Αρμοδιότητα Συμβουλίου Πλημμελειοδικών κατ΄ άρθρο 308 παρ. 1 Κ.Π.Δ. για να περατώσει την κύρια ανάκριση επί συρρεόντων κακουργημάτων αρπαγής (άρθρο 322 παρ. 1 εδ. β-α) και απόπειρας ληστείας (άρθρο 42 παρ. 1,83, 380 παρ. 1 Π.Κ.)

Αριθμός 163/2021

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΦΕΤΩΝ ΛΑΡΙΣΑΣ

(ΣΕ ΤΡΙΜΕΛΗ ΣΥΝΘΕΣΗ) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Ευαγγελία Καρδάση, Πρόεδρο Εφετών, Κωνσταντία Συροπούλου (Εισηγήτρια) και Χρήστο Ματσκίδη, Εφέτες.

Συνήλθε στο δωμάτιο διασκέψεων του Εφετείου την 20η Δεκεμβρίου 2021, με την παρουσία του Γραμματέα Κωνσταντίνου Ζούπα, για να σκεφθεί και να αποφανθεί επί της κάτωθι ποινικής υποθέσεως η οποία εισήχθη ενώπιον του με την υπ αριθμ. 146/2021 έγγραφη πρόταση της Αντεισαγγελέα Εφετών Λάρισας Λγορίτσας Καράτζιου και η οποία έχει ως ακολούθως:

ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΦΕΤΩΝ ΛΑΡΙΣΑΣ

Εισάγω στο Συμβούλιο σας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 30 παρ. 2, 4, 138 παρ.1 εδ. β, 316 παρ. 2, 317 παρ.1 περ.α, 318, 319, 479, 480 και ΚΠΔ., την υπ’αριθ. 13/17.12.2021 έκθεση εφέσεως του Εισαγγελέα Εφετών Λάρισας με τη συνημμένη ποινική ανακριτική δικογραφία κατά των l)(ov)H…. (επ)Κ….του A… 2) (ον)Η…Ν…. του R…..και 3) (ov)N….. Y…. του Q….., απάντων κατοίκων προσωρινά ….. Λάρισας και ήδη προσωρινά κρατουμένων στο Κατάστημα Κράτησης Λάρισας, και εκθέτω τα εξής:

Σύμφωνα με το άρθρο 464 εδ. α ΚΠΔ., «Ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα. Σε κάθε όμως περίπτωση είναι απαραίτητο ο δικαιούμενος να έχει συμφέρον για την άσκηση του ενδίκου μέσου». Σύμφωνα δε με το άρθρο 479 ΚΠΔ, «ο εισαγγελέας εφετών μπορεί να προσβάλει με έφεση οποιοδήποτε βούλευμα του συμβουλίου πλημμελειοδικών», έχοντας τη δυνατότητα να προβάλει κάθε λόγο, είτε νομικό είτε ουσιαστικό, χωρίς να περιορίζεται από τη σχετική περιοριστική ρύθμιση, που αφορά μόνο στον κατηγορούμενο (άρθρο 478 παρ. 1 ΚΠΔ, όπως αντικ. με άρθρο 144 ν. 4855/2021).

Κατά των ως άνω κατηγορουμένων ασκήθηκε ποινική δίωξη για τις πράξεις Α]της αρπαγής κατά συναυτουργία και κατά συρροή, Β]της απόπειρας ληστείας κατά συναυτουργία, Γ]της παράνομης οπλοφορίας κατά συναυτουργία, Δ]της οπλοχρησίας κατά συναυτουργία και Ε]της απλής σωματικής βλάβης κατά συναυτουργία [άρθρα 27,42 παρ. 1, 45, 83, 94 παρ. 1, 308 παρ. 1 εδ. α, 322 παρ. 1 εδ. β – α , 380 παρ. 1 ΠΚ, 1 παρ. 1 περ. αβ, 10 παρ.1, 13β [εκ παραδρομής παρατίθεται η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1, 8α], 14 ν. 2168/1993, όπως ισχύει], με την από 14.7.2021 παραγγελία του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Λάρισας προς την Ανακρίτρια του Α’ Τμήματος του Πρωτοδικείου Λάρισας, για τη διενέργεια κυρίας ανακρίσεως, όπως αυτή συμπληρώθηκε ως προς τον ορθό χαρακτηρισμό των πράξεων με την από 15.7.2021 πράξη του ανωτέρω Εισαγγελέα, σε συνέχεια της αυτεπάγγελτης προανάκρισης που διενεργήθηκε από το Αστυνομικό Τμήμα Τεμπών. Η κυρία ανάκριση περατώθηκε νομίμως σύμφωνα με το άρθρο 270 παρ. 1 εδ. α ΚΠΔ, με την απολογία των κατηγορουμένων και τη γνωστοποίηση του πέρατος αυτής στους πληρεξούσιους δικηγόρους και νόμιμους αντικλήτους τους, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 308 παρ. 4 ΚΠΔ, επιβλήθηκε δε, σε βάρος τους, προσωρινή κράτηση, δυνάμει των υπ’ αριθ. …./2021, …./2021 και …./2021 ενταλμάτων προσωρινής κράτησης της Ανακρίτριας του Α’ Τμήματος του Πρωτοδικείου Λάρισας, με ημερομηνία έναρξης της προσωρινής κράτησής τους την 13.7.2021 [ημερομηνία συλλήψεως τους]. Ακολούθως, η δικογραφία διαβιβάστηκε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Λάρισας, δυνάμει του υπ’ αριθ. πρωτ. 638/2021 εγγράφου της ανωτέρω Ανακρίτριας και υποβλήθηκε, εν συνεχεία, από αυτόν [τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Λάρισας], με το από 22.11.2021 έγγραφο του, στον Εισαγγελέα Εφετών Λάρισας, επειδή, κατά τη γνώμη του, συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση εφαρμογής της διαλαμβανόμενης στο άρθρο 309 ΚΠΔ εξαιρετικής διαδικασίας για την περάτωση της κυρίας ανακρίσεως. Ο Εισαγγελέας Εφετών Λάρισας, με το από 30.11.2021 έγγραφο του, επέστρεψε τη δικογραφία στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Λάρισας, προκειμένου η ουσιαστική περάτωση της κυρίας ανακρίσεως να κηρυχθεί από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Λάρισας δια βουλεύματος, κατά το άρθρο 308 παρ. 1 ΚΠΔ, με την επισήμανση ότι είναι αρμόδιο προς τούτο το εν λόγω Δικαστική Συμβούλιο, επειδή η πράξη της αρπαγής κατά συναυτουργία και κατά συρροή (άρθρα 45,94 παρ. 1,322 παρ. 1 εδάφ. β – α ΠΚ) επισύρει ποινή κάθειρξης (5-15 έτη), ενώ η πράξη της απόπειρας ληστείας κατά συναυτουργία (άρθρα 42 παρ. 1, 45, 380 παρ. 1 ΠΚ) επισύρει ποινή μειωμένη κατ* άρθρο 83 περ. γ ΠΚ (φυλάκιση τουλάχιστον 1 έτος ή κάθειρξη έως 8 έτη και χρηματική ποινή σε περίπτωση επιβολής κάθειρξης, κατ’ άρθρο 83 εδ. τελ ΠΚ), δηλαδή η πρώτη πράξη είναι μείζονος (και όχι ήσσονος) βαρύτητας σε σχέση με τη δεύτερη και ως εκ τούτων δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 309 παρ. 1, 2 και 4 ΚΠΔ για τυχόν εισαγωγή της υπόθεσης με απευθείας κλήση στο ακροατήριο του αρμόδιου καθ’ ύλη και κατά τόπο Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας (άρθρα 111 παρ. 5,128 περ. α, 129 παρ. 1, 2 εδ. α ΚΠΔ), εφόσον ήθελε κριθεί ότι συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή των κατηγορουμένων. Ακολούθως, η δικογραφία εισήχθη ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λάρισας, το οποίο με το προσβαλλόμενο υπ’αριθ. 532/207.1 βούλευμα, κήρυξε εαυτό αναρμόδιο για την ουσιαστική περάτωση της κυρίας ανακρίσεως στη με ΑΒΜ Φ2021/….. δικογραφία που σχηματίσθηκε σε βάρος των κατηγορουμένων για τις αξιόποινες πράξεις της απόπειρας ληστείας κατά συναυτουργία, της αρπαγής κατά συναυτουργία και κατά συρροή, της παράνομης οπλοφορίας, της οπλοχρησίας και της απλής σωματικής κάκωσης, κατ’ άρθρο 308 ΚΠΔ, δεχόμενο ότι συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 309 ΚΠΔ [εκ παραδρομής δεν αναφέρονται οι πλημμεληματικές πράξεις ως τελεσθείσες κατά συναυτουργία, μετά τη συμπληρωματική ποινική δίωξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Λάρισας]. Ειδικότερα το εκ&ίλούμενο βούλευμα, με επιτρεπτή εξ ολοκλήρου αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε ότι «για να κριθεί ποιο από τα δύο αδικήματα είναι βαρύτερο και κατά συνέπεια ποιο όργανο είναι αρμόδιο να κηρύξει το ουσιαστικό πέρας της κυρίας ανάκρισης, θα ληφθεί υπόψη η ποινή την οποία ο νόμος ορίζει για το τετελεσμένο έγκλημα, διότι αυτή προσδιορίζει την βαρύτητα τούτου και όχι η ηπιότερη ποινή της απόπειρας, η οποία ως ειδικότερη μορφή εμφάνισης του εγκλήματος δεν αποτελεί για τον νομοθέτη κριτήριο καθορισμού της βαρύτητας αυτού. Έχοντας δε προς σύγκριση τα πιο πάνω εγκλήματα της αρπαγής κατά συναυτουργία και κατά συρροή με απειλούμενη ποινή κάθειρξη 5-15 έτη και της ληστείας κατά συναυτουργία με απειλούμενη ποινή κάθειρξη 5- 15 ετών και χρηματική ποινή, όπως αποτυπώνονται αφηρημένα στον νόμο με την απειλούμενη για το τετελεσμένο έγκλημα ποινή, έκρινε ότι η αρπαγή είναι ήσσονος βαρύτητας έγκλημα σε σχέση με τη ληστεία, για την οποία ο νόμος απειλεί σωρευτικά και τη χρηματική ποινή, εκτός από την ισοβαρή στερητική της ελευθερίας ποινή και εν τέλει αποφάνθηκε ότι το ουσιαστικό πέρας της κυρίας ανακρίσεως θα πρέπει να κηρυχθεί με την κατ’ εξαίρεση προβλεπόμενη διαδικασία του άρθρου 309 ΚΠΔ, καθόσον, αφενός μεν η ληστεία είναι ένα από τα ρητώς απαριθμούμενα εγκλήματα στη οιάταξη αυτή, αφετέρου δε, είναι αυτή που θα καθορίσει εν προκειμένω τον τρόπο της ουσιαστικής περάτωσης ως βαρύτερη της αρπαγής, ενόψει της απειλής ισοϋψούς μεν καθείρξεως με την τελευταία, σωρευτικά όμως με χρηματική ποινή».

