Μη εξέταση προτεινομένων μαρτύρων του εγκαλούντος  στην προκαταρκτική εξέταση από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών και λόγος ακυρότητας της απορριπτικής του διάταξης. Η σχέση της κρίσιμου νομικού και πραγματικού ζητήματος της υπόθεσης με άλλη συναφή και η δυνατότητα δικονομικής αξιοποίησης των εγγράφης της άλλης (μη αμετάκλητησης) δίκης στην υπό κρίση υπόθεση. Το δικαίωμα του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών να απορρίψει την έγκληση κατά προσώπου ειδικής δωσιδικίας δίχως την υποβολή της δικογραφίας στον Εισαγγελέα Εφετών.

Ελληνική Δημοκρατία

Εισαγγελία Εφετών Λάρισας

Αριθμός 70/23

                                   ΔΙΑΤΑΞΗ

                      Ο ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΕΦΕΤΩΝ ΛΑΡΙΣΑΣ

Λάβαμε υπόψη την προσφυγή του Ν. Α. του Α κατά της ΕΓ…….. διάταξης της Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Λάρισας, με την οποία απορρίφθηκε  η έγκλησή του σε βάρος του Λ. Κ. του Χ.  (δικηγόρος Δικηγορικού Συλλόγου ….) για την  πράξη της ψευδούς κατάθεσης. Η προσφυγή ασκήθηκε από τον προσφεύγοντα και είναι εμπρόθεσμη, αφού η προσβαλλόμενη διάταξη σύμφωνα με το οικείο αποδεικτικό επίδοσης επιδόθηκε στον προσφεύγοντα στις 4-10-2023 και η προσφυγή ασκήθηκε στις 19-10-2023, δηλαδή εντός της προθεσμίας του άρθρου 52§1 ΚΠΔ. Περαιτέρω η προσφυγή ασκήθηκε νομότυπα και ειδικότερα με κατάθεση δικογράφου ενώπιον του αρμοδίου Γραμματέα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Λάρισας κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 52§1, 474 ΚΠΔ, για την οποία συντάχθηκε σχετική έκθεση και περιέχει νόμιμο λόγο άσκησής της, δηλαδή την εσφαλμένη εκτίμηση και τη λανθασμένη νομική αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών, που προέκυψαν από την προκαταρκτική εξέταση, όπως επίσης και την ακυρότητα στην εκδοθείσα διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Λάρισας. Επιπλέον για την κατάθεση της κρινόμενης προσφυγής ο  προσφεύγων κατέβαλε το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 52παρ.2 ΚΠΔ παράβολο ποσού 250 ευρώ (βλ. το με αριθ. πληρωμής …………….. παράβολο). Ως εκ τούτου, εφόσον συντρέχουν όλες οι απαιτούμενες δικονομικές προϋποθέσεις, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της. Η προαναφερθείσα έγκληση απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη διάταξη της Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Λάρισας, η οποία έχει ως εξής:

