Περιπτώσεις απαραδέκτου προσφυγής κατά πραξης και διάταξης Εισ Πρωτ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ  ΕΦΕΤΩΝ ΛΑΡΙΣΑΣ

Αριθμός :…91/2021……………………

Δ Ι Α Τ Α Ξ Η

Ο Εισαγγελέας Εφετών Λάρισας

    Ι. Αφού λάβαμε υπόψη τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 25/2021 και με ημερομηνία κατάθεσης 19-10-2020 προσφυγή της Α. Τ. κατά των υπ’ αριθμό 1) ΒΧρ 486/2021 πράξης της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Λάρισας, και 2) ΕΓ5-19/59/62/27-10-21 διάταξης της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Λάρισας δυνάμει της οποίας απορρίφθηκε εν μέρει (κατ’ άρθρο 51 παρ.2 ΚΠΔ) η από 11-12-2017 (με στοιχεία ABM Δ17/1012) έγκλησή της, κατά των Β. Α., Μ. Α, Κ. Α., Σ. Α., Κ. Α και Γ. Σ., εκθέτουμε τα ακόλουθα: η κρινόμενη έκθεση προσφυγής συντάχθηκε από την Γραμματέα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Λάρισας την 19-10-21, ήτοι εντός της νομίμου προθεσμίας των δεκαπέντε ημερών από την επίδοση της προσβαλλομένης ως άνω με αριθ. 1 πράξης του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Λάρισας, (η οποία έλαβε χώρα την 04-10-21), ενώ όσον αφορά στην υπό στοιχ. 2) ως άνω προσφυγή της, αυτή ασκήθηκε από την νυν προσφεύγουσα την 13-05-21 κατά της με αριθ. ΕΓ5-19/59/62/27-10-20 διάταξης του Εισαγγελέα Πλημ/κών Λάρισας, ο οποίος με αυτήν είχε απορρίψει εν μέρει την με αριθ. Β. Μ. ….. έγκληση της προσφεύγουσας. Η τελευταία όμως με την από 10-6-21 δήλωσή της παραιτήθηκε από την ως άνω προσφυγή, έτσι ώστε ακολούθως να εκδοθεί η με αριθ. 56/2021 διάταξή μας, η οποία απέρριψε την τελευταία προσφυγή της ως απαράδεκτη, κατ’ εφαρμογή των άρθ. 52 και 476 παρ. 1 του ΚΠΔ. Κατέβαλε δε η προσφεύγουσα για την υπό  κρίση, το παράβολο των 250 ευρώ (σχετικό το υπ’ αριθμόν …… ηλεκτρονικό παράβολο, το οποίο πληρώθηκε), τέλος δε  περιέχει νόμιμο λόγο άσκησής της, δηλαδή την εσφαλμένη εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού.

    ΙΙ. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 52 ΚΠΔ (κυρωθέντος με το Ν 4620/2019) «1. Ο εγκαλών έχει δικαίωμα μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την επίδοση της διάταξης του εισαγγελέα πλημμελειοδικών σύμφωνα με τις παρ. 2 και 3 του προηγούμενου άρθρου, να προσφύγει κατά αυτής στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών. Η προσφυγή ασκείται με τον τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 474. 2. Η προσφεύγουσα υποχρεούται να καταθέσει παράβολο υπέρ του δημοσίου ποσού διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, το οποίο επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο πιο πάνω γραμματέας. Σε περίπτωση που υποβλήθηκε μία έγκληση από περισσότερους εγκαλούντες, κατατίθεται μόνο ένα παράβολο. Το ύψος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αν δεν κατατεθεί το παράβολο, η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη από τον εισαγγελέα εφετών. Εξαιρούνται από την υποχρέωση κατάθεσης παράβολου οι δικαιούχοι νομικής βοήθειας, όπως αυτοί προσδιορίζονται στο άρθρο 1 του ν. 3226/2004. 3. Αν ο εισαγγελέας εφετών δεχθεί την προσφυγή, παραγγέλλει είτε τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης αν πρόκειται για κακούργημα ή για πλημμέλημα για το οποίο αυτή είναι υποχρεωτική, εφόσον δεν έχει ήδη διενεργηθεί τέτοια εξέταση είτε την άσκηση ποινικής δίωξης στις λοιπές περιπτώσεις και διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στον καταθέσαντα αυτό.» Η κατά τη διάταξη του άρθρου 52 ΚΠΔ ( Ν 4620/2019) προσφυγή, η οποία επαναλαμβάνει την προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 48 ΚΠΔ, αποτελεί οιονεί ένδικο μέσο και επομένως εφαρμόζονται ανάλογα οι γενικές διατάξεις των άρθρων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που διέπουν τα ένδικα μέσα, εκτός εάν  προβλέπει διαφορετικά ο νόμος ή υπαγορεύει η ιδιαίτερη φύση αυτής (Ζησιάδη, Ποιν. Δικονομία, έκδ.1977, τόμ. Γ’, σελ. 94 – Μπουρόπουλου ΕρμΚΠΔ, έκδ. 1957, τόμ. Γ’, σελ. 127 – Λ. Μαργαρίτης, Ένδικα Μέσα, εκδ.1994, τόμ. Ι’, σελ. 9 – ΔιάτΕισΕφΠατρών 20/1993, ΕλλΔ/νη 1993.1599, ΔιάτΕισΕφΘεσ 31/1999, Αρμ 2000.557),  τόσο εκείνα που αφορούν στο σκοπό (έλεγχο της ορθότητας) και στη διαδικασία, όσο και εκείνα που αφορούν στα αποτελέσματά τους – μεταβιβαστικό, επεκτατικό και ανασταλτικό (ΔιατΕισΕφΠατρ 11/1993 ΠοινΧρ 1993.740).