Κατά του ανωτέρω βουλεύματος ο Εισαγγελέας Εφετών Λάρισας άσκησε την υπό κρίση έφεση εμπροθέσμως, δηλαδή εντός της προβλεπόμενης μηνιαίας προθεσμίας από την έκδοση του βουλεύματος [άρθρο 480 εδ. α σε συνδ με άρθρο 306 εδ. τελ. ΚΠΔ] και νομοτύπως, σύμφωνα με τις προβλέψεις του άρθρου 474 παρ. 1 και 4 ΚΠΔ, με δήλωση στην αρμόδια Γραμματέα του Πρωτοδικείου Λάρισας για την οποία συντάχθηκε η ως άνω υπ’αριθ. 13/17.12.2021 έκθεση εφέσεως που υπογράφεται από την εκκαλούσα Αντεισαγγελέα Εφετών που αναπληρώνει τον κωλυόμενο Εισαγγελέα Εφετών Λάρισας και την προαναφερόμενη Γραμματέα, με το ακόλουθο περιεχόμενο: «Στη Λάρισα,— σήμερα, στις 17.12.2021, ημέρα Παρασκευή και ώρα 10.30, εμφανίσθηκε σε μένα τη Γραμματέα του Πρωτοδικείου Λάρισας Χριστίνα – Ερυσσούλα Κρήτα, η Αντεισαγγελέας Εφετών Αγορίτσα Καράτζιου, επειδή κωλύεται ο Εισαγγελέας Εφετών Λάρισας και μου δήλωσε ότι εκκαλεί ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας, σύμφωνα με το άρθρο 479 ΚΠΔ, το υπ’αριθ. 532/2021 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λάρισας που εκδόθηκε στις 13.12.2021, με το οποίο το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Λάρισας κήρυξε εαυτό αναρμόδιο για την ουσιαστική περάτωση της κυρίας ανακρίσεως στη με ΑΒΜ Φ2021/…… δικογραφία που σχηματίσθηκε σε βάρος των κατηγορουμένων 1 ov)H…….(επ)Κ… του A….., 2)(ον)Η….. (επ)Ν….. του R…..και 3) (ον)Ν….. (επ)Υ του Q…., κατοίκων προσωρινά Δομής Κουτσόχερου Λάρισας και ήδη προσωρινά κρατουμένων στο Κατάστημα Κράτησης Λάρισας, για τις αξιόποινες πράξεις της απόπειρας ληστείας κατά συναυτουργία, της αρπαγής κατά συναυτουργία και κατά συρροή, της παράνομης οπλοφορίας, της οπλοχρησίας και της απλής σωματικής κάκωσης [των τριών τελευταίων κατά συναυτουργία], κατ’ άρθρο 308 ΚΠΔ, δεχόμενο ότι συντρέχει στην ανωτέρω υπόθεση περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 309 ΚΠΔ. Ειδικότερα το εκκαλούμενο βούλευμα, με επιτρεπτή εξ ολοκλήρου αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε εσφαλμένα ότι «για να κριθεί ποιο από τα δύο αδικήματα [της απόπειρας ληστείας κατά συναυτουργία ή της αρπαγής κατά συναυτουργία και κατά συρροή] είναι βαρύτερο και κατά συνέπεια ποιο όργανο είναι αρμόδιο να κήρυξα το ουσιαστικό πέρας της κυρίας ανάκρισης, θα ληφθεί υπόψη η ποινή, την οποία ο νόμος ορίζει για το τετελεσμένο έγκλημα, διότι αυτή προσδιορίζει την βαρύτητα τούτου και όχι η ηπιότερη ποινή της απόπειρας, η οποία ως ειδικότερη μορφή εμφάνισης του εγκλήματος δεν αποτελεί για τον νομοθέτη κριτήριο καθορισμού της βαρύτητας αυτού. Έχοντας δε προς σύγκριση τα πιο πάνω εγκλήματα της αρπαγής κατά συναυτουργία και κατά συρροή [άρθρα 45, 94 παρ. 1, 322 παρ. I εδ. β-α ΠΚ], με απειλούμενη ποινή κάθειρξη 5-15 έτη και της ληστείας κατά συναυτουργία [άρθρα 45, 380 παρ. 1 ΠΚ], με απειλούμενη ποινή κάθειρξη 5-15 ετών κοα χρηματική ποινή, όπως αποτυπώνονται αφηρημένα στον νόμο με την απειλούμενη για το τετελεσμένο έγκλημα ποινή, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Λάρισας έκρινε ότι η αρπαγή είναι ήσσονος βαρύτητας έγκλημα σε σχέση με τη ληστεία, για την οποία ο νόμος απειλεί σωρευτικά και τη χρηματική ποινή, εκτός από την ισοβαρή στερητική της ελευθερίας ποινή και εν τέλει αποφάνθηκε ότι το ουσιαστικό πέρας της κυρίας ανακρίσεως θα πρέπει να κηρυχθεί με την κατ’ εξαίρεση προβλεπόμενη διαδικασία του άρθρου 309 ΚΠΔ, καθόσον, αφενός μεν η ληστεία είναι ένα από τα ρητώς απαριθμούμενα εγκλήματα στη διάταξη αυτή, αφετέρου δε, είναι αυτή που θα καθορίσει εν προκειμένω τον τρόπο της ουσιαστικής περάτωσης [της κυρίας ανακρίσεως] ως βαρύτερη της αρπαγής, ενόψει της απειλής ισοϋψούς μεν καθείρξεως με την τελευταία, σωρευτικά όμως με χρηματική ποινή», ενώ θα έπρεπε να δεχθεί ότι στην υπό κρίση υπόθεση αρμόδιο για να κηρύξει το πέρας της κυρίας ανακρίσεως είναι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Λάρισας [άρθρο 308 παρ. 1 ΚΠΔ1, δεδομένου ότι η πράξη της αρπαγής κατά συναυτουργία και κατά συρροή [άρθρα^; 94 παρ.1, 322 παρ. 1 εδ. β – α ΠΚ] επισύρει ποινή κάθειρξης [5-1 5 έτη], ενώ η πράξη της απόπειρας ληστείας κατά συναυτουργία [άρθρα 42 παρ. 1, 380 παρ. 1 ΠΚ] επισύρει ποινή μειωμένη κατ’ άρθρο 83 περ. γ ΠΚ [φυλάκιση τουλάχιστον 1 έτος ή κάθειρξη έως 8 έτη και χρηματική ποινή σε περίπτωση επιβολής κάθειρξης, κατ’ άρθρο 83 εδ. τελ. ΠΚ], δηλαδή η πρώτη πράξη είναι μείζονος [και όχι ήσσονος] βαρύτητας σε σχέση με τη δεύτερη, συνακολούθως δε, δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 309 παρ. 1 ΚΠΔ. για την κατ’ εξαίρεση περάτωση της κυρίας ανακρίσεως και τυχόν εισαγωγή της υπόθεσης με απευθείας κλήση στο ακροατήριο του αρμόδιου καθ’ ύλη και κατά τόπο Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας [άρθρα 111 παρ. 5,128 περ. α, 129 παρ.1,2 εδ. α ΚΠΔ], εφόσον ήθελε κριθεί ότι συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή των κατηγορουμένων. Κατόπιν τούτων, ζητεί να γίνει δεκτή η ανωτέρω έφεση, να εξαφανισθεί το εκκαλούμενο βούλευμα και να κηρυχθεί αρμόδιο το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Λάρισας για την ουσιαστική περάτωση της κυρίας ανακρίσεως στη με ΑΒΜ Φ2021/107 δικογραφία που σχηματίσθηκε σε βάρος των κατηγορουμένων 1 )(ov)H… (επ)Κ….του A….., 2) (ον)Η….N…. του R… και 3)(ov)N… Υ…του Q…., για τις αξιόποινες πράξεις της απόπειρας ληστείας κατά συναυτουργία, της αρπαγής κατά συναυτουργία και κατά συρροή, της παράνομης οπλοφορίας, της οπλοχρησίας και της απλής σωματικής κάκωσης [των τριών τελευταίων κατά συναυτουργία]». Η ανωτέρω έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω κατ ουσία.