Από το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας και ειδικότερα από όλα τα έγγραφα, την ανώμοτη κατάθεση του εγκαλουμένου σε συνδυασμό με  όσα εκθέτει ο προσφεύγων στην προσφυγή του δεν μπορεί να γίνει λόγος ότι η κρίση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Λάρισας να απορρίψει την έγκληση με την προσβαλλόμενη διάταξή του ήταν εσφαλμένη. Ειδικότερα το κρίσιμο ζήτημα της υπό κρίση υπόθεση αφορά το πότε και υπό ποιες συνθήκες πληροφορήθηκε ο προσφεύγων ότι ο ίδιος τέθηκε σε καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης. Ως προς το ανωτέρω ζήτημα πρέπει να αναφερθεί ότι στις 15-11-2022 εκδικάστηκε στο Πενταμελές Στρατοδικείο Λάρισας η υπόθεση με κατηγορουμένους τους Δ. Α. (κόρη του προσφεύγοντος) και Θ. Π.  (γαμπρό του προσφεύγοντος) για τις πράξεις της ψευδούς κατάθεσης και ηθικής αυτουργίας σε αυτή. Ειδικότερα η Δ. Α. κηρύχθηκε ένοχη για το ότι κατέθεσε εν γνώσει της ψευδώς ως μάρτυρας στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λάρισας κατά τη συζήτηση της υπ’αριθ. …./13-2-2019 αίτησης για τη δικαστική συμπαράσταση του προσφεύγοντος ότι ο προσφεύγων δεν ήταν σε θέση λόγω των σοβαρών και πολλαπλών προβλημάτων υγείας να αυτοεξυπηρετηθεί, ενώ ένοχος για ηθική αυτουργία σε ψευδή κατάθεση (όσον αφορά όσα κατέθεσε η Δ. Α.) κηρύχθηκε ο Θ. Π.  (σύζυγος της Δ. Α.). Ο εγκαλούμενος ως δικηγόρος του Δικηγορικού Συλλόγου ….. συνέταξε και κατέθεσε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λάρισας την ανωτέρω αίτηση δικαστικής συμπαράστασης. Περαιτέρω ο εγκαλούμενος στις 27-11-2020 κατέθεσε ως μάρτυρας στα πλαίσια Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης, που διενεργούνταν κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 1 Ν. 636/30 από όργανα του Ελληνικού Στρατού και ανέφερε ότι ο Κ. Β. (απόστρατος αξωματικός) του ζήτησε να επικοινωνήσει με μέλη της οικογένειας Α. για οικογενειακά τους νομικά ζητήματα. Περεταίρω ο εγκαλούμενος ανέφερε ότι ο Ν. Α. (προσφεύγων), η κόρη του Δ. Α. και ο γαμπρός του Θ. Π.  ήρθαν στο γραφείο του και συζήτησαν για τα νομικά θέματα, που τους απασχολούσαν. Ακολούθως ανέφερε ότι δεδομένης της αναπηρίας του Ν. Α., του γεγονότος ότι διέμενε μεγάλο χρονικό διάστημα στην κατοικία της κόρης του, του πρότειναν να προχωρήσουν σε αίτηση δικαστικής συμπαράστασης του προσφεύγοντος. Τέλος ανέφερε ότι ο προσφεύγων του έδωσε την εντολή και έτσι εκείνος προέβη στην κατάθεση της αίτησης για δικαστική συμπαράσταση. Ο προσφεύγων στην από 11-6-2022 έγκλησή του αναφέρει ότι ουδέποτε επισκέφθηκε τον εγκαλούμενο στο δικηγορικό του γραφείο και ουδέποτε του έδωσε την εντολή να καταθέσει την ανωτέρω αίτηση δικαστικής συμπαράστασης. Κατά συνέπεια από τα προαναφερθέντα γίνεται σαφές ότι κατήγγειλε τον εγκαλούμενο για ψευδή κατάθεση σχετικά με τα ανωτέρω εκτιθέντα από αυτόν στην κατάθεσή του στα πλαίσια της Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης.  Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι στη δίκη ενώπιον του Πενταμελούς Στρατοδικείου Λάρισας ο προσφεύγων εξετάστηκε ως μάρτυρας. Στην κατάθεσή του ανέφερε ως επιχείρημα για την ανυπαρξία της επικοινωνίας του με τον εγκαλούμενο όσον αφορά την κατάθεση της ανωτέρω αίτησης ότι έμαθε τυχαία ότι ο ίδιος είχε τεθεί σε δικαστική συμπαράσταση όταν μετέβη το μήνα Μάιο του έτους 2020 για τραπεζικής φύσης συναλλαγή στο υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στο Μ. Κ., όπου τον ενημέρωσαν ότι δεν μπορούσε να προβεί σε συναλλαγή επειδή πια ήταν σε καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης. Ως προς την πληροφόρηση όμως των υπαλλήλων της Εθνικής Τράπεζας για τη δικαστική συμπαράσταση του προσφεύγοντος κρίσιμο στοιχείο αποτελεί  το υπ’αριθ…….. έγγραφο της Εθνικής Τράπεζας. Από το έγγραφο αυτό προκύπτει ότι δεν είχε μεσολαβήσει επίδοση στην Εθνική Τράπεζα  των σχετικών δικαστικών αποφάσεων για το ζήτημα της δικαστικής συμπαράστασης του προσφεύγοντος. Κατά συνέπεια με βάση τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν ήταν δυνατό να του αρνηθούν οι υπάλληλοι της Εθνικής Τράπεζας την εκτέλεση τραπεζικής συναλλαγής μη υφισταμένης επίδοσης της οικείας δικαστικής απόφασης για τη δικαστική συμπαράσταση του προσφεύγοντος. Επιπρόσθετα ο προσφεύγων ούτε στην κατάθεσή του ενώπιον του Στρατοδικείου Λάρισας, ούτε στην έγκλησή του, ούτε στην προσφυγή του αποσαφήνισε ποιο πρόσωπο και με ποια ιδιότητα τον ενημέρωσε στο πιο πάνω υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας ότι δεν μπορούσε να γίνει τραπεζική συναλλαγή επειδή