ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΕΦΕΤΩΝ ΛΑΡΙΣΑΣ
Αριθμός :71/2021
Δ Ι Α Τ Α Ξ Η
Ο Εισαγγελέας Εφετών Λάρισας
Ι. Αφού λάβαμε υπόψη τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 22/2021 και με ημερομηνία κατάθεσης 17-9-21, προσφυγή της Ι. Σ. του Χ. , κατά της υπ’ αριθμό ΕΓ10-21/…/… διάταξης της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Λάρισας, δυνάμει της οποίας απορρίφθηκε (κατ’ άρθρο 51 παρ.2 ΚΠΔ) η από 01-9-2020 (με στοιχεία ABM Ε20/…..) έγκλησή της, κατά των νομίμων εκπροσώπων, υπαλλήλων και προσκτηθέντων της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα, στην οδό ……………, του Α. Μ. , Διευθυντή της ως άνω τράπεζας στο υποκατάστημα της Τράπεζας Πειραιώς (Λάρισας Β’ 1255), επί. της οδού ………………, της Α. Γ., υπαλλήλου της ως άνω τράπεζας στο υποκατάστημα της Τράπεζας Πειραιώς (Λάρισας Β’ 1255), επί της οδού Ίωνος Δραγούμη 3 και του Γ.Π, με την ιδιότητα του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΘΕΣΣΑΛΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ» και με διακριτικό τίτλο «……………………………. Α.Ε.», που εδρεύει στη Νίκαια Λάρισας, εκθέτουμε τα ακόλουθα: η κρινόμενη έκθεση προσφυγής συντάχθηκε από την Γραμματέα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Λάρισας την 17-9-2021, ήτοι εντός της νομίμου προθεσμίας των δεκαπέντε ημερών από την επίδοση της προσβαλλομένης διάταξης (η οποία έλαβε χώρα την 03/09/2021,) με την καταβολή του παραβόλου των 250 ευρώ (σχετικό το υπ’ αριθμόν …………….. ηλεκτρονικό παράβολο, το οποίο πληρώθηκε), τέλος δε περιέχει νόμιμο λόγο άσκησής της, δηλαδή την εσφαλμένη εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού. Επομένως, εφόσον συντρέχουν όλες οι απαιτούμενες δικονομικές προϋποθέσεις, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω στην ουσιαστική βασιμότητά της (άρθρο 52 ΚΠΔ).
ΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση στην από 28-11-16 έγκλησή της, η εγκαλούσα εκθέτει πως στις 13.01.2020 επέδωσε στην ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα (……………..) και εκπροσωπείται νόμιμα στην προκειμένη περίπτωση από τον Διευθυντή του καταστήματος της στη Λάρισα, το από 13.01.2020 και ενώπιον παντός Δικαστηρίου απευθυνόμενο, κατασχετήριό της κατά της οφειλέτιδος της, ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΘΕΣΣΑΛΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΙΑΤΡΙΚΉΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ” και με διακριτικό τίτλο “……………………………. Α.Ε”, ως τρίτης, σύμφωνα με την υπ’αριθ.3·987Β’Λ3·0ΐ.2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Λάρισας, με έδρα το Πρωτοδικείο Λάρισας, Α.Κ. Με βάση το ως άνω κατασχετήριο κατάσχεσε αναγκαστικά, σύμφωνα με τα άρθρα 982 επ. ΚΠολ.Δ. σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 87-94 του ν.δ. 17-7/13-08.1923, εις χείρας της ως άνω Τράπεζας, ως τρίτης, κάθε περιουσιακό στοιχείο και δικαίωμα ή χρηματική απαίτηση της καθ’ ης, οφειλέτιδος της, ήτοι της ανώνυμης εταιρίας “……………………………. Α.Ε”, και η οποία προέρχεται από κάθε είδους συναλλαγή της με την Τράπεζα, μέχρι του ποσού των 8.995,65 €, μέχρι εξοφλήσεως της οφειλής της προς εκείνη. Με το ως άνω κατασχετήριο κοινοποίησε: α) αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της υπ’ αριθ. 378/28.11.2019 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου Λάρισας, και β) αντίγραφο της υπ’ αριθ. 3871 Β704.12.2019 έκθεσης επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Α.