Έκθεση αναίρεσης Αντεισαγγελέα Εφετών Λάρισας
Στη Λάρισα στις 8-2-2021 ημέρα Δευτέρα και ώρα 12:00 στο κατάστημα του Εφετείου Λάρισας ενώπιον του αρμοδίου Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος – βουλευμάτων του Εφετείου Λάρισας
εμφανίστηκε η Αντεισαγγελέας Εφετών Λάρισας Αικατερίνη Μάτση, η οποία δήλωσε ότι ασκεί αναίρεση κατά του υπ’ αριθμ. 3/13-1-2021 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας. Ειδικότερα, δυνάμει του υπ’ αριθμ. 221/2020 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Βόλου, παραπέμφθηκαν στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας για να δικαστούν:1) ο Δ. Ο. για τη πράξη της άμεσης συνέργειας σε ψευδή βεβαίωση με σκοπούμενο πορισμό αθέμιτου περιουσιακού οφέλους άνω των 120.000€, 2) ο Η. Ξ. για την πράξη της ψευδούς βεβαίωσης από κοινού με σκοπούμενο πορισμό αθέμιτου περιουσιακού οφέλους άνω των 120.000€, 3) η Α. Μ. – Κ. για την πράξη της άμεσης συνέργειας σε ψευδή βεβαίωση από κοινού με σκοπούμενο πορισμό αθέμιτου περιουσιακού οφέλους άνω των 120.000€, 4) η Ε. Α. – Δ. για την πράξη της ψευδούς βεβαίωσης από κοινού και κατ’ εξακολούθηση με σκοπούμενο πορισμό αθέμιτου περιουσιακού οφέλους άνω των 120.000€, 5) ο Δ. Τ. για την πράξη της ψευδούς βεβαίωσης από κοινού με σκοπούμενο πορισμό αθέμιτου περιουσιακού οφέλους άνω των 120.000€, 6) ο Ι. Χ. για τις πράξεις: α)της ψευδούς βεβαίωσης από κοινού και κατ’ εξακολούθηση με σκοπούμενο πορισμό αθέμιτου περιουσιακού οφέλους άνω των 120.000€ και β) της άμεσης συνέργειας από κοινού σε ψευδή βεβαίωση από κοινού με σκοπούμενο πορισμό αθέμιτου περιουσιακού οφέλους άνω των 120.000€, 7) η Χ. Τ. για την πράξη της ψευδούς βεβαίωσης από κοινού με σκοπούμενο πορισμό αθέμιτου περιουσιακού οφέλους άνω των 120.000€, 8) ο Χ. Φ. για την πράξη της ψευδούς βεβαίωσης από κοινού με σκοπούμενο πορισμό αθέμιτου περιουσιακού οφέλους άνω των 120.000€ και 9) ο Δ. Κ. για τις πράξεις α) της ψευδούς βεβαίωσης από κοινού με σκοπούμενο πορισμό αθέμιτου περιουσιακού οφέλους άνω των 120.000€, β) της ηθικής αυτουργίας στη πράξη της ψευδούς βεβαίωσης από κοινού με σκοπούμενο πορισμό αθέμιτου περιουσιακού οφέλους άνω των 120.000€ και γ) της άμεσης συνέργειας από κοινού στη πράξη της ψευδούς βεβαίωσης από κοινού με σκοπούμενο πορισμό αθέμιτου περιουσιακού οφέλους άνω των 120.000€ (άρθρα 13α, 45, 46 παρ.1β, 47 παρ.1β, 94, 98 και 242 παρ.3-1 νέου ΠΚ). Κατά του ως άνω παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Βόλου, ασκήθηκαν οι κάτωθι εφέσεις : 1) υπ’ αριθμ. 3/24-9-2020 του Δ. Ο. του Σ., κατοίκου Βόλου, 2) υπ’ αριθμ. 4/24-9-2020 του Η. Ξ. του Β., κατοίκου Βόλου, 3) υπ’ αριθμ. 5/24-9-2020 της Α. Μ. – Κ. του Α., κατοίκου Κάτω Λεχωνίων Μαγνησίας, 4) υπ’ αριθμ. 6/24-9-2020 της Ε. Α. – Δ. του Γ., κατοίκου Βόλου, 5) υπ’ αριθμ. 7/24-9-2020 του Δ. Τ. του Α., κατοίκου Βόλου, 6) υπ’ αριθμ. 8/24-9-2020 του Ι. Χ. του Δ., κατοίκου Βόλου, 7) υπ’ αριθμ. 9/24-9-2020 της Χ. Τ. του Ι., κατοίκου Αγριάς Βόλου, 8) υπ’ αριθμ. 10/24-9-2020 του Χ. Φ. του Γ., κατοίκου Βόλου και 9) υπ’ αριθμ. 11/25-9-2020 του Δ. Κ. του Γ., κατοίκου Βόλου. Με τις ανωτέρω εφέσεις προβαλόταν ως μοναδικός λόγος έφεσης η εσφαλμένη ερμηνεία και ευθεία εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και συγκεκριμένα των διατάξεων των άρθρων 242 παρ.1,3 σε συνδυασμό με το άρθρο 13 περ. α ΠΚ. Επί των ανωτέρω εφέσεων εκδόθηκε το υπό κρίση βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας, το οποίο εσφαλμένα εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 13 α ΠΚ, αποφαινόμενο ότι οι εκκαλούντες ως υπάλληλοι της Δημοτικής Επιχείρισης Ύδρευσης – Αποχέτευσης Βόλου (ΔΕΥΑΜΒ), δεν είναι υπάλληλοι κατά την ουσιαστική έννοια του άρθρου 13α ΠΚ, και επομένως δεν πρέπει να γίνει κατηγορία σε βάρος τους για τις προαναφερθείσες αποδιδόμενες σε αυτούς αξιόποινες πράξεις.