ήταν σε καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης. Εκτός όμως των όσων αναφέρθηκαν σχετικά με το πιο πάνω συμβάν (δηλαδή της ενημέρωσης του προσφεύγοντος για πρώτη φορά ότι ήταν σε δικαστική συμπαράσταση κατά τη διάρκεια συναλλαγής του τον Μάιο 2020 στο υπκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στο Μ. Κ.), η αλήθεια του οποίου δεν προέκυψε, πρέπει να σημειωθεί ότι η Α. Μ., που εξετάστηκε ως μάρτυρας ενώπιον του Πενταμελούς Στρατοδικείου Λάρισας κατέθεσε ότι ο προσφεύγων γνώριζε ότι βρισκόταν σε καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης και ότι η κόρη και ο γαμπρός του ήταν τα πρόσωπα, που είχαν την επιμέλεια των υποθέσεών του επισημαίνοντας μάλιστα ότι τούτο (δηλαδή ότι ήταν σε δικαστική συμπαράσταση) είπε ο ίδιος σε εκείνη. Κατά συνέπεια με βάση τα προαναφερθέντα δεν μπορεί να γίνει λόγος ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις σε βάρος του εγκαλουμένου για την πράξη της ψευδούς κατάθεσης σχετικά με όσα κατέθεσε ως μάρτυρας στις  27-11-2020 στα πλαίσια της ανωτέρω Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης, που δικαιολογούν την άσκηση ποινικής δίωξης. Ακόμη πρέπει να αναφερθεί ότι ο προσφεύγων επικαλείται ότι ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Λάρισας υπέπεσε σε νομικές πλημμέλειες, που καθιστούν άκυρη την προσβαλλόμενη διάταξή του. Ειδικότερα αναφέρει ότι η δικογραφία, που χειρίστηκε ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Λάρισας, δεν αφορά μόνο την πράξη της ψευδούς κατάθεσης και ότι εσφαλμένα εξέδωσε διάταξη αφού εσφαλμένα εκλήφθηκε ως έγκληση η οικεία μηνυτήρια αναφορά του. Ως προς τα ανωτέρω πρέπει να λεχθεί ότι ο προσφεύγων κατήγγειλε τον Λ. Κ. του Χ. (και κάθε άλλο πρόσωπο χωρίς περαιτέρω αναφορά) αναφέροντας στο τέλος της έγκλησής του επί λέξει:<<ζητώ να διερευνηθούν οι ποινικές ευθύνες του καθού και όλων των εμπλεκομένων προσώπων…>>. Τούτη η φράση είναι δηλωτική καταγγελίας, δηλαδή δηλωτική της επιθυμίας του προσφεύγοντος για την ποινική δίωξη του εγκαλουμένου. Κατά συνέπεια, αφού ο ίδιος προσβάλλεται άμεσα  από την καταγγελλόμενη πράξη, ορθά ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών ενήργησε κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 51 ΚΠΔ.  Ακόμη ο ίδιος στην έγκλησή του δεν αποσαφήνισε ποια άλλη πράξη καταγγέλει, ούτε τούτο το έπραξε με την προσφυγή του. Δηλαδή με την προσφυγή δεν προσδιορίζει ως προς τον τόπο, το χρόνο και τα χαρακτηριστικά άλλη αξιόποινη πράξη (πέραν της ψευδούς κατάθεσης, που κατήγγειλε), την οποία παρέλειψε ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών να συμπεριλάβει στη διάταξή του. Βέβαια (πέραν όσων αναφέρθηκαν ήδη) τυχόν παράλειψη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών να συμπεριλάβει στην απορριπτική του διάταξη σκεπτικό και διατακτικό και για άλλη πράξη δεν καθιστά άκυρη την εκδοθείσα διάταξη, αφού τούτο δεν προβλέπεται στον Κ.Π.Δ. Ακόμη πρέπει να αναφερθεί ότι η έκδοση διάταξης του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών κατά το άρθρο 51 ΚΠΔ (ακόμη και αν έπρεπε να ενεργήσει κατά το άρθρο 43 ΚΠΔ) δίνει τη δυνατότητα στον εγκαλούντα να ακουστεί και να προβάλει τις απόψεις του  με την προσφυγή του. Επομένως ο οικείος ισχυρισμός περί εσφαλμένου δικονομικού χειρισμού της υπόθεσης από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Λάρισας, που καθιστά άκυρη την προσβαλλόμενη διάταξη, είναι επίσης αβάσιμος. Ως προς το ανωτέρω ζήτημα έχει εκδοθεί η υπ’ αριθμ.9/2008 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με την οποία είναι έγκυρη η απορριπτική διάταξη του Εισαγγελέα ακόμη και αν πρόκεται για μήνυση και επομένως πρέπει να συνταχθεί από αυτόν πράξη αρχειοθέτησης κατ΄ άρθρο 43 ΚΠΔ. Στη συνέχεια ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι είναι άκυρη η διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Λάρισας επειδή  απορρίφθηκε η έγκλησή του δίχως να προηγηθεί προκαταρκτική εξέταση, δίχως να κληθεί ο ίδιος και δίχως να εξεταστούν οι μάρτυρες, τους οποίους πρότεινε με την έγκλησή του. Ως προς τα ανωτέρω ζητήματα πρέπει να επισημανθεί ότι η διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης είναι αναγκαία για να ασκηθεί η ποινική δίωξη (για τα εγκλήματα, που ορίζονται στον ΚΠΔ) και κατά συνέπεια δεν είναι δεσμευτική δικονομική ενέργεια για τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, όταν κρίνει ότι πρέπει να απορρίψει την έγκληση. Ωστόσο στην προκειμένη περίπτωση ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Λάρισας με