Σύμφωνα με το άρθρο 308 παρ. 1 εδ. α ΚΠΔ, όπως αντικ. με άρθρο 33 παρ. 7 ν. 4637/2019, «Το τέλος της κύριας ανάκρισης κηρύσσεται από το συμβούλιο πλημμελειοδικών με βούλευμα». Σύμφωνα δε με το άρθρο 3C9 παρ. 1 ΚΠΔ «Κατ εξαίρεση, στις περιπτώσεις των κακουργημάτων: του ν.δ. 86/1969, των νόμων 998/1979, 2168/1993, 2960/2001, 4002/2011 (άρθρο 52), 4139/2013, 4174/2013 και 4251/2014, καθώς και των άρθρων 374 και 380 ΠΚ εφόσον η υπόθεση ανήκει στην καθ’ύλην       αρμοδιότητα του μονομελούς ή τριμελούς εφετείου, μετά την περάτηντη -της ανάκριπης. Η δικογραφία υποβάλλεται από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος, αν κρίνει ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή της υπόθεσης στο ακροατήριο και ότι” δεν χρειάζεται να συμπληρωθεί η ανάκριση, προτείνει στον πρόεδρο εφετών να εισαχθεί η υπόθεση, μαζί με τα τυχόν ήσσονος βαρύτητας συναφή εγκλήματα, απευθείας στο ακροατήριο. Οι διατάξεις των άρθρων 128 και 129 εφαρμόζονται αναλόγως και σε τούτη την περίπτωση». Η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 309 παρ. 1 ΚΠΔ, που εκτάγει ως τρόπο περάτωσης της κύριας ανάκρισης την από τον Εισαγγελέα Εφετών, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του Προέδρου Εφετών, απευθείας κλήση στο ακροατήριο για τα διαλαμβανόμενα, περιοριστικά, στο άνω άρθρο, κακουργήματα, καταλαμβάνει όλα τα συναφή πλημμελήματα και από τα συναφή κακουργήματα μόνο όσα τιμωρούνται ηπιότερα σε σχέση με τα υπαγόμενα στην κατ’ εξαίρεση αυτή διαδικασία, ενώ αντιθέτως, όταν το συναφές κακούργημα τιμωρείται αυστηρότερα, η θεσπιζόμενη γι’ αυτό διαδικασία παραπομπής ακολουθείται και για τα κακουργήματα, που υπάγονται στο άρθρο 309 του νέου ΚΠΔ και τιμωρούνται ηπιότερα, παραμεριζομένης της κατ’ εξαίρεση διαδικασίας παραπομπής του κατηγορουμένου με απευθείας κλήση. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 322 παρ. 1 εδ. α και β ΠΚ, «1. Όποιος με εξαπάτηση, βία ή απειλή βίας συλλαμβάνει, απάγει ή παράνομα κατακρατεί άλλον, έτσι ώστε να τον «πσστερεί από την προστασία της πολιτείας και ιδίως όποιος περιάγει άλλον σε ομηρία ή σε άλλη παρόμοια κατάσταση στέρησης της ελευθερίας, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη. Αν η πράξη έγινε με σκοπό να εξαναγκαστεί ο παθών ή κάποιος άλλος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή για την οποία δεν υπάρχει υποχρέωση του, επιβάλλεται κάθειρξη, εφόσον η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με βάση τους κανόνες της συρροής». Κατά το άρθρο 380 παρ. 1 ΠΚ, «1 .’Οποιος με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής αφαιρεί από άλλον ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα ή τον εξαναγκάζει να του to παραδώσει για να το ιδιοποιηθεί παράνομα, τιμωρείται με κάθειρξη και χρηματική ποινή». Κατά το άρθρο 42 παρ. 1 ΠΚ, «1. Όποιος, έχοντας αποφασίσει να τελέσει έγκλημα, αρχίζει να εκτελεί την περιγραφόμενη στο νόμο αξιόποινη πράξη, τιμωρείται, αν to έγκλημα δεν ολοκληρώθηκε, με μειωμένη ποινή (άρθρο 83)». Τέλος, κατά το άρθρο 83 ΠΚ, όπως αντικ. με άρθρο 7 ν. 4855/2021, « Όπου στον νόμο προβλέπεται μειωμένη ποινή χωρίς άλλο προσδιορισμό, το πλαίσιο της καθορίζεται ως εξής: α) αντί για την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, επιβάλλεται κάθειρξη, β) αντί για την ποινή της κάθειρξης τουλάχιστον δέκα (10) ετών, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών ή κάθειρξη έως οκτώ (8) έτη, γ) αντί για την ποινή της κάθειρξης επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους ή κάθειρξη fxnc οκτώ (8) έτη, δ) αντί  την πηνή της κάθειρξης έως δέκα (10) έτη επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους ή κάθειρξη έως έξι (6) έτη, ε) σε κάθε άλλη περίπτωση, ο δικαστής μειώνει την ποινή ελεύθερα έως τό ελάχιστο όριό της. Αν ο νόμος προβλέπει σωρευτικά ποινή φυλάκισης και χρηματική ποινή, μπορεί να επιβληθεί και μόνο η τελευταία». Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Κύρωση του Ποινικού Κώδιχα» [σελ.14], «…Στον ορισμό της απόπειρας έχουν υιοθετηθεί σημαντικές αλλαγές. Στην παρ. 1 προσδιορίζεσαι ειδικότερα με μεγαλύτερη σαφήνεια το περιεχόμενο της αρχής εκτέλεσης ματος, ώστε να είναι πλέον σαφές ότι το έγκλημα μπορεί να θεωρηθεί ότι βρίσκεται σε απόπειρα μόνο όταν έχει πραγματωθεί ένα τμήμα της αντικειμενικής του υπόστασης. Με τον τρόπο αυτό η ποινή της απόπειρας συναρτάται με την πράξη που έχει τελεστεί και όχι με τον δόλο του υπαιτίου. Η πραγμάτωση των όρων της αντικειμενικής υπόστασης, εξάλλου, δεν είναι νοητή μόνο στις περιπτώσεις που στον νόμο περιγράφεται αναλυτικά ο τρόπος τέλεσης της πράξης ή της παράλειψης, όπως λ.χ. συμβαίνει στα εγκλήματα της κλοπής ή της απάτης. Τούτο είναι εφικτό ακόμη κι όταν ο ακριβής τρόπος τέλεσης δεν περιγράφεται στον νόμο, όπως λ.χ. συμβαίνει στο έγκλημα της ανθρωποκτονίας ή της σωματικής βλάβης. Στις περιπτώσεις αυτές ο δράστης αρχίζει να εκτελεί την περιγραφόμενη στον νόμο πράξη όταν έχει εξαπολύσει κατά του εννόμου αγαθού την ενέργεια η οποία, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, είναι ικανή να επιφέρει την αξιόποινη βλάβη αν δεν ανακοπεί από άλλη πράξη του ιδίου ή τρίτου ή από επιγενόμενο τυχαίο γεγονός, όπως λ.