Πρακτικά ζητήματα στην υφ’όρον απόλυση συνδεόμενα με τη διαγωγή του κρατούμενου, την τυχόν πειθαρχική ποινή του και τη μεταγενέστερη διαγραφή της λόγω παρόδου του διαστήματος, που προβλέπεται στον Σωφρονιστικό Κώδικα

Εισήγηση σε σεμινάριο της ΕΣΔΙ στη Λάρισα 2/6/2023

Επιμέλεια: Λάμπρος Σ. Τσόγκας

Αντεισαγγελέας Εφετών Λάρισας

===Θεμελιώδες στοιχείο του νομικού πολιτισμού και του ανθρωποκεντρικού χαρακτήρα του  σωφρονιστικού συστήματος των ευρωπαϊκών κρατών αποτελεί ο θεσμός της υφ’όρον απόλυσης. Ο ίδιος ο θεσμός με τη σειρά του ως βασικό στοιχείο για τη λειτουργία του στην πράξη απαιτεί από τον κρατούμενο την καλή διαγωγή του. Έτσι για να λειτουργήσει ο εν λόγω θεσμός στην πράξη ουσιαστικά απαιτούνται απαντήσεις στα ερωτήματα  πως εκδηλώνεται η καλή διαγωγή, πως διαπιστώνεται τούτη, ποιο πρέπει να είναι το επαρκές διάστημα για να μπορεί να φανεί στην πράξη η καλή διαγωγή αν υπάρχουν μεταπτώσεις και πως αξιολογείται από τα αρμόδια δικαιοδοτικά όργανα.

===Προφανώς οι απαντήσεις μπορούν να δοθούν από τη νομολογία του ΕΔΔΑ και του Αρείου Πάγου, ώστε να αποφεύγονται υπερβολές στην απόρριψη αιτημάτων χορήγησης της υφ’όρον απόλυσης, αλλά και υπερβολική χαλάρωση των κριτηρίων, που πρέπει να αποτελούν τους οδοδείκτες  στη διαδρομή της σχετικής δικαιοδοτικής κρίσης. Στην πρόσφατη απόφαση του ΕΔΔΑ Bancsók και László Magyar κατά Ουγγαρίας της 28ης-10-2021 το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ. Οι προσφεύγοντες εκτίουν ισόβια κάθειρξη στην Ουγγαρία. Ο πρώτος εξ αυτών  καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη για ανθρωποκτονία το έτος 2013 και  δικαίωμα απόλυσης  με όρους  με βάση το ισχύον εθνικό δίκαιο είχε μόνο μετά την πραγματική έκτιση 40 ετών ποινής. Ο δεύτερος προσφεύγων καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη το έτος 2010, χωρίς όμως με βάση το ισχύον εθνικό δίκαιο να μπορεί να θεμελιώσει δικαίωμα υφ’όρον απόλυσης. Το ΕΔΔΑ τόνισε ότι  η ισόβια κάθειρξη θα μπορούσε να είναι σύμφωνη με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου μόνο εάν υπήρχε τόσο προοπτική αποφυλάκισης όσο και δυνατότητα επανεξέτασης της ποινής. Επιπλέον σημείωσε ότι σύμφωνα με τη νομολογία του συγκριτικού και διεθνούς δικαίου υποστηρίζεται η θεσμοθέτηση ειδικού μηχανισμού, που εγγυάται επανεξέταση το αργότερο 25 χρόνια μετά την επιβολή της ισόβιας κάθειρξης, με περαιτέρω περιοδικές αναθεωρήσεις. Έτσι το διάστημα των 40 ετών, που ο πρώτος προσφεύγων έπρεπε να αναμείνει για να αιτηθεί την υφ’όρον απόλυση, ήταν πολύ μεγαλύτερο από το μέγιστο συνιστώμενο χρονικό πλαίσιο. Φυσικά δεν τίθεται λόγος για τον δεύτερο, για τον οποίο δεν υπήρχε δικαίωμα υφ’όρον απόλυσης.  Ως εκ τούτου το ΕΔΔΑ αποφάσισε ότι οι ποινές τους δεν συνδέονταν με την προοπτική απόλυσης με όρους και δεν ήταν σύμφωνες με τη Σύμβαση θεμελιωμένης με τον  τρόπο αυτό της απάνθρωπης μεταχείρισης.