Από τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.1 ΠΚ προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς βεβαιώσεως (διανοητικής πλαστογραφίας), που αποτελεί έγκλημα περί την υπηρεσία, απαιτείται α) ο δράστης να είναι υπάλληλος κατά την έννοια των άρθρων 13 στοιχ. α` και 263Α του ίδιου Κώδικα (ήδη βέβαια με τη θέση σε ισχύ του νέου ΠΚ (Ν.4619/2019), η διάταξη του άρθρου 263 Α ΠΚ έχει καταργηθεί), β) ο υπάλληλος αυτός να είναι αρμόδιος καθ` ύλην και κατά τόπο για τη σύνταξη ή έκδοση του εγγράφου και να ενεργεί μέσα στα πλαίσια της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί, γ) έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. γ` ΠΚ και μάλιστα δημόσιο, όπως αυτό προσδιορίζεται από το άρθρο 438 του Κ.Πολ.Δ., ήτοι έγγραφο που συντάσσεται από αρμόδιο καθ` ύλη και κατά τόπο δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό και προορίζεται για εξωτερική κυκλοφορία προς πλήρη απόδειξη κάθε γεγονότος που βεβαιώνεται με αυτό έναντι πάντων, δ) βεβαίωση στο έγγραφο αυτό ψευδούς περιστατικού που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή περιστατικού που είναι σημαντικό για τη γένεση, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης δημόσιας ή ιδιωτικής σχέσεως ή καταστάσεως, ψευδές δε είναι το περιστατικό, όταν δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και ειδικότερα, όταν βεβαιώνεται περιστατικό που δεν είναι αληθές ή δεν αναφέρεται περιστατικό αληθές που έπρεπε να αναφερθεί, εφόσον, στην τελευταία περίπτωση, υπήρχε νομική υποχρέωση να βεβαιώσει τούτο ο υπάλληλος και τούτο υπέπεσε στην αντίληψή του και ε) δόλος του δράστη, που συνίσταται στη γνώση και τη θέλησή του να βεβαιώσει ψευδή πραγματικά περιστατικά που μπορούν να έχουν έννομες συνέπειες ή τουλάχιστον στη γνώση, ότι από τα περιστατικά αυτά είναι ενδεχόμενο να παραχθούν οι έννομες αυτές συνέπειες και στην εκ προοιμίου αποδοχή του ενδεχομένου αυτού (βλ. ΑΠ 1150/2019 Δ/ΝΗ 2019,1734).
Περαιτέρω, κατ’ άρθρο 13α ΠΚ, υπάλληλος είναι εκείνος στον οποίο νόμιμα έχει ανατεθεί, έστω και προσωρινά, η άσκηση υπηρεσίας δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Ο ΠΚ στο άρθρο 13α ακολουθεί το δικό του κριτήριο ως προς το ποιος είναι υπάλληλος, δεν ακολουθεί κριτήρια διοικητικού δικαίου. Υπάλληλος δε κατά τη νομολογία είναι καθένας στον οποίον είναι ανατεθειμένη, έστω και προσωρινώς, δια συμβάσεως δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, υπηρεσία εμπίπτουσα στους επιδιωκόμενους από το κράτος, τους δήμους, ή άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου σκοπούς, και διατελών σε σχέση εξάρτησης και υποταγής προς αυτά (ΑΠ 582/1984 ΠοινΧρ ΛΔ,993). Επομένως αποφασιστικό κριτήριο για την ιδιότητα του υπαλλήλου είναι όχι ο τρόπος ανάθεσης της δημόσιας υπηρεσίας, αλλά το είδος αυτής, υπό την έννοια ότι απαιτείται να ασκεί δημόσια υπηρεσία ή υπηρεσία ν.π.δ.δ., και δη με τον ουσιαστικό της χαρακτήρα, δηλαδή εκείνης που καθορίζεται από τους σκοπούς του κράτους, άμεση δηλ, ή έμμεση θεραπεία του γενικού συμφέροντος (βλ. Μπιτζιλέκη – υπηρεσιακά εγκλήματα – σελ. 79 – Α. Κονταξή ερμ ΠΚ, τόμος Α’, σελ. 227 επ.).
Εξάλλου, με τις διατάξεις του άρθρου 75 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, στις αρμοδιότητες των Ο.Τ.Α. πρώτου βαθμού, οι οποίες, κατά το άρθρο 102 παρ. 1 του Συντάγματος, ανάγονται στη διοίκηση των τοπικών υποθέσεων, έχουν περιληφθεί, μεταξύ άλλων, και εκείνες οι οποίες αφορούν την οργάνωση συστημάτων υδρεύσεως και αποχετεύσεως, καθώς και την παροχή συναφών υπηρεσιών προς τους κατοίκους (ΣτΕ 1897/2014). Με τις διατάξεις του Ν.1069/1980, προβλέφθηκαν οι Δημοτικές Επιχειρήσεις Ύδρευσης και Αποχέτευσης (Δ.Ε.Υ.Α.), υπό τη μορφή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου-κοινωφελούς επιχειρήσεως του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, οι οποίες διέπονται, εφ` όσον δεν ορίζεται διαφορετικά στην κείμενη νομοθεσία, από τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας (άρθρο 1). Οι Δ.Ε.Υ.Α., μετά τη σύστασή τους, ασκούν δραστηριότητες και παρέχουν υπηρεσίες σχετικές με την ύδρευση και την αποχέτευση, οι οποίες συνδέονται άρρηκτα με τη διοίκηση των τοπικών υποθέσεων (ΣτΕ 1897/2014), υποκαθιστάμενες, αυτοδικαίως και άνευ άλλης διατυπώσεως, σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του οικείου Δήμου, όσον αφορά την ύδρευση και την αποχέτευση (άρθρα 1 και 9). Οι Δ.