Κ . Επίσης, στις 14.01.2020 κοινοποίησε στην οφειλέτη της ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία “……………………………. Α.Ε”, το ως άνω από 13-01.2020 κατασχετήριο, σύμφωνα με την υπ’αριθ.3-990Β714.01.2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Λάρισας με έδρα το Πρωτοδικείο Λάρισας Α. Κ. Επί του ως άνω κατασχετηρίου η Τράπεζα Πειραιώς προέβη στις 21.01.2020 στην υπ’ αριθ.00439/2020 δήλωση τρίτου ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, σύμφωνα με το άρθρο 985 ΚΠολΔ, με την οποία δήλωσε ότι, υφίστανται προηγούμενες δεσμεύσεις δυνάμει κατασχετηρίου του κ. Κ. Π. που της επιδόθηκε στις 03.01.2020, καθώς και ότι, έχει συσταθεί ολικό ενέχυρο υπέρ PIRAEUS SNF DESIGNATED ACTIVITY COMPANY προγενέστερη του κατασχετηρίου σε ασφάλεια απαίτησης από την υπ’ αριθ.2029 CSS 2756067 σύμβαση δανείου, καθώς και ότι δεν υφίσταται κάποιο αποδοτέο ποσό στον πίνακα που συμπεριλαμβάνεται στην ως άνω δήλωση, υπέρ της ανωτέρω επιβληθείσας από την εγκαλούσα κατάσχεσης. Στις 28.01.2020 παρελήφθη από την αρμόδια υπάλληλο της Τράπεζας Πειραιώς, κ. Σ. Κ. ανάκληση της προηγηθείσας κατάσχεσης του κ. Κ. Π.. Συνεπώς η εγκαλούσα ισχυρίζεται ότι το γεγονός της ανωτέρω ανάκλησης του κατασχετηρίου από τον προηγούμενο από εκείνη δανειστή, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι, με την υπό κρίση κατάσχεσή της, δέσμευσε μελλοντικές απαιτήσεις από τους λογαριασμούς της οφειλέτη. εταιρίας, καθίσταται σαφές ότι, η δέσμευση καταλαμβάνει κάθε ποσό, που κατατίθεται στους λογαριασμούς του οφειλέτη του κατάσχοντας και μετά την επίδοση του κατασχετηρίου. Επομένως, στην περίπτωση αυτή η Τράπεζα, ως τρίτη, οφείλει να μην εξοφλήσει τυχόν μελλοντική οφειλή της από την εν λόγω έννομη σχέση, οπότε και ο οφειλέτης τρίτος είναι υποχρεωμένος να καταβάλει στον κατάσχοντα. Ωστόσο, στις 03.02.2020 και παρά το γεγονός ότι, σύμφωνα με τα αναλυτικά ανωτέρω ιστορούμενα, η Τράπεζα Πειραιώς είχε προβεί σε αρνητική δήλωση αναφορικά με το από 13.01.2020 κατασχετήριό της εγκαλούσας, αλλά ήταν υποχρεωμένη σε περίπτωση που εμφανιστεί μεταγενέστερα πιστωτικό υπόλοιπο να δεσμεύσει αυτό, η εγκαλούσα διαπίστωσε ότι δεν έπραξε τούτο. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι η οφειλέτης της εταιρία «……………………………. Α.Ε» αποδεδειγμένα πραγματοποίησε από τον με αριθμό GR900172614000………….. λογαριασμό χρέωσης που διατηρεί στην Τράπεζα Πειραιώς, και ήδη δεσμευμένου από εκείνη, κινήσεις μισθοδοσίας συνολικού ποσού περί τα 100.000 € αλλά και άλλες πληρωμές προς τρίτους, αποδεσμεύοντας συνολικά το ποσό των 200.000 € υπέρ αυτής, ήτοι σε χρόνο μεταγενέστερο της επιβληθείσης από την εγκαλούσα κατάσχεσης. Ακολούθως η εγκαλούσα απευθύνθηκε προς την Τράπεζα Πειραιώς προκειμένου να ενημερωθεί για την πορεία της υπόθεσής της και μετά από επικοινωνία που είχε με την Α.Γ και Α.Μ. (εδώ εγκαλούμενους), ενημερώθηκε ότι δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί λόγω υπάρξεως προσωρινής διαταγής επί αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων δυνάμει της οποίας απαγορευόταν κάθε πραγματική και νομική καταβολή της περιουσίας της καθ’ ης. εταιρίας «ΘΕΣΣΑΛΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ». Σύμφωνα δε με τους ισχυρισμούς της εγκαλούσας – προσφεύγουσας η ως άνω προσωρινή διαταγή δεν ασκεί καμία επιρροή στην ικανοποίηση της δικής της απαίτησης, ενώ οι πιο πάνω περιγραφείσες ενέργειες τόσο των αρμόδιων υπαλλήλων της τράπεζας Πειραιώς όσο και του νομίμου εκπροσώπου της οφειλέτιδος εταιρίας «……………………………. Α.Ε.», οδήγησαν στην ματαίωση της απαίτησής της.