    Έτσι όπως σε κάθε ένδικο μέσο, έτσι και στην περίπτωση της κατ’ άρθ. 52 του ΚΠΔ, προσφυγής, που συνιστά κατά τα προαναφερόμενα οιονεί ένδικο μέσο, ισχύει η αρχή της άπαξ ασκήσεώς της, ή αρχή ne bis in idem. Ακολούθως, στα πλαίσια του άρθ. 52 (48 κατά τον παλαιό ΚΠΔ), γίνεται δεκτό πως η τυχόν δεύτερη προσφυγή που ασκείται είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, και μάλιστα ανεξάρτητα από το εάν η πρώτη προσφυγή απορρίφθηκε για ουσιαστικούς ή τυπικούς λόγους, ή εάν επικαλείται τους ίδιους ή διαφορετικούς λόγους σε σχέση με την πρώτη ασκηθείσα (ΔιατΕφΘεσ 11/2002, Αρμ 2002.1073, ΔιατΕφΠατρ 11/1995, Υπερ1995.811, Χ. Σεβαστίδη, Ερμ ΚΠΔ, Τομ. Ι, σελ. 548, Μ. Μαργαρίτη ΕρμΚΠΔ, άρθ. 48 αριθ. 2, σελ. 92).  Περαιτέρω, η δεσμευτικότητα που παράγεται από την κατ’ άρθ. 51 απορριπτική διάταξη του Εισαγγελέα Πλημ/κών, με την έννοια του άρθ. 57 είναι περιορισμένη και ειδικότερα, χωρίς να παράγεται δεδικασμένο, υπό την έννοια του άρθ. 57 του ΚΠΔ, παράγεται δέσμευση ανάλογη με αυτό, χαρακτηριζόμενη ως οιονεί δεδικασμένο, το οποίο δίνει τη δυνατότητα στον εισαγγελέα πλημ/κών ν’ απορρίψει ως μη νόμιμη κάθε νέα υποβαλλόμενη έγκληση, βασιζόμενη στα ίδια πραγματικά περιστατικά ή σε επουσιώδη παραλλαγή ή συμπλήρωση αυτών και στα ίδια αποδεικτικά στοιχεία ή και σε ασήμαντη προσθήκη αυτών. Επίσης γίνεται δεκτό πως η διάταξη του εισαγγελέα πλημ/κών μπορεί να ανακληθεί είτε αυτεπαγγέλτως είτε μετά από αίτηση παντός ενδιαφερομένου. Αν υποβληθεί αίτηση για ανάκληση της απορριπτικής της έγκλησης διάταξης και ο εισαγγελέας κρίνει ότι δεν συντρέχουν σχετικοί λόγοι, απορρίπτει την αίτηση με απλή σημείωση στην αίτηση, ενώ εάν τυχόν εκδώσει (πλεονασματικώς) απορριπτική διάταξη, η τελευταία δεν προσβάλλεται με κανένα ένδικο μέσο, ούτε χωρεί κατ’ αυτής προσφυγή ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών, κατ’ άρθ. 52 του ΚΠΔ, η οποία είναι για το λόγο αυτό απορριπτέα ως απαράδεκτη (ΔιατΕισΕφΛαρ 134/2005, ΠοινΔικ2006.280, ΔιατΕισΕφΛαμ 47/2004, ΠοινΔικ 2004.1387, ΔιατΕισΕφΔυτΜακ 1/1993, ΠΧρ 1993.334, Χ. Σεβαστίδη, Ερμ ΚΠΔ, Τομ. Ι, σελ. 548-549)

    ΙΙΙ. Στην προκείμενη υπό κρίση περίπτωση η προσφεύγουσα, εγκαλούσα και δικαιούμενη σε παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας, με την υπό κρίση, με αριθ. 25/2021 προσφυγή της στρέφεται κατά των υπ’ αριθμό 1) ΒΧρ 486/2021 πράξης της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Λάρισας, και 2) ΕΓ5-19/59/62/27-10-21 διάταξης του Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Λάρισας δυνάμει της οποίας απορρίφθηκε εν μέρει (κατ’ άρθρο 51 παρ.2 ΚΠΔ) η από 11-12-2017 (με στοιχεία ABM Δ17/1012) έγκλησή της, κατά των Β. Α., Μ. Α, Κ. Α., Σ. Α., Κ. Α και Γ. Σ.