===Ωστόσο το ΕΔΔΑ στην υπόθεση Vinter and οthers vUnited Kingdom [GC], 2013, §§ 119-122) οριοθέτησε το πλαίσιο, που ο κρατούμενος δεν μπορεί πια να εξακολουθεί να είναι σε καθεστώς κράτησης και  επομένως πρέπει να απολυθεί με όρους. Ειδικότερα επεσήμανε ότι τούτη πρέπει να χορηγείται (ακόμη και στις περιπτώσεις ισόβιας κάθειρξης) όταν η σημειώμενη πρόοδος στη ζωή του κρατούμενου είναι τέτοια, που πια η συνέχιση της κράτησης δεν μπορεί να δικαικολογείται από τους κανόνες της ποινολογίας. Αυτό επομένως είναι καθοριστικό κριτήριο για τη διαπίστωση της καλής διαγωγής. Συνοψίζεται στη θετική  απάντηση στο ερώτημα, υπάρχει πρόοδος. Ωστόσο απαιτείται προσοχή: το ΕΔΔΑ επεσήμανε την ανάγκη διαπίστωση προόδου στη ζωή του κρατούμενου και ειδικά του κρατούμενου με ισόβια κάθειρξη.

===  Στο επίπεδο της εγχώριας νομολογίας μας κυριαρχεί η προσέγγιση ότι η καλή διαγωγή είναι αυτή, που προέρχεται από τα μύχια της συνείδησης του κρατούμενου και έτσι το αρμόδιο  Δικαστικό Συμβούλιο με ειδική αιτιολογία πρέπει να διαγνώσει αν  η διαγωγή αυτού κατά τη διάρκεια της έκτισης της ποινής του, συμπεριλαμβανομένης και της προσωρινής κράτησης του, δεν υπήρξε καλή ή υπήρξε κατ’ επίφαση μόνο καλή και ως εκ τούτου υπάρχει κίνδυνος ότι απολυόμενος υφ’ όρον θα τελέσει νέες αξιόποινες πράξεις και γι’ αυτό καθίσταται αναγκαία η συνέχιση της κράτησης του. Για την αξιολόγηση της διαγωγής του καταδίκου πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η εν γένει συμπεριφορά του, όπως εκδηλώθηκε κατά τη διάρκεια της κράτησης του, για δε την αξιολόγηση της επικινδυνότητας αυτού προς τέλεση νέων αξιοποίνων πράξεων πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και ο χαρακτήρας του, όπως διαγιγνώσκεται με βάση την όλη διαγωγή του κατά τη διάρκεια έκτισης της ποινής του (ολΑΠ 4/1997).