ΙΙΙ. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 52 ΚΠΔ (κυρωθέντος με το Ν 4620/2019) «1. Ο εγκαλών έχει δικαίωμα μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την επίδοση της διάταξης του εισαγγελέα πλημμελειοδικών σύμφωνα με τις παρ. 2 και 3 του προηγούμενου άρθρου, να προσφύγει κατά αυτής στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών. Η προσφυγή ασκείται με τον τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 474. 2. Ο προσφεύγων υποχρεούται να καταθέσει παράβολο υπέρ του δημοσίου ποσού διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, το οποίο επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο πιο πάνω γραμματέας. Σε περίπτωση που υποβλήθηκε μία έγκληση από περισσότερους εγκαλούντες, κατατίθεται μόνο ένα παράβολο. Το ύψος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αν δεν κατατεθεί το παράβολο, η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη από τον εισαγγελέα εφετών. Εξαιρούνται από την υποχρέωση κατάθεσης παράβολου οι δικαιούχοι νομικής βοήθειας, όπως αυτοί προσδιορίζονται στο άρθρο 1 του ν. 3226/2004. 3. Αν ο εισαγγελέας εφετών δεχθεί την προσφυγή, παραγγέλλει είτε τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης αν πρόκειται για κακούργημα ή για πλημμέλημα για το οποίο αυτή είναι υποχρεωτική, εφόσον δεν έχει ήδη διενεργηθεί τέτοια εξέταση είτε την άσκηση ποινικής δίωξης στις λοιπές περιπτώσεις και διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στον καταθέσαντα αυτό.» Η κατά τη διάταξη του άρθρου 52 ΚΠΔ ( Ν 4620/2019) προσφυγή, η οποία επαναλαμβάνει την προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 48 ΚΠΔ, αποτελεί οιονεί ένδικο μέσο και επομένως εφαρμόζονται ανάλογα οι γενικές διατάξεις των άρθρων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που διέπουν τα ένδικα μέσα, εκτός εάν προβλέπει διαφορετικά ο νόμος ή υπαγορεύει η ιδιαίτερη φύση αυτής (Ζησιάδη, Ποιν. Δικονομία, έκδ.1977, τόμ. Γ’, σελ. 94 – Μπουρόπουλου Ερμ.ΚΠΔ, έκδ.1957, τόμ.Γ’, σελ.127 – Λ.Μαργαρίτης, Ένδικα Μέσα, εκδ.1994, τόμ.Ι’, σελ.9 – Διάτ. Εισ. Εφ. Πατρών 20/1993, Ελλ. Δ/νη 1993, σελ. 1599 – Διάτ. Εισ. Εφ. Θεσ. 31/1999, Αρμεν.2000, σελ. 557), τόσο εκείνα που αφορούν στο σκοπό (έλεγχο της ορθότητας) και στη διαδικασία, όσο και εκείνα που αφορούν στα αποτελέσματά τους – μεταβιβαστικό, επεκτατικό και ανασταλτικό ( ΔιατΕισΕφΠατρ 11/1993, ΠΧρ 1993.740).
