Άρειος Πάγος 62/2020 (μη επιρροή στο ύψος ποινής η απόπειρα ή η συνέργεια στο έγκλημα για τον προσδιορισμό του εγκλήματος για το οποίο προβλέπεται η έκδοση του συλληφθέντος με ΕΕΣ, περίπτωση διάκρισης τόπου τέλεσης επιμέρους πράξεων σε αλλοδαπή και ημεδαπή, με όρο έκδοση εκζητουμένου, μετά την έκδοση απόφασης για την εκτέλεση του ΕΕΣ έχει αναλογική εφαρμογή η διάταξη άρθρου 449 παρ.4 εδ.β του ΚΠΔ

Το κρινόμενο ένταλμα περιέχει όλα τα οριζόμενα από το άρθρο δύο του Ν.3251/2004 στοιχεία της τυπικής νομιμότητας αυτού και, επιπλέον, συντρέχουν, αφενός μεν οι προβλεπόμενες από το άρθρο 5 του ως άνω νόμου προϋποθέσεις του επιτρεπτού της έκδοσης εντάλματος (ήτοι εκδόθηκε για πράξεις που τιμωρούνται, κατά τους Ελληνικούς ποινικούς νομούς, με ποινή στερητική της ελευθερίας, το ανώτατο όριο της οποίας είναι τουλάχιστον 12 μηνών), χωρίς να ασκεί ουσιώδη επιρροή, καταρχήν το είδος της συνέργειας που αποδίδεται στον εκζητούμενο (αφού, σύμφωνα με το άρθρο 47 του νέου Ποινικού Κώδικα της Ελλάδας, κάθε μορφής συνέργειας τιμωρείται πλέον με μειωμένη ποινή, κατ’ άρθρο 83 του εν λόγω κώδικα), αφετέρου δε οι προβλεπόμενες στο άρθρο 10 παράγραφος 10 του ίδιου νόμου προϋποθέσεις για να επιτραπεί η εκτέλεσή του (ήτοι οι αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες έχει εκδοθεί το Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, συνιστούν εγκλήματα σύμφωνα με τους Ελληνικούς ποινικούς νομούς, τα οποία τιμωρούνται, σύμφωνα με το Γαλλικό δίκαιο, που είναι αυτό του κράτους έκδοσης του εντάλματος, με στερητική της ελευθερίας ποινή, το ανώτατο όριο της οποίας είναι τουλάχιστον δώδεκα μηνών), ενώ, περαιτέρω, δεν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στ/αρθρα 11 και 12 του ανωτέρω νόμου περιπτώσεις απαγόρευσης της εκτέλεσης η δυνατότητας να απαγορευθεί η εκτέλεση του εντάλματος. Ο εκζητούμενος αρνείται ότι έχει τελεσει τις πράξεις, για τις οποίες εκζητείται. Ο εν λόγω ισχυρισμός του, όμως, αλυσιτελώς προβάλλεται, γιατί η σύλληψη και προσαγωγή του στις αρμόδιες Γαλλικές αρχές ζητείται στο πλαίσιο εφαρμογής του Ν. 3251/2004, οι διατάξεις του οποίου ορίζουν τις προϋποθέσεις της έκδοσης και εκτέλεσης του Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και δεν προβλέπουν έλεγχο του αρμόδιου να κρίνει για την έκδοση Συμβουλίου ως προς το βάσιμο της κατηγορίας, που προϋποθέτει και εκτίμηση των αποδείξεων. Ειδικότερα με βάση τα εκτεθέντα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, κατά τις διατάξεις του ως άνω Ν. 3251/2004 προβλέπεται μόνο τυπικός έλεγχος εκ μέρος του Συμβουλίου και όχι και έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας της σε βάρος του εκζητουμένου κατηγορίας και των σε βάρος του ενδείξεων ενοχής, καθώς ο έλεγχος αυτός ανήκει στην αρμοδιότητα του κράτους έκδοσης του Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, με αποτέλεσμα τέτοιος έλεγχος κατά το στάδιο της λήψης της απόφασης για την εκτέλεση ή μη του εντάλματος από την δικαστική αρχή της εκτέλεσής του, όχι μόνο να καθίσταται περιττός και να είναι αντίθετος προς τις αρχές της αμοιβαίας αναγνώρισης και εμπιστοσύνης στις οποίες εδράζεται το Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης αλλά και να αντιμάχεται την έννοια του μηχανισμού του Ευρωπαϊκού αυτού εντάλματος ως μίας ενιαίας διακρατικής επιμεριστικής διαδικασίας, για άλλα εγκλήματα της οποίας αρμόδια καθίσταται η δικαστική αρχή εκδοσης του εντάλματος και για αλλά η δικαστική αρχή εκτέλεσής του, φέροντας η κάθε μία την ευθύνη για το δικό της τμήμα της όλης διαδικασίας. Ενόψει των ανωτέρω και λαμβανομένου υπόψη, ότι δεν απαιτείται λεπτομερέστατη περιγραφή των αποδιδόμενων στον εκκαλούντα