Ε.Υ.Α. ιδρύονται μετά από απόφαση του οικείου Δημοτικού Συμβουλίου και πράξη του Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης (άρθρο 1 παρ. 4), απολαμβάνουν διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας, διοικούμενες από ίδια όργανα διοικήσεως (άρθρο 3), διαθέτουν ίδια περιουσία και πόρους (άρθρα 8, 10 επ.), ιδιαίτερο προϋπολογισμό εσόδων και εξόδων, με βάση τον οποίο διεξάγεται η οικονομική διαχείρισή τους, καθώς και ανεξάρτητη ταμειακή υπηρεσία (άρθρο 17) και ανεξάρτητη και αυτοτελή εσωτερική οργάνωση και λειτουργία, με βάση κανονισμούς, καταρτιζόμενους από τα όργανα διοικήσεώς τους, σύμφωνους με τις γενικής παραδοχής λογιστικές και οργανωτικές αρχές (άρθρο 21 παρ. 1). Περαιτέρω, οι Δ.Ε.Υ.Α. θεωρούνται επιχειρήσεις ειδικού δημοσίου σκοπού, οι οποίες ασκούν, κατά παραχώρηση, ζωτικής σημασίας δημόσιες υπηρεσίες, συνδεόμενες, κατ` αρχήν, με τη λειτουργία των δικτύων και την παροχή υπηρεσιών υδρεύσεως και αποχετεύσεως, και τελούν σε στενή σύνδεση με τους Ο.Τ.Α., οι οποίοι τις συστήνουν (πρβλ. ΕλΣυν 7424/2015). Στο πλαίσιο αυτό, ο νομοθέτης εξοπλίζει τις Δ.Ε.Υ.Α. και με αρμοδιότητες, οι οποίες προσιδιάζουν σε δημόσια αρχή (ΣτΕ 2311/1990), όπως η, κατ` άρθρο 24, αρμοδιότητα κηρύξεως αναγκαστικής απαλλοτριώσεως (ΣτΕ 4947/2013), η, κατ` άρθρο 28, ανατιθέμενη στους υπαλλήλους τους αρμοδιότητα αστυνομεύσεως των δικτύων και βεβαιώσεως της προξενούμενης σ` αυτά βλάβης από τρίτους, ενώ, γίνεται δεκτό ότι, λόγω του διορισμού των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου (άρθρο 3), τα καθήκοντα διοικήσεως Δ.Ε.Υ.Α. αποτελούν, κατά τη φύση τους, άσκηση υπηρεσιακών καθηκόντων διοικήσεως τοπικών υποθέσεων, στο πλαίσιο της οποίας τα μέλη της διοικήσεως οφείλουν να μεριμνούν για την τήρηση των αρχών της νομιμότητας, της διαφάνειας, της αποδοτικότητας και της χρηστής διοικήσεως (ΣτΕ 1897/2014). Παρότι οι Δ.Ε.Υ.Α. θεωρούνται επιχειρήσεις ειδικού δημοσίου σκοπού, ασκούσες και αρμοδιότητες προσιδιάζουσες σε δημόσια αρχή, εφ` όσον, κατά τα λοιπά, ιδρύονται και λειτουργούν ως νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου κοινωφελούς χαρακτήρα και διέπονται από τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, αποτελούν, κατά το μέρος αυτό, νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (Ολ ΣτΕ 108/1991), δεν υπάγονται στην κατηγορία των Ο.Τ.Α. (ΑΠ 113/2017), τα όργανά τους δεν θεωρούνται διοικητικά όργανα και οι πράξεις ή παραλείψεις τους δεν αφορούν την ενάσκηση δημόσιας εξουσίας (ΣτΕ 4947/2013). Το γεγονός, μάλιστα, ότι, σειρά από, αναφερόμενες στο νόμο, πράξεις Δ.ΕΥ.Α. προβλέπεται ότι εγκρίνονται από το οικείο Δημοτικό Συμβούλιο (βλ. ιδίως άρθρα 23 παρ. 1, 25 παρ. 1,2,3,5, 26 παρ. 1), δεν μεταβάλλει, από μόνο του, τη φύση των πράξεων αυτών, ως αναγομένων στο ιδιωτικό δίκαιο (βλ. 4/2018 ΓΝΜΔ ΝΣΚ (744266)).
Από όλα τα ανωτέρω συνάγεται ότι από τη μία οι δημοτικές επιχειρήσεις ύδρευσης και αποχέτευσης, που αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, διέπονται από τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, έχουν διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια, διαθέτοντας ίδια διοίκηση, ανεξάρτητη ταμειακή υπηρεσία και ιδιαίτερο προϋπολογισμό εσόδων και εξόδων, με βάση τον οποίο γίνεται η οικονομική διαχείρισή τους, ίδια περιουσία και δικούς τους πόρους, ανεξάρτητη και αυτοτελή εσωτερική οργάνωση και λειτουργία με βάση κανονισμούς που συντάσσονται από τα όργανα διοίκησης αυτών, δεν υπάγονται στην κατηγορία των ΟΤΑ, ούτε στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, από τον οποίο αντιθέτως ρητά εξαιρούνται (ΑΠ 2063/2014, ΑΠ 15/2013, ΑΠ 1675/2010, ΑΠ 1584/2010 δημ. στη ΝΟΜΟΣ), από την άλλη όμως δεν λειτουργούν με κριτήρια αμιγώς επιχειρησιακά, αφού: α) επιδιώκουν σκοπό δημοσίου συμφέροντος, συνιστάμενο στην παροχή ζωτικής σημασίας για το κοινωνικό σύνολο υπηρεσιών, β) τα μέλη του διοικητικού του συμβουλίου ορίζονται από το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου και γ) τελούν υπό την εποπτεία του τελευταίου και του Γενικού Γραμματέα της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης. (βλ. ΑΠ 1210/2019 δημ. στη ΝΟΜΟΣ).