Από τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του κυρωθέντος με το Ν. 4619/2019 και ισχύοντος από την 1η-7-2019 (άρθρο δεύτερο του Ν. 4619/2019) νέου ΠΚ, “αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου”. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, με την οποία καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου ουσιαστικού ποινικού νόμου, που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι το χρόνο της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, ως επιεικέστερος νόμος θεωρείται εκείνος που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή εκείνος, ο οποίος με την εφαρμογή του, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επιφέρει την ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Προς τούτο γίνεται σύγκριση των περισσότερων σχετικών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπονται από καθεμιά από αυτές. Αν από τη σύγκριση αυτή προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά εφαρμόζεται ο νεότερος επιεικέστερος νόμος. Επιεικέστερος είναι και ο νόμος, με τον οποίο προστίθενται νέα στοιχεία στο πραγματικό του προβλέποντος την αξιόποινη πράξη κανόνα δικαίου, εφόσον ωφελείται από αυτά ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 397 παρ. 1 του ισχύσαντος μέχρι την 30η-6-2019 ΠΚ, “ο οφειλέτης που με πρόθεση ματαιώνει ολικά ή εν μέρει την ικανοποίηση του δανειστή του βλάπτοντας, καταστρέφοντας ή καθιστώντας χωρίς αξία, αποκρύπτοντας ή απαλλοτριώνοντας χωρίς ισότιμο και αξιόχρεο αντάλλαγμα οποιοδήποτε περιουσιακό του στοιχείο, κατασκευάζοντας ψεύτικα χρέη ή ψεύτικες δικαιοπραξίες, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή, αν η πράξη δεν υπόκειται σε βαρύτερη ποινή σύμφωνα με άλλη διάταξη”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της καταδολίευσης δανειστών απαιτείται η ολική ή μερική ματαίωση της ικανοποίησης της απαίτησης του δανειστή με έναν από τους αναφερόμενους σ` αυτή (διάταξη) τέσσερις τρόπους, ήτοι: α) με βλάβη, καταστροφή ή εκμηδένιση της αξίας οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου, β) με απόκρυψη τέτοιου στοιχείου, γ) με απαλλοτρίωση χωρίς ισάξιο και αξιόχρεο αντάλλαγμα και δ) με δημιουργία ψευδών χρεών ή ψευδών δικαιοπραξιών από τον οφειλέτη. Οι τρόποι αυτοί δεν πρέπει να αντιφάσκουν μεταξύ τους. Μεταξύ του δράστη και του παθόντος πρέπει να υπάρχει σχέση δανειστή και οφειλέτη από κάποια νόμιμη αιτία. Δανειστής είναι κάθε πρόσωπο που έχει οποιαδήποτε βάσιμη και δικαστικά επιδιώξιμη περιουσιακή αξίωση κατά του οφειλέτη, χωρίς να απαιτείται να είναι αυτή ληξιπρόθεσμη, εκκαθαρισμένη και δικαστικώς αναγνωρισμένη ή να έχει επιδοθεί στον οφειλέτη αγωγή περί αυτής. Ως απαλλοτρίωση, κατά την ως άνω διάταξη, νοείται κάθε νομική διάθεση, με την οποία ο οφειλέτης αποχωρίζεται από τα περιουσιακά του στοιχεία, χωρίς ισότιμο και αξιόχρεο αντάλλαγμα, εφόσον με τη διάθεση αυτή αποκλείεται ή ματαιώνεται η δυνατότητα του δανειστή να ικανοποιήσει την απαίτησή του, ενώ ως ψευδής νοείται και η εικονική δικαιοπραξία, δηλαδή εκείνη που δεν γίνεται στα σοβαρά, αλλά μόνο φαινομενικά (άρθρο 138 παρ. 1 του ΑΚ). Για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση της ύπαρξης της απαίτησης του δανειστή από συγκεκριμένη νομική αιτία και τη θέληση του δράστη να ματαιώσει ολικά ή εν μέρει την ικανοποίηση της απαίτησης αυτής με ένα από τους ως άνω τρόπους. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 397 παρ. 2 του ισχύοντος από την 1η-7-2019 νέου ΠΚ, “με την ποινή της προηγούμενης παραγράφου (δηλαδή με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή) τιμωρείται και ο οφειλέτης ο οποίος εν γνώσει ματαιώνει ολικά ή εν μέρει την ικανοποίηση του δανειστή του που έχει σε βάρος του βέβαιη και εκκαθαρισμένη απαίτηση, αν ενόψει της επικείμενης εκπλήρωσης της υποχρέωσής του: α) βλάπτει, καταστρέφει, καθιστά χωρίς αξία, αποκρύπτει ή απαλλοτριώνει χωρίς ισότιμο και αξιόχρεο αντάλλαγμα οποιοδήποτε περιουσιακό του στοιχείο ή β) κατασκευάζει ψεύτικα χρέη ή ψεύτικες δικαιοπραξίες”. Με τη διάταξη αυτή προβλέπονται πρόσθετα και ωφελούντα τον κατηγορούμενο στοιχεία για την πλήρωση, με τους αναφερόμενους σ` αυτή (διάταξη) τρόπους, της αντικειμενικής υπόστασης της αξιόποινης πράξης της καταδολίευσης δανειστών. Ειδικότερα, απαιτείται πλέον: α) η απαίτηση του δανειστή κατά του οφειλέτη να είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη και β) η ολική ή μερική ματαίωση, με τους προβλεπόμενους στη διάταξη αυτή τρόπους, της ικανοποίησης της βέβαιης και εκκαθαρισμένης απαίτησης του δανειστή, να γίνεται ενόψει της επικείμενης εκπλήρωσης της υποχρέωσης του οφειλέτη. Εξάλλου, για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης της αξιόποινης αυτής πράξης απαιτείται πλέον η συνδρομή άμεσου δόλου, για τον οποίο χρειάζεται ειδική αιτιολογία, και δεν αρκεί ο ενδεχόμενος δόλος. Κατά συνέπεια, η διάταξη αυτή είναι επιεικέστερη από την αντίστοιχη διάταξη του ισχύσαντος μέχρι την 30η-6-2019 ΠΚ, μολονότι η προβλεπόμενη, από την εν λόγω διάταξη, ποινή για την πράξη αυτή είναι ίδια με εκείνη την οποία προέβλεπε η ως άνω αντίστοιχη διάταξη του ισχύσαντος μέχρι την 30η-6-2019 ΠΚ (φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή) (ΑΠ 1320/20, ΑΠ 712/20, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
ΙV. Στην προκείμενη περίπτωση, από την κρινόμενη έγκληση και από την αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων που συγκεντρώθηκαν κατά τη διάρκεια της διενεργηθείσας προκαταρκτικής εξέτασης, αξιολογούμενο κατά την αρχή της ηθικής απόδειξης (άρθρο 177 παρ.1 Κ.Π.Δ.) και ειδικότερα των εγγράφων που ενυπάρχουν στη δικογραφία, σε συνδυασμό με τις μαρτυρικές καταθέσεις και τις ανωμοτί εξηγήσεις των εγκαλουμένων, προκύπτουν τ’ ακόλουθα: Στις 13-01-20 επιβλήθηκε εις χείρας της Τράπεζας Πειραιώς ως τρίτης, αναγκαστική κατάσχεση από την εγκαλούσα κατά της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΘΕΣΣΑΛΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ Α.Ε.» και δ.τ «……………………………. Α.