την ΑΒΜ …. παραγγελία του ζήτησε από τον Πταισματοδίκη Λάρισας να διενεργήσει προκαταρκτική εξέταση λαμβάνοντας ανώμοτη κατάθεση εγκαλουμένου. Προφανώς δεν ζήτησε να ληφθεί κατάθεση του προσφεύγοντος μη υφισταμένου τέτοιου αιτήματος από τον ίδιο στην έγκληση αλλά και μη υφισταμένου κάποιου ζητήματος προς διευκρίνιση από τον ίδιο, ενώ οι προτεινόμενοι μάρτυρες δεν εξετάστηκαν προφανώς επειδή ήδη κατέθεσαν ως μάρτυρες ενώπιον του Στρατοδικείου Λάρισας για υπόθεση απολύτως συναφή με την υπό κρίση υπόθεση. Ούτε βέβαια ο προσφεύγων στην έγκλησή του προσδιόρισε ποιο περιστατικό μπορούσαν να αποσαφηνίσουν οι προτεινόμενοι μάρτυρες (Ν. Μ., Α. Α.), ενόψει μάλιστα  της κατάθεσής τους στο Στρατοδικείο Λάρισας. Επομένως με βάση τα προαναφερθέντα δεν μπορεί να γίνει λόγος για νομική πλημμέλεια που καθιστά άκυρη την προσβαλλόμενη διάταξη και κατά συνέπεια και  αυτός ο ισχυρισμός είναι αβάσιμος. Επίσης ο προσφεύγων ισχυρίζεται με την προσφυγή του ότι η προσβαλλόμενη διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Λάρισας είναι άκυρη επειδή έλαβε υπόψη έγγραφα από άλλη δικογραφία και ειδικότερα ότι ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών έλαβε υπόψη του την υπ’αριθ. …… απόφαση του Στρατοδικείου Λάρισας, το από 1-2-2021 έγγραφο της Εθνικής Τράπεζας  και την κατάθεση του εγκαλουμένου κατά την Ένορκη Διοικητική Εξέταση. Ωστόσο, πέραν του ότι ο προσφεύγων δεν αναφέρει και δεν προσκομίζει αποδείξεις περί του ότι η απόφαση του Στρατοδικείου δεν είναι αμετάκλητη, η αναφερόμενη ακυρότητα επέρχεται όταν από την ανάγνωση εγγράφων άλλης δίκης (για την οποία δεν εκδόθηκε αμετάκλητη απόφαση) παραβιάζεται υπερασπιστικό δικαίωμα του υπόπτου και βέβαια το τεκμήριο αθωότητάς του και όχι όταν από την ανάγνωση των εγγράφων προκύπτει η αθωότητά του. Εξάλλου με την υπ’αριθμ. ……. απόφαση του ΑΠ έγινε δεκτό ότι από το άρθρο 362 ΚΠΔ σε συνδυασμό με  τις διατάξεις των άρθρων 170, 171 και 177 ΚΠΔ, προκύπτει ότι το όταν το δικάζον Ποινικό Δικαστήριο, αναζητώντας την ουσιαστική αλήθεια για τη διαμόρφωση της κρίσης του ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου, προβαίνει στην ανάγνωση και ουσιαστική αξιολόγηση οποιουδήποτε χρησίμου εγγράφου, αποδεικτικού ή διαδικαστικού, εφόσον δεν αμφιβάλλει για τη γνησιότητά του έστω και αν το έγγραφο προέρχεται από άλλη ποινική ή πολιτική δίκη, στην οποία δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση ή πρόκειται για απόφαση, που δεν είναι αμετάκλητη, τούτο δεν συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα. Ως εκ τούτου και ο ανωτέρω ισχυρισμός του είναι αβάσιμος. Επιπρόσθετα ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Λάρισας έπρεπε να εξαιρέσει από τα έγγραφα της δικογραφίας την ανωτέρω κατάθεση του εγκαλουμένου (δηλαδή αυτή, που έδωσε στα πλαίσια της Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης) κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 244 παρ. 3 ΚΠΔ και μην πράττοντας τούτο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα, που καθιστά άκυρη την προσβαλλόμενη διάταξη. Τούτος ο ισχυρισμός επίσης είναι αβάσιμος, αφού ζήτημα ακυρότητας της προδικασίας θα υπήρχε αν ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών ελάμβανε υπόψη του σε βάρος του εγκαλουμένου μαρτυρική κατάθεση, που τούτος έδωσε και από αυτή εκείνος παγιδευόταν και υπονομευόταν το δικαίωμα σιωπής και το τεκμήριο αθωότητάς του. Αυτό είναι το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 244 παρ. 3 ΚΠΔ. Τέτοιο ζήτημα όμως δεν τίθεται εν προκειμένω. Περαιτέρω ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών είναι άκυρη επειδή ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών δεν υπέβαλε τη δικογραφία στον Εισαγγελέα Εφετών Λάρισας κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 43 παρ. 2, 111 ΚΠΔ λόγω υφισταμένης ειδικής δωσιδικίας στο πρόσωπο του εγκαλουμένου (δικηγόρος). Πλην όμως  ο εν λόγω ισχυρισμός του στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Η ανωτέρω (υποχρεωτική) υποβολή της δικογραφίας στον Εισαγγελέα Εφετών από τον Εισαγγελέα Π΄λημμελεοδικών, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα άρθρα του Κ.Π.Δ, προϋποθέτει την άσκηση ποινικής δίωξης για πλημμέλημα σε βάρος προσώπου ιδιάζουσας δωσιδικίας. Έτσι το δικαίωμα του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών να απορρίψει την έγκληση κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 51 ΚΠΔ υφίσταται και στις υποθέσεις πλημμελημάτων με εγκαλούμενα πρόσωπα, που απολαμβάνουν ειδική δωσιδικία από τον ΚΠΔ.