Καθοριστικής σημασίας λοιπόν σύμφωνα με τα προκτεθέντα, είναι να απαντηθεί το ερώτημα του εάν η ανωτέρω δημοτική επιχείρηση, εξαντλεί την ύπαρξη και λειτουργία της αποκλειστικά και μόνο στη πώληση νερού, οπότε και θα μπορούσε ευχερώς να συναχθεί το συμπέρασμα ότι πρόκειται για αμιγώς ιδιωτική επιχείρηση που δεν εξυπηρετεί κανέναν δημόσιο σκοπό, ή έχει συσταθεί και λειτουργεί και προς εξυπηρέτηση και άλλων σκοπών. Ακολούθως, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Οργανισμού της εσωτερικής υπηρεσίας της ΔΕΥΑΜΒ, σκοπός της τελευταίας είναι η ορθολογική διαχείριση των υδάτινων πόρων, ώστε να εξασφαλίζεται καλή ποιότητα του πόσιμου νερού και κάλυψη των αναγκών σε ύδρευση και άρδευση με το χαμηλότερο δυνατό κόστος για τον καταναλωτή, η προστασία του περιβάλλοντος με τη σωστή διαχείριση του νερού και την άριστη επεξεργασία του λύματος στις ΕΕΛ και η εκμετάλλευση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας του δήμου Βόλου. Η ΔΕΥΑΜΒ διέπεται ως προς την διοικητική οργάνωση, έργα και πηγές χρηματοδότησης από τις διατάξεις του Ν.1069/1980, του Δημοτικού Κώδικα όπως κάθε φορά ισχύουν και των ειδικών νόμων. Επομένως, πέραν του γεγονότος ότι τα μέλη του διοικητικού της συμβουλίου ορίζονται από το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου και τελούν υπό την εποπτεία του τελευταίου και του Γενικού Γραμματέα της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης, επιπροσθέτως, από τους σκοπούς που εξυπηρετεί η λειτουργία της επίμαχης δημοτικής επιχείρησης, προκύπτει σαφώς πως επιδιώκει σκοπό δημοσίου συμφέροντος, συνιστάμενο στην παροχή ζωτικής σημασίας για το κοινωνικό σύνολο υπηρεσιών, αφού της έχει ανατεθεί, πέραν της πώλησης και η καλή ποιότητα του πόσιμου νερού, η κάλυψη των αναγκών των δημοτών του ανωτέρω δήμου σε νερό με το λιγότερο δυνατό κόστος και κυρίως η προστασία του περιβάλλοντος αφενός δια της σωστής διαχείρισης του νερού, αφετέρου δια της άριστης επεξεργασίας του λύματος. Συνεπώς γίνεται σαφές ότι η εν λόγω δημοτική επιχείρηση ασκεί δημόσια υπηρεσία με τον ουσιαστικό της χαρακτήρα, δηλαδή εκείνης που καθορίζεται από τους σκοπούς του κράτους και στοχεύει στη θεραπεία του γενικού συμφέροντος. Σε τούτο, συνηγορούν και οι οικείες συνταγματικές διατάξεις, από τις οποίες προκύπτει ότι οι δημοτικές επιχειρήσεις εκτελούν δημόσια υπηρεσία, υπό την έννοια της υπηρεσίας που εμπίπτει στους επιδιωκόμενους, γενικότερου ενδιαφέροντος σκοπούς του κράτους (άρθρα 23, 29 και 106 του Συντάγματος) – βλ. μελέτη Χρ. Μυλωνόπουλου, ΠοινΔνη 6/2020, σελ. 529).
Άλλωστε, τούτο το συμπέρασμα δεν αναιρείται από το γεγονός ότι με την θέση σε ισχύ του νέου ΠΚ και την κατάργηση της διάταξης του άρθρου 263 Α του προηγούμενου ΠΚ, δεν υπάρχει νομοθετικό έρεισμα για τον χαρακτηρισμό των υπαλλήλων των δημοτικών επιχειρήσεων, ως “υπαλλήλων” κατά την έννοια του άρθρου 13α ΠΚ, και τούτο διότι, το άρθρο 263Α ήταν μία ευρύτερη διάταξη που περιελάμβανε και κατηγορίες προσώπων που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν υπάλληλοι δυνάμει μόνον του άρθρου 13α ΠΚ, (όπως π.χ οι υπάλληλοι των τραπεζών). Είναι λοιπόν προφανές, ότι η διάταξη του άρθρου 263Α του προισχύσαντος ΠΚ είχε ευρύτερο πεδίο εφαρμογής από το άρθρο 13α ΠΚ, ενώ με την κατάργηση της ανωτέρω διάταξης, πλέον η έννοια του υπαλλήλου εξαντλείται μόνον στα πρόσωπα εκείνα που πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 13 α ΠΚ, και στα οποία περιλαμβάνονται όπως ήδη προελέχθη, εκείνα στα οποία έχει επί της ουσίας ανατεθεί η άσκηση δημόσιας υπηρεσίας έστω και προσωρινά.
Συνεπώς, από όσα προεκτέθηκαν, προκύπτει ότι οι κατηγορούμενοι, ως υπάλληλοι της Δημοτικής Επιχείρισης Ύδρευσης – Αποχέτευσης Βόλου (ΔΕΥΑΜΒ), είναι υπάλληλοι κατά την ουσιαστική έννοια του άρθρου 13α ΠΚ και με την ιδιότητα τους αυτή είναι υπαίτιοι της τέλεσης του αδικήματος της ψευδούς βεβαίωσης με τις επιμέρους συμμετοχικές πράξεις που αποδίδονται σε καθέναν εξ αυτών. Συνακόλουθα, το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας με το εν λόγω βούλευμα του, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 13 α και συνακόλουθα τη διάταξη του άρθρου 242 ΠΚ και για τους λόγους αυτούς το ανωτέρω βούλευμα πρέπει να αναιρεθεί.
Η έκθεση αυτή υπογράφεται ως ακολούθως, αφού αναγνώσθηκε και βεβαιώθηκε.
Η Εισαγγελέας O Γραμματέας
Αριθμός 1139/2021 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Κουτσοκώστα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (σύμφωνα με την υπ’αριθμ. 18/2021 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Πηνελόπη Παρτσαλίδου-Κομνηνού-Εισηγήτρια, Γεώργιο Κόκκορη (σύμφωνα με την υπ’αριθμ. 48/2021 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Κωνσταντινόπουλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χαράλαμπου Αθανασίου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 25 Μαΐου 2021, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος Εισαγγελέως Εφετών Λάρισας, περί αναιρέσεως του υπ’ αριθμ.3/2021 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας. Με κατηγορούμενους τους: 1. Δ. Ο., 2. Η. Ξ., 3. Α. Μ., 4. Ε. Α., 5. Δ. Τ., 6. Ι. Χ., 7) Χ. Τ., 8.Χ. Φ. και 9. Δ. Κ. και με υποστηρίζουσα την κατηγορία την εταιρία «ΕΡΓΟΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΗΛΙΟΣ – ΕΡΓ ΗΛ. ΑΤΕ».