χ. όταν πυροβολεί προς την πλευρά του θύματος, του επιτίθεται με μαχαίρι κλπ. Ουσιώδης είναι επίσης η παρέμβαση σε ό,τι αφορά την ποινική κύρωση της απόπειρας. Η ισχύουσα διάταξη [ενν.του προϊσχύσαντος ΠΚ] παρέχει στο δικαστήριο τη δυνατότητα να επιβάλει για την απόπειρα πλήρη την ποινή του ολοκληρωμένου εγκλήματος. Η διάταξη αυτή έχει επικριθεί από τη θεωρία για δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος είναι ότι η απόπειρα έχει σε κάθε περίπτωση μειωμένο άδικο σε σχέση με το ολοκληρωμένο έγκλημα και για τον λόγο αυτό παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας όταν προσφέρεται στον δικαστή η δυνατότητα να την αντιμετωπίσει με πλήρη ποινή. Ο δεύτερος και ουσιωδέστερος λόγος είναι ότι η ποινή, με βάση το άρθρο 7 του Συντάγματος, συνδέεται με την πράξη που έχει τελεστεί και όχι με προγνωστικές κρίσεις σχετικά με τη συμπεριφορά του δράστη στο μέλλον. Για τους λόγους αυτούς, η σχετική ευχέρεια του δικαστηρίου καταργείται στο παρόν Σχέδιο». Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι στο άρθρο 42 παρ. 1 του νέου ΠΚ, θεμελιώνεται ένας υποχρεωτικός λόγος μείωσης της ποινής στα εν απόπειρα εγκλήματα, σε αντίθεση με τη δυνητική μείωση, στην οποία μπορούσε να προβεί το δικαστήριο σύμφωνα με τις προβλέψεις του άρθρου 42 παρ. 1 και 2 του προΐσχόσαντος ΠΚ. Η ως άνω νέα πρόβλεψη του άρθρου 42 παρ. 1 του νέου ΠΚ βρίσκεται σε συνέπεια με το μειωμένο άδικο της απόπειρας σε σχέση με την ολοκληρωμένη πράξη και την αρχή της αναλογικότητας, όπως ρητά αναφέρεται και στην Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου για την κύρωσή του, εισάγοντας έναν επιμετρητικό κανόνα υποχρεωτικής μείωσης της ποινής. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 19 ΠΚ, «Αν μια πράξη που εκδικάστηκε είναι κακούργημα ή πλημμέλημα, κρίνεται με βάση τη βαρύτερη ποινή που καθορίζεται από τον νόμο γι’ αυτή και όχι με βάση την τυχόν ελαφρότερη ποινή που επέβαλε ο δικαστής λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων (άρθρο 84) ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο μείωσης της ποινής σύμφωνα με το άρθρο 83». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τον χαρακτηρισμό μιας αξιόποινης πράξης που εκδικάστηκε ως κακούργημα ή πλημμέλημα, λαμβάνεται υπόψη η βαρύτερη ποινή που καθορίζεται από τον νόμο και όχι η ελαφρότερη που τυχόν επιβλήθηκε από το δικαστήριο λόγω της συνδρομής στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικών περιστάσεων ή άλλων λόγων μείωσης της ποινής κατά το άρθρο 83 ΠΚ, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η απόπειρα. Ενδεχόμενη ελαφρότερη ποινή που θα επιβληθεί από το δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής και συνακόλουθη μείωση της για κάποιον από τους λόγους των άρθρων 83 και 84 ΠΚ, δεν επηρεάζει τον χαρακτήρα του εγκλήματος, σε αντίθεση με την περίπτωση κατά την οποία η επιβληθείσα ποινή είναι μειωμένη σε σχέση με την αφηρημένα προβλεπόμενη από τον νομοθέτη, αλλά για διαφορετικό λόγο από τους αναφερόμενους στα άρθρα 83 και 84 ΠΚ, η οποία μεταβάλλει το χαρακτήρα της πράξης, όπως συμβαίνει με τις προνομιούχες ή διακεκριμένες μορφές του βασικού εγκλήματος, ^ στο άρθρο 49 παρ. 2 ΠΚ και στις ειδικά προβλεπόμενες από συγκεκριμένη αντικειμενική υπόσταση εγκλήματος ελαφρυντικές περιστάσεις (λ.χ. άρθρα 207 παρ. 3, 208 παρ. 1 εδ. τελ ΠΚ). Συνεπώς, ο χαρακτηρισμός της πράξης ως κακουργήματος ή πλημμελήματος εξαρτάται πράγματι από την ποινή που προβλέπει αφηρημένα ο ποινικός νομοθέτης για την ολοκληρωμένη αυτουργική τέλεση ενός εγκλήματος [Χαραλαμπάκης, Ο Νέος Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, υπό άρθρο 19 παρ. 2]. Η εν απόπειρα πράξη, όπως και η πράξη του συμμέτοχου, δεν αποτελεί ιδιαίτερο έγκλημα, αλλά μορφή εμφανίσεως του εγκλήματος και ως εκ τούτου προσλαμβάνει τον χαρακτήρα του κακουργήματος ή πλημμελήματος, από την ποινή που απειλείται στον νόμο για το τετελεσμένο έγκλημα ή για την πράξη του αυτουργού, αντιστοίχως [ΟλΑΠ 18/2001, ΝΟΜΟΣ}. Επισημαίνεται όμως ότι ενόψει της υποχρεωτικότητας της μείωσης της ποινής σε περίπτωση απόπειρας και της απόλυτης κατάργησης της ευχέρειας του Δικαστηρίου να επιβάλει την ποινή που προβλέπει αφηρημένα ο ποινικός νομοθέτης για την ολοκληρωμένη αυτουργική τέλεση ενός εγκλήματος, κρίσιμο μέγεθος για τον χαρακτηρισμό της πράξης της απόπειρας ληστείας [άρθρο 42 παρ. 1,380 παρ. 1 ΠΚ], που -ενδιαφέρει εν προκειμένω, ως ήσσονος βαρύτητας σε σχέση με την πράξη της αρπαγής, η οποία τιμωρείται με κάθειρξη [5-15 ετών ] κατ’ άρθρο 322 παρ. 1 εδ. β-α ΠΚ είναι το πλαίσιο ποινής που προβλέπεται για την πράξη αυτή [της απόπειρας ληστείας} σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 περ.