===Με βάση τα ανωτέρω δεν μπορεί να εξαχθεί το εξής συμπέρασμα. Ο κρατούμενος δεν τιμωρήθηκε πειθαρχικά, η διαγωγή του είναι καλή. Αυτή η φράση είναι η πλέον συχνή στο οικείο πεδίο στον πίνακα υπολογισμού ποινής, που συντάσσεται από τους αρμοδίους υπαλλήλους των Σωφρονιστικών Καταστημάτων, ο οποίος συνοδεύει το αίτημα του κρατούμενου προς το αρμόδιο Δικαστικό Συμβούλιο για την υφ’όρον απόλυσή του. Τούτο διότι πρέπει να αξιολογείται αν η συμπεριφορά του (που δεν χαρακτηρίζεται από τέλεση πειθαρχικών παραπτωμάτων, ούτε εν γένει αρνητικές εκδηλώσεις) ήταν κατ’επίφαση καλή. Κατά συνέπεια πρέπει να γίνεται βαθιά αξιολόγηση του χαρακτήρα του και επομένως να διαπιστώνεται η μη συμμετοχή του σε εργασία, σε προγράμματα εκπαίδευσης, σε πολιτιστικές εκδηλώσεις στο Σωφρονιστικό Κατάστημα, σε εθελοντικές δράσεις. Η μη συμμετοχή σε αυτές τις δραστηριότητες μπορεί να  φανερώνουν συνειδητή αποχή από την κοινωνική διάδραση, άρνηση συνεργασίας με κρατικούς φορείς και με συγκρατούμενους, ώστε η μη πειθαρχική του τιμώρηση απλά να καθρεφτίσει κατ’επίφαση καλή συμπεριφορά. Δεν πρέπει όμως να γίνει παρανόηση και να εκληφθεί ως κατ’επίφαση καλή συμπεριφορά η αποχή του κρατούμενου από δράσεις κατά τη διάρκεια της κράτησής του, όταν τούτη δεν αποτελεί συνειδητή άρνηση συμμετοχής στην κοινωνική διάδραση και στη συνεργασία με τους κρατικούς φορείς, αλλά ψυχική του αδυναμία, οφειλόμενη σε λόγους υγείας, σε απογοήτευσή του, χωρίς η τελευταία να συνοδεύεται με συνειδητή  εναντίωση στο κοινωνικό σύνολο και στα κρατικά όργανα.

===Βέβαια και η μνεία στον σχετικό πίνακα από τον Δ/ντη του Σωφρονιστικού Καταστήματος ότι ο κρατούμενος δεν επέδειξε καλή διαγωγή – τιμωρήθηκε πειθαρχικά,  δεν αποτελεί αυτόματα διαπίστωση κακής συμπεριφοράς, που καταλήγει στη στέρηση της υφ’όρον απόλυσης. Έτσι η βασική αρχή, που πρέπει να διαπνέει την προσέγγιση της αξιολόγησης της διαγωγής του κρατούμενου, είναι η αρχή της αναλογικότητας. Πρέπει δηλαδή να εκτιμάται