Με βάση όλα όσα προεκτέθηκαν δεν υφίστανται ενδείξεις, που δικαιολογούν άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος του εγκαλουμένου για την πράξη της ψευδούς κατάθεσης, ενώ οι ισχυρισμοί περί ακυρότητας της εκδοθείσας προσβαλλόμενης διάταξης είναι αβάσιμοι. Κατά συνέπεια ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών ορθά εξέδωσε την προσβαλλόμενη διάταξή του και έτσι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως προφανώς  αβάσιμη στην ουσία της. Επίσης με την εν λόγω διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Λάρισας ορθά επιβλήθηκαν σε βάρος του προσφεύγοντος τα δικαστικά έξοδα αφού από όσα ήδη εκτέθηκαν στην παρούσα συντρέχουν οι σχετικοί προς τούτο λόγοι κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 580§1 ΚΠΔ απορριπτομένου περί του αντιθέτου ισχυρισμού του. Τέλος πρέπει να διαταχθεί η κατάπτωση υπέρ του Δημοσίου του παραβόλου (ποσού 250 ευρώ), που κατατέθηκε από τον προσφεύγοντα.

                            ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-Δεχόμαστε τυπικά και απορρίπτουμε στην ουσία την προσφυγή του Ν. Α. του Α κατά της ……. διάταξης της Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Λάρισας, με την οποία απορρίφθηκε η έγκλησή του σε βάρος του Λ. Κ. του Χ. (δικηγόρου Δικηγορικού Συλλόγου …..) για την πράξη της ψευδούς κατάθεσης.

– Διατάσσουμε την κατάπτωση υπέρ του δημοσίου του παραβόλου (ποσού 250 ευρώ), που κατέθεσε ο προσφεύγων

                                                  Λάρισα 13-11-2023

                                                                     Ο Εισαγγελέας Εφετών  Λάρισας

Λάμπρος Σ. Τσόγκας

                                                                           Αντεισαγγελέας Εφετών