Το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας, με το ως άνω βούλευμα του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτό και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 1/8-2-2021 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Εφετείου Λάρισας Χρυσούλας Κούρτη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 276/2021.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Κωνσταντινόπουλος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ισίδωρου Ντογιάκου, με αριθμό 119/20-5-2021, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: «Ι. Εισάγω στο Συμβούλιο Σας, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., την υπ’ αριθμ. 1/8-2-2021 αίτηση-έκθεση αναίρεσης του Εισαγγελέα Εφετών Λάρισας με την οποία ζητά να αναιρεθεί εν μέρει για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 13α και 242 ΠΚ (άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β’ Κ.Π.Δ.), το υπ’ αριθμ. 3/2021 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας, για τους λόγους που αναφέρονται και αναπτύσσονται στη συνημμένη στην παρούσα πρόταση έκθεση αναιρέσεως. Η αίτηση αναίρεσης επειδή είναι παραδεκτή και βάσιμη, πρέπει να γίνει δεκτή στην ουσία της για όσους λόγους αναφέρονται σ’ αυτή (αίτηση), στους οποίους και αναφέρομαι και να αναιρεθεί εν μέρει το βούλευμα κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαιά του. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Α) να γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή η υπ’αριθμ 1/8-2-2021 αίτηση αναίρεσης του Εισαγγελέα Εφετών Λάρισας κατά του υττ’αριθμ. 3/2021 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας. Β) Να αναιρεθεί το βούλευμα αυτό και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από αυτούς που έλαβαν μέρος σ’αυτό προηγουμένως. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ισίδωρος Ντογιάκος».
Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση.
Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 306, 473 παρ.1 εδ. δ’, 474 παρ.1, 483 παρ. 1,2 και 484 παρ. 1 του Κ.Π.Δ. προκύπτει, ότι ο εισαγγελέας εφετών μπορεί να ζητήσει την αναίρεση του βουλεύματος του συμβουλίου εφετών, που αφορά κακούργημα, όταν αυτό, εκτός άλλων περιπτώσεων, αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία, με σχετική δήλωση στον γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε το βούλευμα μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από την έκδοσή του για όλους τους λόγους αναιρέσεως που αναφέρονται στο άρθρο 484 παρ. 1 του Κ.Π.Δ. Συνεπώς, η υπό κρίση από 8-2-2021 (με αρ. έκθεσης 1/8-2-2020) δήλωση της Αντεισαγγελέως Εφετών Λάρισας Αικατερίνης Μάτση ενώπιον του Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος – βουλευμάτων του Εφετείου Λάρισας για αναίρεση του υπ’ αριθμ.3/13-1-2021 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας που εκδόθηκε στις 13-1-2021, το οποίο αποφαίνεται να μην γίνει κατηγορία κατά των αναφερομένων σ’αυτό εννέα κατηγορουμένων, υπαλλήλων της Δημοτικής Επιχείρησης Ύδρευσης – Αποχέτευσης Βόλου( Δ Ε Υ Α.Μ.Β ), για την πράξη της ψευδούς βεβαίωσης σε βαθμό κακουργήματος ως αυτουργών και ως συμμέτοχων στην ίδια πράξη με σκοπούμενο πορισμό αθέμιτου περιουσιακού οφέλους που υπερβαίνει το ποσό των εκατό είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ κατ’ εξακολούθηση, με λόγο την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθρο 484 παρ.1 περ.β’ Κ.Π.Α.), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, είναι παραδεκτή και πρέπει, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα του προβαλλόμενου λόγου της.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 1 του Π.Κ., όπως αυτή ισχύει από 1-7-2019 μετά την κύρωση του νέου Π.Κ. με τον ν.4619/2019, «Υπάλληλος που στα καθήκοντά του ανάγεται η έκδοση ή σύνταξη ορισμένων δημοσίων εγγράφων, αν σε τέτοια έγγραφα βεβαιώνει με πρόθεση ψευδώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή». Κατά δε την παρ.3 της ίδιας διάταξης, «Αν όμως ο υπαίτιος κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 και 2 είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον αθέμιτο όφελος ή να βλάψει παράνομα άλλον, επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή εάν το συνολικό όφελος ή συνολική βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ». Από τη διάταξη αυτή, που προβλέπει και τιμωρεί τη διανοητική πλαστογραφία, προκύπτει, ότι το έγκλημα αυτό της ψευδούς βεβαιώσεως έχει, ως υποκείμενο, τον υπάλληλο, με την έννοια που δίδεται στο άρθρο 13 εδ. α του Π.Κ., κατά την οποία «Υπάλληλος είναι εκείνος στον οποίο νόμιμα έχει ανατεθεί, έστω και προσωρινά, η άσκηση υπηρεσίας δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου» Από την ευρύτητα της διατυπώσεως της τελευταίας αυτής διάταξης προκύπτει, ότι σημασία έχει το είδος της υπηρεσίας που ασκείται από το πρόσωπο και ότι περιλαμβάνονται σ’ αυτή τόσον οι ασκούντες την ως άνω υπηρεσία με σχέση δημοσίου δικαίου, όσο και αυτοί που την ασκούν με σχέση ιδιωτικού δικαίου, τέτοια υπηρεσία, δηλαδή, η οποία εμπίπτει στους σκοπούς γενικότερου ενδιαφέροντος που επιδιώκονται από το κράτος, τους δήμους, τις κοινότητες ή άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (Συμβ. Α.