αν η πειθαρχική του τιμωρία αποτελεί μια παρένθεση στη γενικότερο σύνολο των εκδηλώσεων του χαρακτήρα του κρατούμενου, που δεν είναι ικανή να ακυρώσει τη διαπίστωση ότι κυριαρχούν τα θετικά γνωρίσματα του χαρακτήρα του από ένα μεμονωμένο συμβάν, που επέφερε την πειθαρχική του τιμωρία. Ακόμη πρέπει να αξιολογείται και η βαρύτητα του συμβάντος στη συλλογιστική αυτή. Αν δηλαδή ο κρατούμενος είχε στο παρελθόν συνεχή συμμετοχή  σε εργασία, σε δράσεις, σε εθελοντικές προσπάθειες στο Σωφρονιστικό Κατάστημα, συνεργάστηκε με τους Κοινωνικούς Λειτουργούς στην κατανόηση των αιτίων της εγκληματικής του συμπεριφοράς και στην ανάγκη αποχής από αξιόποινες πράξεις στο μέλλον, πλην όμως στο Σωφρονιστικό Κατάστημα δεν κατάφερε να απέχει από βίαιη ή απειλητική συμπεριφορά σε βάρος άλλων ή σε βάρος σωφρονιστικών υπαλλήλων, δίχως τούτη να οφείλεται σε πρόκλησή του από άλλα άτομα, τότε πράγματι μπορεί να γίνει λόγος ότι ο χαρακτήρας του δεν έχει σταθεροποιηθεί στη βάση της ώριμης και ειρηνικής συνύπαρξης με τους  άλλους, αλλά ακόμη απαιτείται προσπάθεια για να εξασφαλιστεί ότι από την απόλυσή του δεν υπάρχει πιθανότητα τέλεσης νέων πράξεων. Ακόμη το διάστημα, που μεσολάβησε από το συμβάν της βίαιης συμπεριφοράς μέχρι το χρόνο αξιολόγησης της αίτησης για υφ’όρον απόλυση, αποτελεί σημαντικό κριτήριο. Δηλαδή μπορεί ο κρατούμενος να έχει επιδείξει μεγάλο διάστημα με θετικές εκδηλώσεις κατά τη διάρκεια της κράτησής του, ακολούθως να υπέπεσε σε  πράξη με σοβαρό αρνητικό χαρακτήρα (π.χ επικίνδυνη σωματική  βλάβη σε βάρος συκρατούμενου). Μετά  όμως από τούτο παρήλθε αρκετό διάστημα π.χ. πέντε ετών, δηλαδή διάστημα που ο νομοθέτης θέτει ως όριο για την παραγραφή των πλημμελημάτων,  κατά το οποίο ο ίδιος συνεχίζει τις θετικές του δράσεις. Τότε είναι αναγκαίο να διαπιστώνεται η πραγματική μεταστροφή του και κατά συνέπεια η αναδίπλωσή του και η επαναφορά του στις θετικές εκδηλώσεις πρέπει να κυριαρχήσουν στην κρίση για την υφ’όρον απόλυση.