γ ΠΚ και όχι η ποινή που προβλέπεται για την τετελεσμένη πράξη της ληστείας, κατ’άρθρο 380 παρ. 1 ΠΚ [κάθειρξη 5-15 ετών και χρηματική· ποηίή]. Με τη διάταξη του άρθρου 309 παρ. 1 ΚΠΔ προβλέπεται ρητώς η εξαιρετική διαδικασία της περάτωσης της κυρίας ανακρίσεως, μεταξύ άλλων και για το κακούργημα του άρθρου 380 ΠΚ, εφόσον συρρέει με ήσσονος βαρύτητας συναφή εγκλήματα, πλην όμως στην υπό κρίση υπόθεση η διωκόμενη πράξη της αρπαγής κατά συναυτουργία και κατά συρροή είναι μείζονος και όχι ήσσονος βαρύτητας, σε σχέση με την απόπειρα ληστείας κατά συναυτουργία, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, η απόπειρα ληστείας τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον 1 έτος ή κάθειρξη έως 8 έτη και χρηματική ποινή, σε περίπτωση επιβολής κάθειρξης, κατ’άρθρο 83 εδ. τελ. ΠΚ, ενώ η πράξη της αρπαγής τιμωρείται με κάθειρξη [5- 15 έτη]. Ας σημειωθεί δε ότι το Δικαστήριο δεν έχει πλέον την ευχέρεια επί απόπειρας να επιβάλει την ποινή που προβλέπεται για την ολοκληρωμένη πράξη της ληστείας, σύμφωνα με τη νεοπαγή διάταξη του άρθρου 42 παρ. 1 του ΠΚ, σε αντίθεση με την καταργηθείσα διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 42 του προϊσχύσαντος ΠΚ που προέβλεπε τη δυνατότητα επιβολής της ποινής της τετελεσμένης πράξης και σε έγκλημα εν απόπειρα. Κατά συνέπεια, δεν αμφισβητείται ότι τόσο η απόπειρα, όσο και η απλή συνέργεια παραμένουν – ακόμη και μετά την υιοθέτηση της υποχρεωτικότητας της μείωσης της ποινής στις περιπτώσεις αυτές – μορφές εμφάνισης του εγκλήματος και όχι ιδιαίτερα εγκλήματα με τις εντεύθεν ουσιαστικού ποινικού δικαίου συνέπειες α]για τον χαρακτηρισμό της πράξης ως κακουργήματος ή πλημμελήματος, σύμφωνα με τη διμερή πλέον διάκριση του άρθρου 18 ΠΚ, με βάση το ανώτερο [μέγιστο] όριο της ποινής που απειλεί ο νόμος και όχι την τυχόν ελαφρότερη ποινή που επιβάλλει ο δικαστής λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων, απόπειρας κ.λπ., εφαρμόζοντας το άρθρο 83 ΠΚ και β] για τον προσδιορισμό του χρόνου παραγραφής. Ενόψει όμως της υποχρεωτικότητας της μείωσης της ποινής σε περίπτωση απόπειρας που εισήχθη με τον νέο Ποινικό Κώδικα, η μειωμένη αυτή ποινή συνιστά κρίσιμο και αναγκαίο μέγεθος για τον καθορισμό in concrete δικονομικών ζητημάτων όπως π.χ. η διαδικασία της ουσιαστικής περάτωσης της κυρίας ανακρίσεως ή η λήψη μέτρων δικονομικού καταναγκασμού. Και τούτο διότι υπό την ισχύ του νέου ΠΚ, η ποινική μεταχείριση του δράστη σε περίπτωση απόπειρας εγκλήματος ακολουθεί υποχρεωτικά και όχι δυνητικά τον κανόνα του άρθρου 83 ΠΚ, εφόσον συναρτάται πλέον με την πράξη που έχει τελεστεί και όχι με τον δόλο του υπαιτίου, ενώ περαιτέρω τόσο η καθ’ ύλη αρμοδιότητα όσο και οι τρόποι περάτωσης της κυρίας ανακρίσεως ρυθμίζονται σαφώς στον ΚΠΔ, ειδικώς δε για την κατ’εξαίρεση περάτωση της κυρίας ανακρίσεως ορίζεται ότι επί των περιοριστικώς απαριθμούμενων στη διάταξη του άρθρου 309 παρ. 1 ΚΠΔ κακουργημάτων, μεταξύ των οποίων και αυτό της ληστείας [άρθρο 380 ΠΚ], εισάγεται η υπόθεση απευθείας στο ακροατήριο, μαζί με τα τυχόν ήσσονος βαρύτητας συναφή εγκλήματα. Εν προκειμένω λοιπόν δεν τίθεται ζήτημα σύγκρισης τετελεσμένης ληστείας [άρθρο 380 παρ. 1 ΠΚ] και αρπαγής {άρθρο 322 παρ. 1 εδ. β- α ΠΚ], όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει το Συμβούλιο Πλη μμελειοδικών Λάρισας, αλλά απόπειρας ληστείας [άρθρα 42 παρ. 1, 83 περ. γ, 380 παρ. 1 ΠΚ] και αρπαγής [άρθρο 322 wxp. 1 εδ. β- α ΠΚ] και ασφαλώς δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι κακουργηματικές πράξεις της τετελεσμένης ληστείας που τιμωρείται με ποινή κάθειρξης 5-15 ετών και της απόπειρας ληστείας, που τιμωρείται με ποινή μειωμένη κατ’ άρθρο 83 περ. γ ΠΚ [φυλάκιση τουλάχιστον 1 έτος ή κάθειρξη έως 8 έτη και χρηματική ποινή σε περίπτωση επιβολής κάθειρξης, κατ’ άρθρο 83 εδ. τελ. ΠΚ], είναι ίσης βαρύτητας ως προς την ποινική μεταχείριση του δράστη ούτε ότι η δεύτερη της απόπειρας ληστείας είναι μείζονος βαρύτητας σε σχέση με την αρπαγή που τιμωρείται με κάθειρξη 5-15 ετών {άρθρο 322 παρ. 1 εδ. β-α ΠΚ], αφού γι’αοτή προβλέπεται ηπιότερη ποινή. Κατ’ ακολουθία των προεκτεθέντων αρμόδιο yux την περάτωση της κυρίας ανακρίσεως στην υπό κρίση κατηγορία για τις πράξεις Α]της αρπαγής κατά συναυτουργία και κατά συρροή, Β]της απόπειρας ληστείας κατά συναυτουργία, Γ] της παράνομης οπλοφορίας κατά συναυτουργία, Λ] της οπλοχρησίας κατά συναυτουργία και Ε]της απλής σωματικής βλάβης κατά συναυτουργία [άρθρα 27,42 παρ.1,45, 83, 94 παρ. 1, 308 παρ. 1 εδ. α, 322 παρ. 1 εδ. β – α, 380 παρ. 1 ΠΚ, 1 παρ. 1 περ. αβ, 10 παρ.!, 13β [εκ παραδρομής παρατίθεται η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1, 8α], 14 ν. 2168/1993, όπως ισχύει], η οποία ανήκει στην καθ’ ύλη αρμοδιότητα του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας [άρθρα 111 παρ. 5, 128 περ. α, 129 παρ.Ι, 2 εδάφ. α ΚΠΔ], είναι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Λάρισας κατ’ άρθρο 308 παρ. 1 ΚΠΔ, η δε αντίθετη κρίση του περί αναρμοδιότητάς του να κηρύξει το πέρας της ανάκρισης, επειδή συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 309 ΚΠΔ είναι εσφαλμένη. Συνακολούθως η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει δεκτή και κατ ουσία, να εξαφανισθεί το εκκαλούμενο βούλευμα και να κηρυχθεί το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Λάρισας αρμόδιο για την περάτωση της κυρίας ανακρίσεως στη με ΑΒΜ Φ2021/…. δικογραφία κατά των κατηγορουμένων για τις ώς άνω αξιόποινες πράξεις H…. Κ… του A… 2) Η…..N…. του R… και  N….Y…. του Q… σύμφωνα με to άρθρο 308 παρ 1 ΚΠΔ.     