Ε.», μέχρι του ποσού των 8.995,65€. Για την ως άνω κατάσχεση, η Τράπεζα προέβη στις 21-01-20 στη με στοιχεία Π00439/2020 δήλωσή της, στην οποία δήλωσε ότι τα ποσά που αναφέρονται στη στήλη «βρέθηκε υπόλοιπο στο λογαριασμό» δεν είναι αποδοτέα, αφενός λόγω της προϋφιστάμενης της ανωτέρω, αναγκαστικής κατάσχεσης που επιβλήθηκε εις χείρας της Τράπεζας στις 03-01-20 από τον Κ. Π. μέχρι του ποσού των 756.793€, αφετέρου λόγω του προϋφιστάμενου της ως άνω κατάσχεσης, ενεχύρου υπέρ της Τράπεζας και ήδη υπέρ της PIRAEUS SNF DAC, στον υπ’αριθ.5941…………333 λογαριασμό της καθ’ ης η κατάσχεση. Δήλωσε επίσης, δεδομένου ότι η κατάσχεση επιβλήθηκε και για τις μελλοντικές απαιτήσεις της καθ’ ης., ότι υπό την επιφύλαξη της ολοσχερούς εξόφλησης του προϋφιστάμενου της κατάσχεσης κατασχετηρίου, της εξόφλησης του ενεχύρου και των προϋφιστάμενων της κατάσχεσης ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων της τράπεζας, ότι θα δεσμεύει και τις τυχόν υπάρχουσες μελλοντικές απαιτήσεις της καθ’ ης., μέχρι τη συμπλήρωση του ανωτέρω ποσού της κατάσχεσης. Στις 28-01-20 προσκομίστηκε στην τράπεζα εξώδικη δήλωση ανάκλησης της επιβληθείσας ως ανωτέρω από 03-01-20 αναγκαστικής κατάσχεσης από τον Κ. Π. κατά της καθ’ ης. Κατόπιν αυτού, το ευρισκόμενο στον υπ’ αριθ. 5614-…………….-195 λογαριασμό υπόλοιπο ποσού 7.165,08€, δεσμεύτηκε για το κατασχετήριο της εγκαλούσας. Από τις επόμενες πιστώσεις που έλαβαν χώρα στους λογαριασμούς της καθ’ ης, δεσμεύτηκε το ποσό των 1.830,57€ που υπολειπόταν για την εξόφληση του κατασχετηρίου της Ι.Σ. , ήτοι έχει δεσμευτεί το σύνολο του ποσού της κατάσχεσης, το οποίο και παραμένει δεσμευμένο. Εφόσον δεσμεύτηκε το ποσό της κατάσχεσης, τα υπερβάλλοντα αυτού ποσά, ήταν ελεύθερα και διαθέσιμα προς χρήση από την καθ’ ης. Συνεπώς, τα όσα αναφέρονται από την εγκαλούσα περί δήθεν παράνομης διάθεσης από την Τράπεζα του ποσού των 200.000 ευρώ στην καθ’ ης, δεν κρίνονται πειστικά. Περαιτέρω, στις 07-2-2020, κοινοποιήθηκε στην Τράπεζα η από 27.1.2020 προσωρινή διαταγή επί αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων της Χ. Μ. και λοιπών δέκα προσώπων, δυνάμει της οποίας απαγορεύτηκε κάθε πραγματική και νομική μεταβολή της περιουσίας της καθ’ ης εταιρείας «ΘΕΣΣΑΛΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ Α.Ε» μέχρι την έκδοση απόφασης επί της ως άνω αίτησης και υπό τον όρο να συζητηθεί αυτή στις 6.2.2020. Η συζήτηση της αίτησης αναβλήθηκε για την 20.2.2020 ενώ η ως άνω προσωρινή διαταγή, διατηρήθηκε σε ισχύ μέχρι την έκδοση απόφασης. Εν συνεχεία, η εγκαλούσα με την από 3.3.2020 αίτηση της προς υποκατάστημα της Τράπεζας στην Λάρισα, αιτήθηκε την απόδοση του κατασχεθέντος ποσού και ενημερώθηκε αρχικά προφορικά και στην συνέχεια και εγγράφως, σε απάντηση της από 11.3.2020 αίτησης της, ότι λόγω της ύπαρξης της ως άνω προσωρινής διαταγής η απόδοση δεν είναι δυνατή. Νομολογιακά έχει γίνει παγίως δεκτό πως κατά μεν το άρθρο 175 εδάφ. Α’ ΑΚ, η διάθεση ενός αντικειμένου είναι άκυρη, αν ο νόμος την απαγορεύει, κατά δε το επόμενο άρθρο 176, αν την απαγόρευση του προηγούμενου άρθρου έχει τάξει δικαστική απόφαση, ισχύει ό,τι και στην απαγόρευση από το νόμο. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 691 παρ. 2 και 700 παρ. 3 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η προσωρινή διαταγή που εκδίδεται από το δικαστήριο στα πλαίσια της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων και καθορίζει τα ασφαλιστικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν αμέσως, μέχρι να εκδοθεί η απόφαση, για την εξασφάλιση του δικαιώματος ή την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης, δεν είναι δικαστική απόφαση, αφού δεν περιέχει καμιά αυθεντική διάγνωση της έννομης σχέσης που ρυθμίζει, στερείται των κατά το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και 305 του ΚΠολΔ στοιχείων της δικαστικής απόφασης, που ανάγονται από το νόμο σε προϋποθέσεις του κύρους αυτής και επίσης δεν υποβάλλεται σε δημοσίευση, η οποία αποτελεί, κατά το άρθρο 313 παρ. 1 ΚΠολΔ, προϋπόθεση του υπαρκτού της δικαστικής απόφασης. Είναι όμως τίτλος εκτελεστός, από αυτούς που αναφέρονται στο άρθρο 904 παρ. 2 περ. ζ` Κ.Πολ.Δ. Περαιτέρω, τα ανωτέρω άρθρα 691 παρ. 2 και 700 παρ. 3 ΚΠολΔ ορίζουν, ότι οι προσωρινές διαταγές διαλαμβάνουν “τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν αμέσως έως την έκδοση της απόφασης του δικαστηρίου για την εξασφάλιση ή τη διατήρηση του δικαιώματος ή τη ρύθμιση της κατάστασης” και ότι “εκτελούνται μόλις καταχωριστούν, κάτω από την αίτηση ή στα πρακτικά, με βάση σημείωση του δικαστή που τις εξέδωσε”. Οι διατάξεις αυτές καθιερώνουν τη δεσμευτικότητα των προσωρινών διαταγών, με την έννοια ότι αρνούνται να προσδώσουν έννομες συνέπειες σε πράξεις που αντίκεινται στο περιεχόμενό τους και επιβάλλουν σιωπηρώς την ακυρότητα, ως κύρωση της παράβασής τους. Από αυτά παρέπεται, ότι αν το μέτρο που ορίστηκε με την προσωρινή διαταγή και παραβιάστηκε, συνίσταται στην απαγόρευση διάθεσης του πράγματος (μεταβολής της νομικής του κατάστασης), η μεταγενέστερη της προσωρινής διαταγής διάθεση (εκποίηση) πλήττεται με ακυρότητα, η οποία θεμελιώνεται όχι στο άρθρο 175 ΑΚ, αφού ο νόμος (άρθρα 691 παρ. 2 και 700 παρ. 3 ΚΠολΔ) δεν προβλέπει ακυρότητα της απαγορευμένης με προσωρινή διαταγή διάθεσης, αλλά στο άρθρο 176 ΑΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 691 παρ. 2 ΚΠολΔ, κατ’ αναλογία με τα ισχύοντα επί δικαστικής απόφασης, με την οποία προσομοιάζει, χωρίς να είναι η προσωρινή διαταγή. (ΟλΑΠ 17/09, ΑΠ 133/04, ΑΠ 866/04 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η δε παραβίαση της προσωρινής διαταγής από την Τράπεζα, θα συνιστούσε και ποινικό αδίκημα. Εν προκειμένω, με την ως άνω αναφερόμενη προσωρινή διαταγή, απαγορεύτηκε η νομική και η νομική και πραγματική μεταβολή της περιουσίας της καθ’ ης και δη και των τραπεζικών λογαριασμών της, άρα και οποιαδήποτε πράξη που θα συνιστούσε μεταβολή της κατάστασης των λογαριασμών της καθ’ ης, όπως θα ήταν η απόδοση στην κατασχούσα, η οποία θα είναι δυνατή όταν θα παύσει η ισχύς της προσωρινής διαταγής και εφόσον δεν υπάρχει άλλος νομικός λόγος μη δέσμευσης των λογαριασμών της καθ’ ης. Συνεπώς, η τράπεζα ενήργησε καθ’ όλα νόμιμα και ο μόνος λόγος που δεν ήταν δυνατή η απόδοση του κατασχεθέντος ποσού, είναι γιατί δεσμεύεται από την προσωρινή διαταγή με την οποία έχει απαγορευτεί μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης, κάθε πραγματική και νομική μεταβολή της περιουσίας της καθ’ ης η κατάσχεση εταιρείας. Σημειώνεται τέλος, ότι επί της άνω αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων εκδόθηκε εν τέλει η υπ’ αριθ. 68/24.3.2020 απόφαση του Ειρηνοδικείου Λάρισας η οποία απέρριψε την αίτηση της Χ. Μ. κλπ., το ποσό δε της άνω κατάσχεσης παραμένει δεσμευμένο υπέρ της εγκαλούσας.