===Με βάση τα προαναφερθέντα τα στάδια του συλλογισμού για την αξιολόγηση της διαγωγής όσον αφορά την υφ’όρον απόλυση πρέπει να είναι τα εξής: Ο κρατούμενος να έχει ξεδιπλώσει τις πτυχές του χαρακτήρα του. Αν δεν το έχει κάνει, δηλαδή αν παραμένει αδρανής σε εκδηλώσεις εντός του Σωφρονιστικού Καταστήματος, πρέπει να διαπιστώνεται αν τούτο  οφείλεται σε απογοήτευσή του, σε έμφυτο απομονωτισμό του ή σε απομονωτισμό λόγω των συνθηκών στέρησης της ελευθερίας του, αν  τούτο το στοιχείο του χαρακτήρας του να συνοδεύεται από εναντίωση με το κοινωνικό σύνολο και τα όργανα του κράτους. Αν προκύπτει συμμετοχή σε αρνητικά συμβάντα πρέπει να αξολογείται αν τούτη είναι απόρροια του χαρακτήρα του ή μεμονωμένη έκφανση και ότι το σύνολο των γνωρισμάτων των χαρακτήρα του έχουν θετικό πρόσημο.

===Στην εν λόγω συλλογιστική κυρίαρχη θέση έχει η απάντηση στο ερώτημα, αν ένα περιστατικό, στο οποίο συμμετείχε ο κρατούμενος αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα, για το οποίο έχει επιβληθεί πειθαρχική ποινή και τούτη έχει διαγραφεί από τον φάκελό του λόγω παρόδου του σχετικού χρονικού διαστήματος, που στον Σωφρονιστικό Κώδικα αναφέρεται, τότε λαμβάνεται υπόψη για την αξιολόγηση της διαγωγής του κρατούμενου ως κακή? Ο ΑΠ με την υπ’αριθμ. 983/2019 απόφαση έκανε δεκτό ότι μόνη η πειθαρχική ποινή δεν αποτελεί λόγο μη χορήγησης υφ’όρον απόλυσης, αφού απαιτείται η συναξιολόγηση και των άλλων στοιχείων του χαρακτήρα του κρατούμενου. Έκανε επίσης δεκτό ότι όταν η πειθαρχική είναι διαγεγραμμένη λόγω παρόδου του σχετικού χρονικού διαστήματος, δεν μπορεί να αποτελεί ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων 105 και 106 του ΠΚ για τη μη  χορήγηση της υφ’ορον απόλυσης  η επίκληση διάπραξης του οικείου πειθαρχικού παραπτώματος. Πλην όμως από την ανωτέρω απόφαση του ΑΠ σε συνδυασμό με την απόφαση  4/1997 της ΟλΑΠ γίνεται σαφές ότι αξιολογούμενο στοιχείο είναι ο χαρακτήρας του κρατούμενου. Η διαγραφή της πειθαρχικής ποινής του οικείου παραπτώματος λόγω παρέλευσης του σχετικού διαστήματος, που ο Σωφρονιστικός Κώδικας προβλέπει, δεν  σημαίνει αυτόματα ότι ο χαρακτήρας του κρατούμενου έχει ωριμάσει και π.χ. από επιθετικός ο κρατούμενος εντός δύο ετών από την επιβολή της ποινής έγινε ήπιος. Τούτο γίνεται ακόμη πιο σαφές αν υπάρχει επαναλαμβόμενη επιθετική-βίαιη συμπεριφορά του και όλες οι επιμέρους εκφάνσεις της ως τιμωρηθείσες πειθαρχικά πράξεις, έχουν διαγραφεί ως πειθαρχικά παραπτώματα από το φάκελό του. Τούτη η περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως περίπτωση κρατούμενου με καλή συμπεριφορά και προφανώς τα σχετικά περιστατικά θα αξιολογηθούν όχι ως διαπραχθέντα πειθαρχικά παραπτώματα στο παρελθόν, για τα οποία τιμωρήθηκε με πειθαρχικές ποινές του (που έχουν διαγραφεί), αλλά ως εκδηλώσεις της προσωπικότητάς του, που καθρεφτίζουν τον  χαρακτήρα του. Ο χαρακτήρας του κρατούμενου κρίνεται έμπρακτα από το σύνολο της συμπεριφοράς του. Κατά συνέπεια το αρμόδιο Συμβούλιο πρέπει να διαγνώσει αν προκύπτει συμμετοχή του κρατούμενου σε περιστατικά με αρνητικά χαρακτηριστικά και να σταθεί αποκλειστικά στον χαρακτήρα του κρατούμενου και όχι στην πειθαρχική φύση των περιστατικών. Τούτο εξάλλου είναι ακόλουθο με τη γενική προσέγγιση του θεσμού της υφ’όρον απόλυσης τόσο από τη νομολογία του ΕΔΔΑ όσο και του ΑΠ, αφού το ζητούμενο είναι αν η  διατήρηση του κρατούμενου σε καθεστώς κράτησης (μέσω της μη χορήγησης της υφ’όρον απόλυσης) εξασφαλίζει την αποτροπή της πιθανότητας νέων αξιόποινων πράξεων ή αν η διατήρησή του σε αυτό το καθεστώς δεν έχει πια τίποτε να του προσφέρει λόγω της προόδου, που έχει ήδη σημειώσει.