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΠΡΟΤΕΙΝΩ

Να γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή η υπ’αριθ. εκθέσεως 13/17.12.2021 έφεση του Εισαγγελέα Εφετών Λάρισας κατά του υπ’αριθ. 532/2021 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λάρισας. Να εξαφανισθεί το εκκαλούμενο βούλευμα.

Να κηρυχθεί το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Λάρισας αρμόδιο για την περάτωση της κυρίας ανακρίσεως, στη με ΑΒΜ Φ2021/…. δικογραφία κατά τωνH…. Κ… του A… 2) Η…..N…. του R… και  N….Y…. του Q…

 απάντων κατοίκων προσωρινά ……..Λάρισας και ήδη προσωρινά κρατουμένων στο Κατάστημα Κράτησης Λάρισας, κατηγορουμένων για τις πράξεις Α]της αρπαγής κατά συναυτουργία και κατά συρροή, Β]της απόπειρας ληστείας κατά συναυτουργία, Γ]της παράνομης οπλοφορίας κατά συναυτουργία, Δ]της οπλοχρησίας κατά συναυτουργία και Ε]της απλής σωματικής βλάβης κατά συναυτουργία [άρθρα 27, 42 παρ. 1, 45, 83, 94 παρ. 1, 308 παρ. 1 εδ. α, 322 παρ. 1 εδ. β – α , 380 παρ. 1 ΠΚ, 1 παρ. 1 περ. αβ, 10 παρ.1, 13β [εκ παραδρομής παρατίθεται η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1, 8α], 14 ν. 2168/1993, όπως ισχύει], σύμφωνα με το άρθρο 308 παρ. 1 ΚΠΔ.

 Λάρισα, 17.12.2021                                           

Η Εισαγγελέας

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νομίμως εισάγεται ενώπιον του Συμβουλίου αυτού, με τη σχετική εισαγγελική πρόταση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 138 παρ.Ιεδ.β’, 316 παρ. 2, 317 παρ. 1 περ. α”, 318 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 96 του Ν. 4623/2019), 319, 479, 480, 481, 462, 464, 477, 479, 481 του ΚΠοινΔ, η με αριθμό 13/17-12-2021 έφεση του Εισαγγελέως Εφετών Λάρισας, κατά του με αριθμό 532/13-12-2021 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λάρισας, δυνάμει του οποίου το τελευταίο κηρύχθηκε αναρμόδιο για την ουσιαστική περάτωση της κύριας ανάκρισης επί της με ΑΒΜ Φ2021/107 δικογραφίας, που σχηματίστηκε σε βάρος των κατηγορουμένων H…. Κ… του A… 2) Η…..N…. του R… και  N….Y…. του Q… κατοίκων προσωρινά ……. Λάρισας και ήδη προσωρινά κρατουμένων στο Κατάστημα Κράτησης Λάρισας, δυνάμει των υπ “αριθμ…./2021, …./2021 και …./2021 ενταλμάτων προσωρινής κράτησης της Ανακρίτριας Α’Τμήματος του Πρωτοδικείου Λάρισας, με ημερομηνία έναρξης της προσωρινής τους κράτησης στις 13-7- 2021, για πς πράξεις της αρπαγής κατά συναυτουργία και κατά συρροή (άρθρ.322 παρ.Ι εδ$ και α, 45, 94 ΠΚ], της απόπειρας ληστείας κατά συναυτουργία (άρθρ.380 παρ.Ι, 42, 45 ΠΚ), της παράνομης οπλοφορίας και οπλοχρησίας κατά συναυτουργία (άρΘρ.1 παρ.Ι περ.α,β, 10 παρ.Ι, 13β, 14 ν.2168/1993, 45 ΠΚ) και της απλής σωμαπκής βλάβης κατά συναυτουργία (άρθρ.308 παρ.Ι εδ.α, 45 ΠΚ), που φέρεται όπ τέλεσαν στις 12-7-2021, στον Σταθμό ΟΣΕ Νέων Πόρων Πιερίας.