αξιόποινων πράξεων για τη δίωξη των οποίων ζητείται η εκτέλεση του επίδικου εντάλματος, αφού το παρόν Συμβούλιο δεν ελέγχει την βασιμότητα των κατηγοριών, περιοριζόμενο συναφώς στα στοιχεία, που είναι αναγκαία για το χαρακτηρισμό των εγκλημάτων και τους Ελληνικούς ποινικούς νομούς, ο πρώτος λόγος της κρινόμενης έφεσης, περί αοριστίας του Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ως προς το σημείο ιδιαίτερα της συμμετοχής του εκζητουμένου, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος. Περαιτέρω, όπως εκθέτει διά του δευτέρου λόγου της εφέσεώς του, ο εκκαλών – εκζητούμενος, ζήτησε, για την περίπτωση που αποφασιστεί η εκτέλεση του εντάλματος, να αναβληθεί η προσαγωγή του στις Γαλλικές αρχές, κατ’άρθρο 28 παρ.1 του Ν. 3251/2004, μέχρι να περατωθεί στην Ελλάδα άλλη ποινική δίωξη που εκκρεμεί σε βάρος του ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς για τις αξιόποινες πράξεις της συγκρότησης και ένταξης σε εγκληματική οργάνωση και της διευκόλυνσης παράνομης εξόδου υπηκόων τρίτων χωρών από τη χώρα, εγκλήματα διαφορετικά από εκείνα, για τα οποία εκδόθηκε το επίδικο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, που πλήττεται ήδη κατά τούτο με τον παραπάνω λόγο εφέσεως. Επί του ζητήματος αυτού πρέπει να αναφερθούν τα κάτωθι: από το υπάρχον στην προκείμενη δικογραφία υπ’ αριθμόν πρωτ.47919/24.10.2019 πιστοποιητικό κράτησης, που εκδόθηκε από το Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού, προκύπτει ότι ο ως άνω εκζητούμενος είναι, μαζί και με άλλα πρόσωπα, κατηγορούμενος στην Ελλάδα για τις αξιόποινες πράξεις: α)της συγκρότησης και ένταξης σε εγκληματική οργάνωση διευκόλυνσης της παράνομης είσοδου ή εξόδου ή της παράνομης μεταφοράς υπηκόων τρίτων χωρών από κερδοσκοπία και β)της παράβασης του άρθρου 30 παρ. 1 β -γ και 2 του Ν.4251/2014. Για τις εν λόγω πράξεις αυτός, δυνάμει του υπ/αριθμ. … εντάλματος προσωρινής κράτησης της Ανακρίτριας του Β’ τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς, κρατήθηκε προσωρινά από 15.5.2018 (με χρόνο έναρξης της προσωρινής κράτησης την 10.5.2018) στο ανωτέρω κατάστημα κράτησης μέχρι την 29-10-2019, με την υπ ‘ αριθ. ….2019 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, ενώπιον του οποίου έχει αρχίσει η εκδίκαση σε πρώτο βαθμό της προαναφερθείσας σε βάρος του ποινικής υπόθεσης, αντικαταστάθηκε δε η προσωρινή κράτησή του με περιοριστικούς όρους, με συνέπεια αυτός να αποφυλακιστεί τυπικά την 30-10-2019 για τις ως άνω πράξεις, για τις οποίες διώκεται στην Ελλάδα (βλέπε το από 31-10-2019 σχετικό έγγραφο του Καταστήματος Κράτησης Κορυδαλλού). Επίσης, από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει, όπως άλλωστε και ο ίδιος ο εκζητούμενος ανέφερε ενώπιον και του Συμβουλίου τούτου, ότι η ποινική αυτή δική στην Ελλάδα ήδη αναβλήθηκε αορίστως με την υπ’ αριθμ. …..2019 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς. Όμως, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 28 παρ. 2 Ν.3251/2004, όταν το Συμβούλιο κρίνει ότι πρέπει να αποφασισθεί η εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, όπως συνέβη στην συγκεκριμένη περίπτωση, δύναται να προσαχθεί προσωρινά ο εκζητούμενος ενώπιον της αρμόδιας (εν προκειμένω Γαλλικής) αρχής, που εξέδωσε το ένταλμα, υπό τον όρο ότι αυτός θα επαναμεταχθεί στην Ελλάδα, για να δικασθεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, όταν η δίκη προσδιορισθεί αρμοδιως, για τις ανωτέρω αποδιδόμενες σ’ αυτόν, από τις Ελληνικές Αρχές, αξιόποινες πράξεις που όπως προαναφέρθηκε, αποτελούν εγκλήματα διαφορετικά από εκείνα, για τα οποία εκδόθηκε το ένδικο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.
Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς με τον απορρίψει το σχετικό αίτημα δεν έσφαλε, εφόσον η αιτηθείσα αναβολή προσαγωγής, όπως προεκτέθηκε, είναι δυνητική και εν προκειμένω νομίμως διατάχθηκε η προσωρινή προσαγωγή του εκκαλούντος ενώπιον των αρμοδίων Γαλλικών αρχών υπό τον όρο επαναμεταγωγης αυτού στην Ελλάδα, για να δικαστεί για τις εδώ φερόμενες ως τελεσθείσες πράξεις του, οπότε ουδεμία δυσχέρανση του αρμόδιου Ελληνικού Δικαστηρίου, που έχει επιληφθεί της εδώ εκκρεμούς υπόθεσης προκαλείται. Επομένως, ο σχετικός λόγος της εφέσεως είναι αβάσιμος. Τέλος, με τον τρίτο λόγο της κρινόμενης εφέσεως, προσβάλλεται η απόφαση του Συμβουλίου Εφετών για την απόρριψη του αιτήματος του εκζητουμένου περί αντικατάστασης της κράτησής του με περιοριστικούς όρους, κατά άρθρο 16 παρ.3 του Ν.3251/2004. Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, ως αλυσιτελώς προσβαλλόμενο. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 449 παρ.4 εδ.β του ΚΠΔ αναλόγως εφαρμοζόμενη και επί ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, ελλείψει σχετικής ρύθμισης, η προσωρινή απόλυση του εκζητουμένου, και αν ακόμη είχε διαταχθεί νομίμως από το Συμβούλιο Εφετών, αίρεται αυτοδικαίως μόλις δημοσιευθεί η απόφαση του Συμβουλίου, που αποφασίζει την εκτέλεση του Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, όπως ακριβώς συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, με συνέπεια να μη είναι πλέον επιτρεπτή η προσωρινή απόλυσή του και η αντικατάσταση της κράτησής του με περιοριστικούς όρους. Επομένως και ο τρίτος λόγος της κρινόμενης εφέσεως είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος.
Συνεπώς, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, το οποίο αποφάσισε ότι συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, για να επιτραπεί η εκτέλεση του ανωτέρω Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και ότι δεν συντρέχει καμία από τις προβλεπόμενες περιπτώσεις απαγορεύσεις ή δυνατότητας απαγόρευσης της εκτέλεσής του, με την προσβαλλόμενη απόφαση του ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και εφάρμοσε το νόμο, τα δε περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τον εγκαλούντα -εκζητούμενο με τους λόγους εφέσεως είναι αβάσιμα στο σύνολό τους. Μη υπάρχοντως δε αλλού λόγου προς έρευνα, η κρινομένη έφεση πρέπει να απορριφθεί, ως κατ/ουσίαν αβάσιμη, οπότε, ενόψει της ορθότητας της κρίσης του πρωτοβαθμίου Συμβουλίου περί εκτέλεσης του επίδικου Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και της προσωρινής προσαγωγής του εκκαλούντος στη Γαλλία υπό τον προεκτεθέντα όρο, το αίτημα αυτού για αντικατάσταση της κράτησης του με περιοριστικούς όρους σε περίπτωση απόφασης του Συμβουλίου τούτου για τη μη εκτέλεση του εντάλματος ή για την εκτέλεση αυτού και την αναβολή προσαγωγής του, είναι πλέον άνευ αντικειμένου και απορριπτέο.