Π.582/1984 και Συμβ. Α.Π. 1521/1982). Για την αντικειμενική του θεμελίωση απαιτείται, όπως ο υπάλληλος προβεί σε έκδοση ή σύνταξη δημοσίου εγγράφου, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, μέσα στα όρια της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί, στο οποίο να βεβαιώνεται αναληθές περιστατικό, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τέτοιο δε είναι και εκείνο το γεγονός που αποδεικνύει την ύπαρξη κάποιου δικαιώματος ή εννόμου σχέσεως ή καταστάσεως. Για την υποκειμενική δε υπόσταση του απαιτείται δόλος, που συνίσταται στη γνώση και θέληση βεβαιώσεως ψευδούς, εξ αντικειμένου, περιστατικού, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και επιπλέον για την κακουργηματική περίπτωση σκοπός του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον αθέμιτο όφελος ή να βλάψει παράνομα άλλον που να υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ. Εξάλλου, με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 1069/1980 “Περί κινήτρων δια την ίδρυσιν Επιχειρήσεων Υδρεύσεως και Αποχετεύσεως” (ΦΕΚ Α’ 191) προβλέφθηκε για την άσκηση των πάσης φύσεως δραστηριοτήτων του κυκλώματος ύδρευσης και αποχέτευσης οικιστικών κέντρων της χώρας η δυνατότητα της σύστασης σε κάθε δήμο ή κοινότητα ενιαίων επιχειρήσεων ύδρευσης και αποχέτευσης, οι οποίες αποτελούν ίδια νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (ΝΠΙΔ) κοινωφελούς χαρακτήρα, διεπόμενα από τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά από το νόμο, λειτουργούν με τη μορφή δημοτικής ή κοινοτικής επιχείρησης και διέπονται ως προς τη διοίκηση, οργάνωση, εκτέλεση, λειτουργία, συντήρηση των έργων της αρμοδιότητάς τους καθώς και τις πηγές της χρηματοδότησής τους από τις διατάξεις του νόμου αυτού, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των διατάξεων του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα. Κατά την παρ.2 του ιδίου άρθρου, οι Δ.Ε.Υ.Α. συνιστώνται, ύστερα από σύνταξη οικονομικοτεχνικής μελέτης, με απόφαση του οικείου ή των οικείων Δημοτικών Συμβουλίων, με την οποία ορίζεται η επωνυμία, ή έδρα, οι λόγοι που δικαιολογούν τη σύσταση τους, τα περιουσιακά στοιχεία που παραχωρούνται σε αυτές, ο τρόπος εκμετάλλευσης των περιουσιακών στοιχείων, των έργων και των υπηρεσιών τους και των εσόδων από αυτή, καθώς και η περιοχή της αρμοδιότητάς τους, η δε απόφαση για τη σύσταση Δ.Ε.Υ.Α. εγκρίνεται με πράξη του Συντονιστή της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Οι επιχειρήσεις αυτές ύδρευσης και αποχέτευσης, διαθέτουν πλήρη νομική, διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια, έναντι και αυτού του αντίστοιχου Δήμου, καθόσον ειδικότερα με τις επιμέρους ρυθμίσεις του ως άνω νόμου ορίζεται ότι: α) η δημοτική επιχείρηση ύδρευσης και αποχέτευσης, που συνιστάται, κατά τα προαναφερθέντα, σε ένα Δήμο, διοικείται από ίδιο ενδεκαμελές διοικητικό συμβούλιο, το οποίο ορίζεται από το Δημοτικό Συμβούλιο με τους αναπληρωτές του (άρθρο 3 παρ.1), το οποίο διαχειρίζεται την περιουσία και τους πόρους αυτής και αποφασίζει για κάθε θέμα (άρθρο 5), ενώ των υπηρεσιών της επιχείρησης προΐσταται Γενικός Διευθυντής (άρθρο 6), β) με Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας, που συντάσσεται με απόφαση του Δ.Σ. της επιχείρησης και εγκρίνεται από τον Υπουργό Εσωτερικών, καθορίζεται η οργάνωση, η σύνθεση και η αρμοδιότητα των υπηρεσιών, ο αριθμός των θέσεων του πάσης φύσεως προσωπικού της, το οποίο συνδέεται με την επιχείρηση με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, ανάλογα προς τις ανάγκες της επιχείρησης, η κατά μισθολογικά κλιμάκια κατανομή των θέσεων αυτού κατά ομάδες ειδικοτήτων και ανάλογα με τη βαθμίδα εκπαίδευσης, οι αποδοχές, καθώς και ο τρόπος πρόσληψης και απόλυσης και το αρμόδιο προς τούτο όργανο (άρθρο 7 παρ. 1 και 2), γ) η επιχείρηση έχει ιδία περιουσία και δικούς της πόρους (άρθρα 8 και 10), δ) η οικονομική διαχείριση της επιχείρησης ενεργείται με βάση δικό της προϋπολογισμό εσόδων και εξόδων, έχει δε η επιχείρηση δική της, αυτοτελή, ταμειακή υπηρεσία και διατάκτης αυτής είναι ο Γενικός Διευθυντής σε σύμπραξη με τον προϊστάμενο των οικονομικών υπηρεσιών της επιχείρησης (άρθρο 17 παρ. 1), ε) τα σχετικά με τη λειτουργία και διαχείριση της επιχείρησης, σύμφωνα με τις γενικής παραδοχής λογιστικές και οργανωτικές αρχές, ρυθμίζονται κάθε φορά με κανονισμούς που συντάσσονται και ψηφίζονται από το Δ.Σ. της επιχείρησης και ελέγχονται από το οικείο δημοτικό συμβούλιο (άρθρο 21 παρ.1), ενώ ο Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας ασκεί έλεγχο νομιμότητας σε αποφάσεις του Δ.