===Από όσα εκτέθηκαν αυτό, που αναντίρρητα προκύπτει είναι η ανάγκη να καταγράφεται από τα αρμόδια όργανα των Σωφρονιστικών Καταστημάτων με σαφή τρόπο ο χαρακτήρας του κρατούμενου. Έτσι είναι αναγκαία η αποτύπωση της καμπύλης της έμπρακτης συμπεριφοράς του σε καθεστώς κράτησης με καταχώρηση επαρκών πληροφοριών για τις εκδηλώσεις του κρατουμένου στο καθεστώς στέρησης της ελευθερίας του. Η συμβολή των Κοινωνικών Λειτουργών και των Δ/ντων των Σωφρονιστικών Καταστημάτων είναι καθοριστική στο σημείο αυτό, αφού αναδύεται η ανάγκη της συνεχούς παρακολούθησης με επιστημονικό τρόπο του χαρακτήρα του κρατούμενου, της καταγραφής σε βάσεις δεδομένων των εκδηλώσεων, που αυτός συμμετέχει, της διάδρασής του με τους υπαλλήλους των Σωφρονιστικών Καταστημάτων, με τους συγκρατούμενούς του ειδικά όταν συμμετέχει σε προγράμματα εργασίας και κατάρτισης. Αυτό δεν είναι αναγκαίο να γίνεται μόνο από τους υπαλλήλους του τελευταίου χρονικά από τα Σωφρονιστικά Καταστήματα, στα οποία διατέλεσε έγκλειστος ο κρατούμενος, αλλά οι σχετικές διαπιστώσεις για τις εκφάνσεις της συμπεριφοράς του πρέπει να αποτυπώνονται σε διαρκή ανανεούμενο φάκελο (ηλεκτρονικό ή έγχαρτο), που θα ακολουθεί τον κρατούμενο σε κάθε Σωφρονιστικό Κατάστημα, ώστε να εξάγεται η καθολική εικόνα του χαρακτήρα του και η τυχόν πρόοδός του.

===Περαιτέρω ένα άλλο πρακτικό ζήτημα, στο οποίο υπάρχει ο κίνδυνος της διπλής αξιολόγησης περιστατικού, που διατηρεί τον κρατούμενο σε καθεστώς κράτησης. Ειδικότερα με σειρά νόμων (Ν.4322/2015, 4411/2016) κρατούμενοι απολύθηκαν με όρους με διάταξη του αρμοδίου Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ανεξαρτήτως άλλων προϋποθέσων, αρκεί να είχαν εκτίσει ένα ελάχιστο όριο ποινής. Αν έλαβε χώρα παραβίαση των όρων της απόλυσης, ο Εισαγγελέας, που εξέδωσε τη διάταξη, ανακαλεί την απόλυση διατάσσοντας την εκτέλεση του υπολοίπου της ποινής. Κατά συνέπεια μόλις συμπληρωθεί μετά την εκ νέου φυλάκισή του το αρμόδιο Δικαστικό Συμβούλιο δεν μπορεί να σταθεί αποκλειστικά στο ότι έγινε τυπική παραβίαση των όρων της πρώτης απόλυσης με όρους και έτσι να αρνηθεί την απόλυσή του με τις προϋποθέσεις των άρθρων 105, 106 ΠΚ. Τούτο συνιστά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και μη ορθή εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων. Ειδικότερα η τυπική παραβίαση των αρχικά επιβληθέντων όρων επέφερε τη συνέπεια της ανάκλησης της απόλυσης και της εκ νέου φυλάκισης του καταδικασθέντος. Εκείνο, που πρέπει να διερευνηθεί είναι ποιος προκύπτει πραγματικά ότι ήταν ο χαρακτήρας του καταδικασθέντος κατά την απόλυσή του, ποια η σοβαρότητα των γνωρισμάτων του, για πόσο χρονικό διάστημα επέδειξε τέτοια αρνητικά γνωρίσματα, ποιο είναι το υπόλοιπο της ποινής, που απομένει μέχρι την πραγματική της έκτιση και πόσο διάστημα παρήλθε από την εκ νέου φυλάκισή του μέχρι το χρόνο υποβολής της αίτησης για υφ’όρον απόλυση, εντός του οποίου η συμπεριφορά του δεν συνοδεύτηκε από αρνητικά γνωρίσματα.