 Για να στηρίξει το παραδεκτό αυτής χαρακτηρίζει την πρώτη εξ αυτών, πράξη – διάταξη του άρθ. 51 του ΚΠΔ, ενώ όσον αφορά στη δεύτερη εξ αυτών, ζητεί την κατ’ ουσία εξέταση της με αριθ. 11/2021 προσφυγής της κατά της με αριθ. ΕΓ5-19/59/62/27-10-21 διάταξης της Εισαγγελέα Πλημ/κών Λάρισας, η οποία με αυτήν είχε απορρίψει εν μέρει την με αριθ. Β. Μ…… έγκληση της προσφεύγουσας. Η τελευταία όμως με την από 10-6-21 δήλωσή της παραιτήθηκε από την ως άνω προσφυγή, έτσι ώστε ακολούθως να εκδοθεί η με αριθ. 56/2021 διάταξή μας, η οποία απέρριψε την τελευταία προσφυγή της  ως απαράδεκτη κατ’ εφαρμογή των άρθ. 52 και 476 παρ. 1 του ΚΠΔ.

    Όσον αφορά στο πρώτο εκ των ως άνω αιτημάτων της προσφεύγουσας, και σε ακολουθία με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, είναι αυτό απαράδεκτο, καθώς στρέφεται κατά πράξης του Εισαγγελέα Πλημ/κών Λάρισας, με την οποία απορρίφθηκε σχετική από 17-6-2021 αίτησή της, για ανάκληση της απορριπτικής της ως άνω έγκλησής της διάταξης της Εισαγγελέως Πλημ/κών Λάρισας, και ανάσυρση της δικογραφίας, κατά τις διατάξεις των άρθ. 43 παρ. 6 και 51 παρ. 4 του ΚΠΔ, συνεπώς κατά της πράξης αυτής, δεν χωρεί κανένα ένδικο μέσο ή οιονεί ένδικο μέσο, ούτε βεβαίως και προσφυγή κατ’ άρθ. 52 του ΚΠΔ.

    Αλλά και όσον αφορά στο δεύτερο αίτημα της παρούσας, και αυτό, στη βάση των όσων προεκτέθηκαν, είναι απαράδεκτο αφού αδιαμφισβήτητα πρόκειται για δεύτερη προσφυγή, κατά της ίδιας διάταξης της εισαγγελέως Πλημ/κών (της με αριθ. ΕΓ5-19/59/62/27-10-21) η οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, με την προρηθείσα με αριθ. 56/2021 διάταξη μας, καθώς προηγήθηκε παραίτηση από αυτήν, την νυν  προσφεύγουσας, με την από 10-6-21 δήλωσή της, ενώ σε κάθε περίπτωση δεν συντρέχουν γι’ αυτήν οι προϋποθέσεις του παραδεκτού της ασκήσεώς της, καθώς η πρωτόδικη διάταξη αλλά και η διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών, έχουν επιδοθεί σε χρονικό διάστημα πολύ μεγαλύτερο του εκ του νόμου προβλεπομένου των 15 ημερών.

   Μετά ταύτα και σύμφωνα με τα προεκτεθέντα η υπό κρίση προσφυγή είναι απαράδεκτη, και ως προς τα δύο αιτήματά της.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

    ΑΠΟΡΡΙΠΤΟΥΜΕ ΩΣ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΗ τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 25/2021 και με ημερομηνία κατάθεσης 19-10-2020 προσφυγή της Α.Τ κατά των υπ’ αριθμό 1) ΒΧρ 486/2021 πράξης της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Λάρισας, και 2) ΕΓ5-19/59/62/27-10-21 διάταξης του Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Λάρισας δυνάμει της οποίας απορρίφθηκε εν μέρει (κατ’ άρθρο 51 παρ.2 ΚΠΔ) η από 11-12-2017 (με στοιχεία ABM Δ17/1012) έγκλησή της, κατά των Β. Α., Μ. Α, Κ. Α., Σ. Α., Κ. Α και Γ. Σ.

    ΔΙΑΤΑΣΣΟΥΜΕ την κατάπτωση υπέρ του Δημοσίου του παραβόλου (ποσού 250 ευρώ), που κατέθεσε η προσφεύγουσα.

Λάρισα, 05-11-2021

Ο Εισαγγελέας

Στέφανος Ζαρκαντζιάς Αντεισαγγελέας Εφετών