Σ., ελέγχει τον ισολογισμό, απολογισμό και την έκθεση πεπραγμένων και μπορεί να διατάξει τη διενέργεια έκτακτου διαχειριστικού και ταμειακού ελέγχου από ορκωτούς λογιστές (άρθρο 20). Περαιτέρω., ο Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων (ν. 3463/2006, ΦΕΚ Α’ 114), στο άρθρο 252 και υπό τον τίτλο ” Επιχειρήσεις Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης”, ορίζει ότι : «1) Οι Δήμοι …μπορούν να συνιστούν ή να συμμετέχουν σε επιχειρήσεις, οι οποίες καλούνται επιχειρήσεις ΟΤΑ, σύμφωνα με τις παρακάτω ρυθμίσεις …4. Επιχειρήσεις ΟΤΑ που συνιστώνται βάσει ειδικών διατάξεων νόμου, οι οποίες διέπουν την οργάνωση και λειτουργία τους, αποτελούν αντίστοιχες επιχειρήσεις ΟΤΑ ειδικού σκοπού. 5. Οι επιχειρήσεις των προηγουμένων παραγράφων αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου ». Τέλος, κατά το άρθρο 276 παρ.1 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων «Οι Δήμοι και οι Κοινότητες, τα δημοτικά και κοινοτικά ιδρύματα και λοιπά δημοτικά και κοινοτικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οι σύνδεσμοι Δήμων και Κοινοτήτων, οι αποκλειστικώς κοινωφελούς χαρακτήρα αμιγείς δημοτικές ή κοινοτικές επιχειρήσεις, οι επιχειρήσεις Ύδρευσης και Αποχέτευσης, η Κεντρική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδας και οι τοπικές Ενώσεις Δήμων και Κοινοτήτων έχουν όλες ανεξαιρέτως τις ατέλειες και τα δικαστικά, διοικητικά και δικονομικά προνόμια που παρέχονται στο Δημόσιο». Σύμφωνα με τα όσα παραπάνω εκτέθηκαν, σε αναφορά με το νομικό πλαίσιο, οι δημοτικές επιχειρήσεις ύδρευσης και αποχέτευσης, που αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, διεπόμενα από τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, έχουν διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια, διαθέτοντας ίδια διοίκηση, ανεξάρτητη ταμειακή υπηρεσία και ιδιαίτερο προϋπολογισμό εσόδων και εξόδων, με βάση τον οποίο γίνεται η οικονομική διαχείριση τους. ιδία περιουσία και δικούς τους πόρους ανεξάρτητη και αυτοτελή εσωτερική οργάνωση και λειτουργία με βάση κανονισμούς που συντάσσονται από τα όργανα διοίκησης αυτών, δεν υπάγοντα στην κατηγορία των ΟΤΑ, ούτε στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, από τον οποίο ρητά εξαιρούνται (βλ. πολιτικές αποφάσεις Α.Π.848/2020, ΑΠ.738/2020, , Α.Π.1097/2018, ΑΠ.1210/2019, ΑΠ.113/2017, ΑΠ.1189/2018, ΑΠ.2063/2014
Α.Π.1675/2010). Περαιτέρω, όμως, οι Δ.Ε.Υ.Α. θεωρούνται επιχειρήσεις ειδικού δημόσιου σκοπού, οι οποίες ασκούν, κατά παραχώρηση, ζωτικής σημασίας δημόσιες υπηρεσίες, συνδεόμενες με τη λειτουργία των δικτύων και την παροχή υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης και τελούν σε στενή σύνδεση με τους ΟΤΑ, οι οποίοι τις συστήνουν. Η παροχή υπηρεσιών κοινής ωφέλειας δεν συνιστά δραστηριότητα αναπόσπαστη από τον πυρήνα της κρατικής εξουσίας. Τούτο ισχύει και προκειμένου περί των υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης, τις οποίες δύναται να παρέχει μια επιχείρηση που λειτουργεί υπό νομικό καθεστώς ιδιωτικού δικαίου. Οι υπηρεσίες αυτές παρέχονται μονοπωλιακώς σε πληθυσμό διαβιούντα σε συγκεκριμένο νομό από δίκτυα που είναι μοναδικά και ανήκουν στα πάγια περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης. Συνίστανται δε οι υπηρεσίες αυτές στην ύδρευση και στην αποχέτευση που είναι αναγκαίες για την υγιεινή διαβίωση και ιδίως στην παροχή πόσιμου νερού, φυσικού αγαθού απαραίτητου για την επιβίωση του ανθρώπου. Αβεβαιότητα ως προς τη συνέχεια της παροχής προσιτών υπηρεσιών κοινής ωφέλειας με αυτόν το βαθμό αναγκαιότητας, δεν συγχωρείται από το άρθρο 5 παρ.5 του Συντάγματος που κατοχυρώνει το δικαίωμα στην προστασία της υγείας καθώς και από το άρθρο 21 παρ.3 του Συντάγματος που ορίζει ότι το κράτος μεριμνά νια την υγεία των πολιτών (Ολ. ΣτΕ 1906/2014). Από τα ανωτέρω προκύπτει, ότι οι δημοτικές επιχειρήσεις που εκτελούν υπηρεσία, η οποία εμπίπτει στους επιδιωκόμενους σκοπούς του κράτους, ασκούν δια των οργάνων τους δημόσια υπηρεσία. Στο πλαίσιο αυτό, άλλωστε, ο νομοθέτης εξοπλίζει τις Δ.Ε.Υ.Α. και με αρμοδιότητες, οι οποίες προσιδιάζουν σε δημόσια αρχή (ΣτΕ 2311/1990), όπως η κατ’ άρθρο 24 του ν. 1069/1980 αρμοδιότητα κήρυξης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης (ΣτΕ 4947/2013), η κατ’ άρθρο 28 ιδίου νόμου ανατιθέμενη στους υπαλλήλους τους αρμοδιότητα αστυνομεύσεως των δικτύων και βεβαιώσεως της προξενούμενης σ’ αυτό βλάβης από τρίτους, ενώ, γίνεται δεκτό ότι, λόγω του διορισμού των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, κατ’ άρθρο 3 του ν. 1069/1980. τα καθήκοντα διοίκησης Δ.Ε.Υ.Α. αποτελούν κατά τη φύση τους άσκηση υπηρεσιακών καθηκόντων διοικήσεως τοπικών υποθέσεων, στο πλαίσιο της οποίας τα μέλη της διοικήσεως οφείλουν να μεριμνούν για την τήρηση των αρχών της νομιμότητας, της διαφάνειας, της αποδοτικότητας και της χρηστής διοίκησης (ΣτΕ 1897/2014). Από τα παραπάνω προκύπτει ο διφυής χαρακτήρας των δημοτικών επιχειρήσεων.