===Υπάρχουν περιπτώσεις που ο κρατούμενος αν και δεν έχει επιδείξει καλή συμπεριφορά με βάση τα κριτήρια που αναλύθηκαν, ζητεί την υφ’όρον απόλυσή του και πλαισιώνει το αίτημά του επιπλέον με λόγο υγείας. Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να αναφερθεί ότι το ΕΔΔΑ έχει πάρει θέση στο γενικό ζήτημα της αποφυλάκισης των ασθενών κρατουμένων. Στην υπόθεση Σερίφης κατά Ελλάδος  (αριθμός προσφυγής 27695/03) μεταξύ άλλων επισημάνθηκαν τα εξής: Προκειµένου περί προσώπων, τα οποία έχουν στερηθεί την ελευθερία τους, το άρθρο 3 αναγνωρίζει το δικαίωμα κάθε φυλακισμένου να κρατείται σε συνθήκες συµβατές µε τον σεβασµό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, έτσι ώστε ο τρόπος εκτέλεσης του µέτρου να μην υποβάλλει τον ενδιαφερόµενο σε αγωνία ή δοκιµασία έντασης, η οποία υπερβαίνει το αναπόφευκτο επίπεδο πόνου, που συνεπάγεται η κράτηση. Αν και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή μία γενική υποχρέωση να αποφυλακίζεται ένας κρατούμενος για λόγους υγείας ή να εισάγεται σ’ ένα πολιτικό νοσοκομείο ώστε να του παρέχεται ιδιαίτερη ιατρική φροντίδα (Kudla κατά της Πολωνίας, παρ. 93), το άρθρο 3 της Σύμβασης επιβάλλει σε κάθε περίπτωση στα Κράτη να προστατεύουν τη φυσική ακεραιότητα των ατόμων, που έχουν στερηθεί την ελευθερία τους κυρίως με το να τους παρέχουν την απαιτούμενη ιατρική περίθαλψη βλ. Mouisel κατά Γαλλίας, με αρ. 67623/01, παρ. 40, ΕΣΔΑ 2002-ΙΧ). Επίσης,η έλλειψη κατάλληλης ιατρικής περίθαλψης, και γενικότερα, η κράτηση ενός αρρώστου ατόμου σε ανεπαρκείς συνθήκες, μπορεί να στοιχειοθετήσει παράβαση του άρθρου 3. (βλ. για παράδειγμα, Ιιhan κατά Τουρκίας[GH], με αρ. 22777/93, παρ. 87, ΕΣΔΑ 2000-VIIGennadi Naoumenko κατά Ουκρανίας, με αρ. 42023/98, παρ. 112, 10 Φεβρουαρίου 2004-Farbtuhs κατά Λιθουανίας, με αρ. 4672/02, παρ. 51, 2 Δεκεμβρίου 2004). Στην συγκεκριμένη περίπτωση το Δικαστήριο επισημαίνει ότι ο προσφεύγων πάσχει από χρόνια πάθηση, η οποία χρειάζεται μόνιμη και πολύπλευρη θεραπεία. Πάντως, παρά την σοβαρότητα της αρρώστιας, απορρέει από τον φάκελο ότι οι κρατικές αρχές καθυστέρησαν να δώσουν στον προσφεύγοντα κατά την κράτηση του ιατρική βοήθεια προσαρμοσμένη σ’ αυτή που απαιτούσε η κατάσταση της υγείας του.  Το Δικαστήριο παρατηρεί ειδικότερα ότι, αν και ο προσφεύγων ενημέρωσε τις αρμόδιες αρχές λίγο μετά από την σύλληψή του ότι έπασχε από σκλήρυνση κατά πλάκας και ότι η κατάστασή του απαιτούσε να νοσηλευτεί σε νευρολογική κλινική, έπρεπε να περιμένει πολύ για να τον παρακολουθήσουν τακτικά. Τα δύο πρώτα χρόνια της κράτησης του, ο προσφεύγων είχε μόνο περιοδική φροντίδα. Περιορισμένος για μια μεγάλη χρονική περίοδο σε περιστασιακούς