Η έφεση είναι παραδεκτή, καθόσον ασκήθηκε από δικαιούμενο πρόσωπο κατά εκκλητού βουλεύματος (άρθρα 464,479 ΚΠΔ), είναι εμπρόθεσμη, διότι ασκήθηκε στις 17-12-2021, δηλαδή εντός της προθεσμίας του ενός μηνός από την έκδοση του βουλεύματος (άρθρο 480 ΚΠΔ) και τηρήθηκαν για την άσκηση της οι νόμιμες διατυπώσεις, καθόσον έγινε δήλωση ενώπιον της αρμόδιας γραμματέα του Πρωτοδικείου Λάρισας και συντάχθηκε η υπ’αριθμ. 13/17-12-2021 έκθεση εφέσεως, στην οποία διατυπώνεται ο λόγος για τον οποίο ασκείται (άρθρο 474 ΚΠΔ). Κατά συνέπεια, πρέπα η έφεση να γίνα τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω στην ουσία της.

Για όσους λόγους αναφέρονται στην προπαρατεθείσα Εισαγγελική πρόταση, σης ορθές σκέψεις της οποίας και το παρόν Συμβούλιο αναφέρεται, προς αποφυγή ασκόπων επαναλήψεων, η έφεση, με την οποία προσβάλλεται το πρωτόδικο βούλευμα για το λόγο όπ εσφαλμένα κηρύχθηκε αναρμόδιο για την ουσιαστική περάτωση της κύριας ανάκρισης επί της με ΑΒΜ Φ2021/107 δικογραφίας με τη διαδικασία του άρθρου 308 παρ. 1 του ΚΠΔ, δεχόμενο ότι συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της κατ’ εξαίρεση

προβλεπόμενης διαδικασίας του άρθρου 309 του ΚΠΔ, λόγο του ότι κατά την κρίση του η πράξη της αρπαγής είναι «ήσσονος» (κατά τη διάταξη του άρθρου 309 τταρ.Ιεδ.α του ΚΠΔ) βαρύτητας σε σχέση με την πράξη της απόπειρας ληστείας, πρέπει να γίνει δεκτή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη. Συγκεκριμένα, και το παρόν Συμβούλιο κρίνει ότι η επίμαχη παραδοχή του προσβαλλομένου βουλεύματος, ότι δηλαδή για να διαγνωστεί ποιο από τα δύο ως άνω κακουργήματα, της αρπαγής ή της απόπειρας ληστείας, είναι το βαρύτερο, λαμβάνεται υπόψη ως προς την τελευταία πράξη η ποινή που απειλείται για το τετελεσμένο έγκλημα και όχι η μειωμένη ποινή της απόπειρας, που παρέχει στο δικαστήριο τα υποχρεωτικά νομοθετικά πλαίσια της ανώτερης και της κατώτερης ποινής, έσφαλλε ως προς την κρίση του για τον τρόπο ουσιαστικής περάτωσης της κύριας ανάκρισης. Επισημαίνεται, επίσης, ότι, στην προκείμενη περίπτωση, δεν πρόκειται για διάκριση μεταξύ κακουργήματος και πλημμελήματος ώστε να τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 19 του ΠΚ που προσδιορίζει ως κριτήριο της διάκρισης αυτής την καθοριζόμενη στο νόμο ποινή για τα βασικά εγκλήματα, αλλά για τη σύγκριση μεταξύ δύο ιδίου χαρακτήρα εγκλημάτων (κακουργημάτων), από το οποία πρέπει να επιλεγεί ποιο είναι το βαρύτερο, με την έννοια ποιο από αυτά επισύρει τη βαρύτερη ποινή, προκειμένου να ανευρεθεί ο νόμιμος τρόπος της ουσιαστικής περάτωσης της κυρίας ανάκρισης {άρθρ.308 παρ.1 ή 309 παρ.1 του ΚΠΔ). Ο τρόπος δε αυτός καθορίζεται με κριτήριο πς ποινές που επισύρουν τα συγκεκριμένα ως άνω εγκλήματα, για τα οποία διενεργήθηκε η ανάκριση. Συνεπώς, η σύγκριση των ως άνω κακουργημάτων, δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο λαμβάνοντας υπόψη τα πλαίσια των ποινών που απειλούνται γι’αυτά, κατά τον χρόνο και υπό τις περιστάσεις που φέρονται ότι τελέστηκαν, σύμφωνα και με την αρχή της αναλογικότητας και τις εγγυήσεις που παρέχει η διάταξη του άρθρου 7 παρ.1 του Συντάγματος, η οποία ορίζει όπ: «1. Έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της. Ποτέ δεν επιβάλλεται ποινή βαρύτερη από εκείνη που προβλεπόταν κατά την τέλεση της πράξης)). Βδικότερα, η κρίση για το αν το έγκλημα της αρπαγής είναι «ήσσονος βαρύτητας» σε σχέση με αυτό της απόπαρας ληστείας, σύμφωνα με την προϋπόθεση που έθεσε η διάταξη του άρθρου 309 παρ.1 ΚΠΔ προκειμένου να ακολουθηθεί η κατ’εξαίρεση διαδικασία της παραπομπής με απευθαας κλήση στο ακροατήριο και για τα «τυχόν ήσσονος βαρύτητας συναφή εγκλήματα», εξαρτάται από το είδος των ποινών και τα νομοθεπκά πλαίσια του ανώτατου και του κατώτατου ορίου αυτών. Με βάση τα ανωτέρω, εφόσον για τα συγκεκριμένα κακουργήματα, -για τα οποία αποδόθηκε η κατηγορία, ασκήθηκε η ποινική δίωξη και διενεργήθηκε η κύρια ανάκριση-, προβλέπεται για μεν το κακούργημα της αρπαγής κατά συναυτουργία και κατά συρροή που έγινε με σκοπό να εξαναγκαστεί ο παθών ή κάποιος άλλος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή για την οποία δεν υπάρχα υποχρέωση, από τη διάταξη του άρθρου 380.1 περ.β του ΠΚ, ποινή καθείρξεως 5-15 ετών, για δε την απόπειρα ληστείας κατά συναυτουργία από τις διατάξεις των άρθρων 42 παρ.Ι, 83 περ.γ’ (όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 7 του ν.4855/2021) και 380 παρ.Ι ΠΚ, η μειωμένη ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 1 έτους ή κάθειρξη έως 8 έτη, εμφανώς προκύπτει ότι μείζονος βαρύτητας έγκλημα, λόγω των ως άνω εξαρχής δεδομένων πλαισίων των ποινών που προβλέπουν οι εφαρμοστέες για τα ως άνω εγκλήματα διατάξεις, είναι το έγκλημα της αρπαγής σε σχέση με το έγκλημα της απόπειρας ληστείας. Η παραδοχή δε αυτή ενισχύεται και από το ότι ρητά ο νομοθέτης στην αιτιολογική έκθεση του ν.4619/2019 (σελ. 14), σχετικά με τη νέα διάταξη του άρθρου 42 Π Κ, με την οποία καταργήθηκε η ευχέρεια του δικαστηρίου να επιβάλλει πλήρη την ποινή του ολοκληρωμένου εγκλήματος για την τελεσθείσα σε απόπειρα πράξη, ρητά ορίζει ότι εφόσον πλέον είναι σαφές ότι το έγκλημα μπορεί να θεωρηθεί ότι βρίσκεται σε απόπειρα μόνο όταν έχει πραγματωθεί ένα τμήμα της αντικειμενικής του υπόστασης: «η ποινή της απόπειρας συναρτάται με την πράξη που έχει τελεστεί» και επιπλέον αναγνωρίζει ότι η : «η απόπειρα έχει σε κάθε περίπτωση μειωμένο άδικο σε σχέση με το ολοκληρωμένο έγκλημα και για τον λόγο αυτό παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας όταν προσφέρεται στον δικαστή η δυνατότητα να την αντιμετωπίσει με πλήρη ποινή. Ο δεύτερος και ουσιωδέστερος λόγος είναι ότι η ποινή, με βάση το άρθρο 7 του Συντάγματος, συνδέεται με την πράξη που έχει τελεστεί και όχι με προγνωστικές κρίσεις σχετικά με τη συμπεριφορά του δράστη στο μέλλον». Ο ως άνω χαρακτήρας, όμως, του «μειωμένου αδίκου», που ρητά προσέδωσε ο νομοθέτης στην απόπειρα, συνδέοντάς, μάλιστα, το χαρακτήρα αυτό με την αρχή της αναλογικότητας και το άρθρο 7 του Συντάγματος, δεν δύναται να διασφαλιστεί αν κατά την προδικασία της ποινικής δίκης και ειδικότερα αν για την ανεύρεση του νόμιμου τρόπου ουσιαστικής περάτωσης της ανάκρισης, ένα έγκλημα τελεσθέν σε απόπειρα αντιμετωπιστεί ως έγκλημα της ίδιας βαρύτητας με αυτή του τετελεσμένου εγκλήματος. Συνακόλουθα, μετά την θεσπιζόμενη με τη νέα διάταξη του άρθρου 42 παρ.1 ΠΚ υποχρεωτική επιβολή μειωμένης ποινής για την απόπειρα, ως ποινή για έγκλημα τελεσθέν σε απόπειρα, δεν μπορεί να νοηθα παρά μόνο η ποινή που ρητά προβλέπεται στη διάταξη αυτή που ορίζει όπ: « Όποιος, έχοντας αποφασίσει να τελέσα έγκλημα, αρχίζει να εκτελεί την περιγραφόμενη στο νόμο αξιόποινη πράξη, πμωρεπαι, αν το έγκλημα δεν ολοκληρώθηκε, με μειωμένη ποινή (άρθρο 83)». Την κρίση αυτή του Συμβουλίου δεν μεταβάλλει η επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας που υφίσταται ως δυνατότητα ως προς τη μορφή τελείωσης του αδικήματος από την απόπαρα ληστείας στο τετελεσμένο έγκλημα της ληστείας, καθώς από τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αιπολογική έκθεση του ν.4619/2019 για τη νέα διάταξη του άρθρου 42 ΠΚ, όπ : «η ποινή, με βάση το άρθρο 7 του Συντάγματος, συνδέεται με την πράξη που έχει τελεστεί