Στην προκείμενη περίπτωση, με το προσβαλλόμενο υπ* αριθμ.3/13-1 -2021 απαλλακτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας, το εν λόγω Συμβούλιο αποφάνθηκε να μην γίνει κατηγορία κατά των εννέα (9) αναφερομένων σ* αυτό κατηγορουμένων, ως υπαλλήλων της Δ.Ε.Υ.Α.Μ.Β. Ειδικότερα, δυνάμει του πρωτόδικου υπ* αριθμ.221/2020 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Βόλου οι κατηγορούμενοι είχαν παραπεμφθεί στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας για να δικαστούν ως εξής : 1) Ο Δ. Ο. για την πράξη της άμεσης συνέργειας σε ψευδή βεβαίωση με σκοπούμενο πορισμό αθεμίτου περιουσιακού οφέλους άνω των 120.000 ευρώ, 2) ο Η. Ξ. για την πράξη της ψευδούς βεβαίωσης από κοινού με σκοπούμενο πορισμό αθέμιτου περιουσιακού οφέλους άνω των 120.000 ευρώ, 3) η Α. Μ. για την πράξη της άμεσης συνέργειας σε ψευδή βεβαίωση από κοινού με σκοπούμενο πορισμό αθεμίτου περιουσιακού οφέλους άνω των 120.000 ευρώ, 4) η Ε. Α. για την πράξη της ψευδούς βεβαίωσης από κοινού και κατ’ εξακολούθηση με σκοπούμενο πορισμό αθεμίτου περιουσιακού οφέλους άνω των 120.000 ευρώ, 5) ο Δ. Τ. για την πράξη της ψευδούς βεβαίωσης από κοινού με σκοπούμενο πορισμό αθεμίτου περιουσιακού οφέλους άνω των 120.000 ευρώ. 6) ο Ι. Χ. για την πράξη της ψευδούς βεβαίωσης αϊτό κοινού και κατ’ εξακολούθηση με σκοπούμενο πορισμό αθεμίτου περιουσιακού οφέλους άνω των 120.000 ευρώ και για την πράξη της άμεσης συνέργειας σε ψευδή βεβαίωση από κοινού με σκοπούμενο πορισμό αθεμίτου περιουσιακού οφέλους άνω των 120.000 ευρώ, 7) η Χ. Τ. για την πράξη της ψευδούς βεβαίωσης από κοινού με σκοπούμενο πορισμό αθεμίτου περιουσιακού οφέλους άνω των 120.000 ευρώ, 8) ο Χ. Φ. για την πράξη της ψευδούς βεβαίωσης από κοινού με σκοπούμενο πορισμό αθεμίτου περιουσιακού οφέλους άνω των 120.000 ευρώ και 9) ο Δ. Κ. για την πράξη της ψευδούς βεβαίωσης από κοινού με σκοπούμενο πορισμό αθεμίτου περιουσιακού οφέλους άνω των 120.000 ευρώ, για την πράξη της ηθικής αυτουργίας στην πράξη της ψευδούς βεβαίωσης από κοινού με σκοπούμενο πορισμό αθεμίτου περιουσιακού οφέλους άνω των 120.000 ευρώ και της πράξης της άμεσης συνέργειας από κοινού στην πράξη της ψευδούς βεβαίωσης από κοινού με σκοπούμενο πορισμό αθεμίτου περιουσιακού οφέλους άνω των 120.000 ευρώ, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 13α, 45, 46 παρ.1 β, 47 παρ.1 β, 94, 98, και 242 παρ. 3-1 του Π. Κ. Μετά την άσκηση εφέσεων των κατηγορουμένων, εκδόθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα της Συμβουλίου Εφετών Λάρισας, το οποίο δέχθηκε ότι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Βόλου προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 13 α Π. Κ. και συνακόλουθα της διάταξης του άρθρου 242 παρ.1, 3 Π.Κ., με το αιτιολογικό ότι μετά την κατάργηση του άρθρου 263 Α του Π.Κ. με την κύρωση του νέου Π.Κ., το οποίο επέκτεινε την έννοια του υπαλλήλου προς την κατεύθυνση της λειτουργικής έννοιας της δημόσιας υπηρεσίας, δεν είναι νοητή η ένταξη των κατηγορουμένων στην έννοια του υπαλλήλου του άρθρου 13 α’ Π.Κ. Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν Συμβούλιο, σύμφωνα με τις σκέψεις που προεκτέθηκαν, δεν ερμήνευσε ορθά την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 13 α Π.Κ., συνακόλουθα και τη διάταξη του άρθρου 242 Π.Κ. που απαιτεί υποκείμενο υπαλλήλου και, επομένως, εσφαλμένως δεν εφάρμοσε τις διατάξεις αυτές στο βούλευμα για την κρινόμενη περίπτωση των κατηγορουμένων, οι οποίοι ως υπάλληλοι της Δημοτικής Επιχείρησης Ύδρευσης — Αποχέτευσης Βόλου (Δ.Ε.Υ.Α.Μ.Β.) εντάσσονται στην ουσιαστική έννοια του υπαλλήλου του άρθρου 13 α’ Π.Κ. χωρίς την ενίσχυση (επέκταση η επικουρία) της προϊσχύσασας διάταξης του άρθρου 263 Α του Π.Κ. (Α Π.410/2015). Και τούτο διότι, όπως προκύπτει από το νομικό καθεστώς που τις διέπει, η ίδρυση των Δ.Ε.Υ.Α. με τη μορφή νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου επιβλήθηκε αποκλειστικά και μόνο από λόγους ευελιξίας ή προσαρμοστικότητας, χωρίς να αλλάζει το αντικείμενο των παρεχόμενων υπηρεσιών ή να καταργείται το προνομιακό καθεστώς τους (μονοπώλιο), η δε “ιδιωτικοποιημένη” οργανωτική μορφή τους δεν αναιρεί την ουσία της άσκησης δημόσιας υπηρεσίας, η οποία συνδέεται λειτουργικά με την εκτέλεση υπηρεσιών κοινής ωφελείας και μάλιστα στο πλαίσιο των σχετικών τοπικών υποθέσεων. Ενόψει της φύσης των καθηκόντων αυτών και με βάση το ουσιαστικό κριτήριο της άσκησης δημόσιας υπηρεσίας, οι υπάλληλοι των Δ.Ε.Υ.Α. εμπίπτουν στην έννοια του υπαλλήλου του άρθρου 13 α’ Π.Κ., η οποία πλαισιώνει κατά το υποκείμενο της τη διάταξη του άρθρου 242 Π.Κ, Κατόπιν όλων αυτών, ο από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. β’ Κ.Π.Δ. προβαλλόμενος λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, πρέπει να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, που έκριναν προηγουμένως (άρθρα 485 παρ.1, 519, 522 Κ.Π.Δ.).
Αναιρεί το βούλευμα με αριθμό 3Α13-1-2021 του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός αττό εκείνους που είχαν κρίνει προηγουμένως.—
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Σεπτεμβρίου 2021. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 14 Δεκεμβρίου 2021. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