ελέγχους και σε φροντίδες που μπορούσαν να του παρασχεθούν στο νοσοκομείο της φυλακής, δεν είχε τη δυνατότητα να ελέγχει τακτικά την εξέλιξη της αρρώστιας του σ’ ένα ειδικό νοσηλευτικό περιβάλλον ούτε να αντιμετωπίσει τις περιστασιακές επιπλοκές της σκλήρυνσης κατά πλάκας με συνταγές προσαρμοσμένες στην περίστασή του. Μόλις το καλοκαίρι του 2004 μια κατάλληλη για την πάθησή του θεραπεία, που περιλάμβανε και φυσιοθεραπεία, του δόθηκε στο νοσοκομείο της φυλακής. Η ανάγκη να παρασχεθούν στον προσφεύγοντα ιατρικές φροντίδες στα πλαίσια συστηματικής θεραπείας οδήγησε στην αποφυλάκισή του υπό όρους στις 18 Φεβρουαρίου 2005. Τελικά το Δικαστήριο καταλήγει στο ότι ο τρόπος, με τον οποίο οι κρατικές αρχές ασχολήθηκαν με την υγεία του προσφεύγοντος τα δύο πρώτα χρόνια της κράτησης του, τον υπέβαλλε σε αγωνία ή σε δοκιμασία έντασης, η οποία υπερβαίνει το αναπόφευκτο επίπεδο πόνου, που συνεπάγεται η κράτηση του. Κατά συνέπεια με βάση τη θέση του ΕΔΔΑ η σοβαρότητα της ασθένειας, η αξιολόγηση της δυνατότητας ή μη της αντιμετώπισής της σε συνθήκες κράτησης ακόμη και με μεταφορά του κρατούμενου σε Νοσοκομείο, η στάθμιση των πιθανοτήτων λόγω της ασθένειάς του να μπορεί τούτος ή όχι τελέσει νέες αξιόποινες πράξεις πρέπει να αποτελέσουν οπωσδήποτε κριτήρια για την εκτίμηση για την υφ’όρον απόλυση όταν δεν υπάρχει με διαυγή τρόπο καλή διαγωγή του στο Σωφρονιστικό Κατάστημα. Αν όμως η πιθανότητα τέλεσης νέων αξιοποίνων πράξεων είναι ορατή, τότε παρά την κλονισμένη υγεία του κρατουμένου υπερέχει η ανάγκη προστασίας του κοινωνικού συνόλου και η μη χορήγηση της υφ’όρον απόλυσης επιβάλλεται. Προφανώς όσα προαναφέρθηκαν δεν αφορούν τις περιπτώσεις ασθενών κρατουμένων, που με βάση τις προβλέψεις του ΠΚ, απολύονται χωρίς συνδρομή άλλων προϋποθέσεων λόγω ιδιαίτερα σοβαρών προβλημάτων υγείας. Σε αυτές όμως τις περιπτώσεις γίνεται αντιληπτό ότι και ο κίνδυνος για τη δημόσια τάξη είναι πολύ μικρός αν όχι ανύπαρκτος.

===Τέλος είναι άξια αναφοράς όσα έγιναν δεκτά με το υπ’αριθ.31/2022 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Δυτικής Μακεδονίας. Με αυτό έγινε δεκτό αίτημα υφ’όρον απόλυσης κρατουμένου, ο οποίος ήταν φυγόποινος, είχε δε για τη σύλληψή του εκδοθεί Ε.Ε.Σ. Η εισαγγελική πρόταση ήταν απορριπτική εστιάζοντας στο ότι η συμπεριφορά του κρατουμένου (όσο ήταν φυγόποινος) προσιδιάζει με αυτή του δραπέτη και ότι εξάγεται έτσι κακή διαγωγή κατά την κράτηση. Ωστόσο το Συμβούλιο Εφετών αποφάσισε για την υφ’όρον απόλυση του κρατουμένου, παρά το γεγονός ότι ήταν φυγόποινος, καθώς το στοιχείο αυτό δεν ανάγεται στο πεδίο της έκτισης της ποινής για να αξιολογηθεί αρνητικά ως στοιχείο κακής του διαγωγής.