V. Εξ όλων των ανωτέρω, δεν προέκυψε κανένα στοιχείο τέλεσης του αδικήματος της καταδολίευσης δανειστών από τους εγκαλούμενους υπαλλήλους της Τράπεζας Πειραιώς, όσο και της ηθικής αυτουργίας στην πράξη αυτή από τον εγκαλούμενο Πρόεδρο και Δ/νοντα σύμβουλο της οφειλέτιδος εταιρίας, της εγκαλούσας, τόσο ως προς τα στοιχεία της υποκειμενικής υπόστασης αυτού, ήτοι της ύπαρξης άμεσου δόλου για την τέλεσή του, όσο και των αντικειμενικών στοιχείων αυτού, ήτοι της ματαίωσης της ικανοποίησης του δανειστή με κάποιον από τους εκ του ποινικού νόμου, προβλεπόμενους τρόπους.
VI. Επειδή, από τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται παραπάνω και κατά την δική μας κρίση, δεν προέκυψε η ουσιαστική βασιμότητα της υπό κρίση έγκλησης και κατά συνέπεια, ορθά η Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Λάρισας, με την προσβαλλόμενη διάταξή της, απέρριψε την έγκληση του προσφεύγοντα κατά το σκέλος που αφορούσε στο της καταδολίευσης δανειστών και της ηθικής αυτουργίας σε αυτή.
Συνακόλουθα, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, σύμφωνα με το άρθρο 52 του ΚΠΔ και να διαταχθεί η κατάπτωση υπέρ του Δημοσίου του παραβόλου (ποσού 250 ευρώ), που η προσφεύγουσα κατέθεσε.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΕΧΟΜΑΣΤΕ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΟΥΜΕ τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2021 και με ημερομηνία κατάθεσης 17-9-21, προσφυγή της Ι. Σ. του Χ. , κατά της υπ’ αριθμό ΕΓ10-21/../.. διάταξης της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Λάρισας, δυνάμει της οποίας απορρίφθηκε (κατ’ άρθρον 51 παρ.2 ΚΠΔ) η από 01-9-2020 (με στοιχεία ABM Ε20/187) έγκλησή της, κατά των νομίμων εκπροσώπων, υπαλλήλων και προστηθένων της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα, στην οδό ………….., του Α.Μ., Διευθυντή της ως άνω τράπεζας στο υποκατάστημα της Τράπεζας Πειραιώς (Λάρισας Β’ 1255), επί. της οδού …………, της Α.Γ., υπαλλήλου της ως άνω τράπεζας στο υποκατάστημα της Τράπεζας Πειραιώς (Λάρισας Β’ 1255), επί της οδού Ίωνος Δραγούμη 3 και του Γ. Π. , με την ιδιότητα του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΘΕΣΣΑΛΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ» και με διακριτικό τίτλο «……………………………. Α.Ε.», που εδρεύει στη Νίκαια Λάρισας, για τα αδικήματα καταδολίευσης δανειστών και της ηθικής αυτουργίας σε αυτή, που φέρεται πως τέλεσαν οι ανωτέρω στη Λάρισα και κατά μήνες Ιανουάριο – Μάρτιο του 2020.
ΔΙΑΤΑΣΣΟΥΜΕ την κατάπτωση υπέρ του Δημοσίου του παραβόλου (ποσού 250 ευρώ), που κατέθεσε η προσφεύγουσα.
Λάρισα, 27-9-2021
Ο Εισαγγελέας
Στέφανος Ζαρκαντζιάς Αντεισαγγελέας Εφετών