. . . . και οχι με προγνωστικές κρισας», συναγεται οπ η βαρύτητα του

εγκλήματα συναρτώμενη με την πράξη που έχει τελεστεί αποσυνδέεται από το υποθετικό ενδεχόμενο της μεταβολής της κατηγορίας από απόπειρα σε τετελεσμένο έγκλημα. Έσφαλε, επομένως, το πρωτοβάθμιο Συμβούλιο που απεκδύθηκε της αρμοδιότητάς του ως προς τον τρόπο ουσιαστικής περάτωσης της κύριας ανάκρισης στη με αριθμό ΑΒΜ Φ2021/…. δικογραφία, καθώς η περάτωση αυτής πρέπει να γίνει με τη συνήθη ακολουθούμενη διαδικασία του άρθρου 308 παρ.1 του ΚΠΔ. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση ως βάσιμη στην ουσία της και να εξαφανισθεί το εκκαλούμενο βούλευμα. Διακρατουμένης δε της ποινικής υπόθεσης (άρθρο 481 ΚΠΔ) ως προς το νόμιμο τρόπο της ουσιαστικής περάτωσης της κύριας ανάκρισης στη με αριθμό ΑΒΜ Φ2021/….. δικογραφία, το παρόν Συμβούλιο κρίνει ότι δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 309 παρ.1 του ΚΠΔ για την εισαγωγή της υπόθεσης με απευθείας κλήση στο ακροατήριο του αρμόδιου Τριμελούς Εφετείου Λάρισας, αλλά ότι αρμόδιο για να κηρύξει το πέρας της κύριας ανάκρισης είναι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Λάρισας, κατά το άρθρο 308 παρ.1 του ΚΠΔ, καθώς το έγκλημα της αρπαγής δεν είναι «ήσσονος βαρύτητας» σε σχέση με το συναφές με αυτό έγκλημα της απόπειρας ληστείας.

ΠΑΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΔΕΧΕΤΑΙ τοπικά και κατ’ ουσίαν τη με αριθμό 13/17-12-2021 έφεση του Εισαγγελέως Εφετών Λάρισας.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ το με αριθμό 532/2021 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λάρισας.

ΑΠΟΦΑΙΝΕΤΑΙ ότι αρμόδιο για την ουσιαστική περάτωση της κύριας ανάκρισης επί της με αριθμό ΑΒΜ Φ2021/…. δικογραφίας, που σχηματίστηκε σε βάρος των κατηγορουμένων: 1) H…. Κ… του A…, 2) H….. N….του R… και 3) N…. Y…. του Q…, κατοίκων προσωρινά ….. και ήδη προσωρινά κρατουμένων στο « Κατάστημα Κράτησης Λάρισας, για τις πράξεις της αρπαγής κατά συναυτουργία και κατά συρροή, της απόπειρας ληστείας κατά  συναυτουργία, της παράνομης οπλοφορίας και οπλοχρησίας κατά συναυτουργία και της απλής σωματικής βλάβης κατά συναυτουργία, είναι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Λάρισας.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε στη Λάρισα σης 20 Δεκεμβρίου 2021 και εκδόθηκε στη Λάρισα στις 20 Δεκεμβρίου 2021.