον σκοπό αυτό δικαιούται να διενεργήσει νέες ανακριτικές πράξεις εξ ιδίας πρωτοβουλίας ή κατόπιν αιτήσεως του κατηγορουμένου κατά το άρθρο 274.
11ον. Είναι πια αναγκαίο να υπάρχουν στα κτίρια των Δικαστηρίων ειδικοί χώροι τοποθέτησης των αντιγράφων των μέσων με τα ψηφιακά δεδομένα, που κατάσχονται. Προφανώς τούτη η ανάγκη συνοδεύεται και με τη δημιουργία αρχείου καταχώρησης των εν λόγω αντιγράφων. Η σχετική ανάγκη πηγάζει από την §4 του άρθρου 265 ΚΠΔ, σύμφωνα με την οποία τα ψηφιακά δεδομένα, που κατάσχονται, διατηρούνται αποθηκευμένα καθ’ όλη τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας σε ένα και μόνο υλικό μέσο αποθήκευσης, που περιέχεται στη δικογραφία. Ασφαλές αντίγραφο αυτού ώστε να διασφαλίζεται η δυνατότητα ανάκτησης των δεδομένων, που έχουν κατασχεθεί, σε περίπτωση απώλειας ή καταστροφής, σχηματίζεται κατά την κατάσχεσή τους και διατηρείται στο γραφείο πειστηρίων του πρωτοδικείου, στο οποίο υποβάλλεται η δικογραφία και το οποίο παρέχει τις κατάλληλες εγγυήσεις φυσικής ασφάλειας και πρόσβασης σε εκείνους μόνο, που ασκούν καθήκοντα στην υπόθεση. Η παρούσα ισχύει αναλόγως και στα ψηφιακά δεδομένα, που αφορούν στα δεδομένα επικοινωνίας, που περιλαμβάνονται στη δικογραφία. Επομενως κάθε προανακριτική αρχή μετά την κατάσχεση πρέπει να αποστείλει στο κατά τόπον αρμόδιο Πρωτοδικείο (όπως τούτο καθορίζεται από το άρθρο 122 ΚΠΔ) το αντίγραφο υλικού φορέα με τα ψηφιακά δεδομένα, που αφορά η κατάσχεση και ακολούθως τούτο, αφού (προφανώς) καταχωρηθεί στο οικείο αρχείο, να διατηρηθεί στον κατάλληλο χώρο πειστηρίων, που θα έχει προς τούτο διαμορφωθεί. 12ον. Η δημιουργία αντιγράφων από κατασχεθέντα ψηφιακά μέσα, πρέπει να σχετίζεται μόνο με τη δικογραφία, που έχει σχηματιστεί, δηλαδή πρέπει να αφορά τις ερευνώμενες της συγκεκριμένης δικογραφίας πράξεις. Για τη δημιουργία αντιγράφων από τα πιο πάνω ψηφιακά δεδομένα, προκειμένου να αξιοποιηθούν τούτα σε άλλη δικογραφία, απαιτείται (ανάλογα με το δικονομικό στάδιο της υπόθεσης) απόφαση του Εισαγγελέα, του Ανακριτή, του Συμβουλίου ή του Δικαστηρίου, όπου τα ψηφιακά δεδομένου βρίσκοται σε εκκρεμότητα.