Απάτη – τέλεση με αθέμιτη παρασιώπηση αληθινών γεγονότων- Δημιουργία πλάνης- Αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ πλάνης – πράξης (παράλειψης) και περιουσιακής βλάβης- Προσβολή δικαιώματος δόμησης- Παρασιώπηση πολεοδομικής τακτοποίησης- Κακούργημα απάτης- Ζημία

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΕΦΕΤΩΝ ΛΑΡΙΣΑΣ

Αριθμός:  14 / 21-02-2023        

ΔΙΑΤΑΞΗ

O  ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΕΦΕΤΩΝ ΛΑΡΙΣΑΣ

         Αφού λάβαμε υπόψη την υπ. αριθ. 05/2022 προσφυγή της 1/ Α. Σ. του Α., κατοίκου Ν. Λ. και 2/ Χ. Μ. του Α., κατοίκου Τ., κατά της υπ. αριθ. 01/05-01-2023  Διάταξης της Εισαγγελέα Πρωτοδικών Λάρισας, με την οποία απέρριψε χωρίς διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης τη με ημερομηνία 21-10-2022 έγκληση αυτών κατά της Ε. χας Β. Κ., κατοίκου Λ. επί της οδού Α. αριθ. …, καθώς και κατά παντός υπευθύνου, για συμπεριφορά που  συνιστά κυρίως το έγκλημα της απάτης,   εκθέτουμε τα εξής:

  1.Σύμφωνα με το άρθρο 52 ΚΠΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 96 περ.δ΄Ν.4623/2019  (1)  Ο εγκαλών έχει δικαίωμα μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την επίδοση της διάταξης του εισαγγελέα πλημμελειοδικών σύμφωνα με τις παρ. 2 και 3 του προηγούμενου άρθρου, να προσφύγει κατά αυτής στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών. Η προσφυγή ασκείται με τον τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 474.  (2) Ο προσφεύγων υποχρεούται να καταθέσει παράβολο υπέρ του δημοσίου ποσού διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, το οποίο επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο πιο πάνω γραμματέας. Σε περίπτωση που υποβλήθηκε μία έγκληση από περισσότερους εγκαλούντες, κατατίθεται μόνο ένα παράβολο. Το ύψος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αν δεν κατατεθεί το παράβολο, η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη από τον εισαγγελέα εφετών. Εξαιρούνται από την υποχρέωση κατάθεσης παράβολου οι δικαιούχοι νομικής βοήθειας, όπως αυτοί προσδιορίζονται στο άρθρο 1 του ν. 3226/2004. (3) Αν ο εισαγγελέας εφετών δεχθεί την προσφυγή, παραγγέλλει είτε τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης αν πρόκειται για κακούργημα ή για πλημμέλημα για το οποίο αυτή είναι υποχρεωτική, εφόσον δεν έχει ήδη διενεργηθεί τέτοια εξέταση είτε την άσκηση ποινικής δίωξης στις λοιπές περιπτώσεις και διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου στον καταθέσαντα αυτό.

Η κατά το άρθρο  52 ΚΠΔ προσφυγή κατά της απορριπτικής της έγκλησης διάταξης του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών φέρει χαρακτήρα οιονεί ενδίκου μέσου και επομένως εφαρμόζονται επ’ αυτής οι περί ενδίκων μέσων διατάξεις, εκτός αν άλλως ορίζεται ή υπαγορεύει η ιδιαιτέρα φύση αυτής.  Υπό τον ισχύοντα Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για να κινηθεί η ποινική δίωξη απαιτούνται  επαρκείς ενδείξεις, ώστε να αποφεύγονται αφενός  οι άσκοπες ποινικές διώξεις και η άδικη εν πολλοίς ταλαιπωρία πολιτών, αφετέρου δε η άσκοπη απασχόληση των δικαστικών αρχών. Επομένως αν μετά την περάτωση της προκαταρκτικής εξέτασης συντρέχουν μόνο απλές ενδείξεις και όχι επαρκείς, τότε υποχρεωτικά κατά νόμο η υπόθεση είτε αρχειοθετείται κατ’ άρθρο 43 ΚΠΔ  είτε εκδίδεται διάταξη απορριπτική της εγκλήσεως κατ’ άρθρο 47π ΚΠΔ, ήδη άρθρο 51 ΚΠΔ [βλ. Σ. Δασκαλόπουλος σε ΠοινΧρ ΝΓ/1027]. Οι «επαρκείς ενδείξεις» των άρθρων 43 και 51 ΚΠΔ  δεν είναι ίδιες  με τις «επαρκείς ενδείξεις» των άρθρων 309,  311 ΚΠΔ, παρά τον χρησιμοποιούμενο ίδιο τεχνικό όρο, και οι ενταύθα εξεταζόμενες επαρκείς ενδείξεις δεν είναι εκείνες που εξικνούνται στην μέγιστη πιθανολόγηση που δικαιολογεί την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, αλλά είναι  οι επαρκείς ενδείξεις βασιμότητας της ενοχής του κατηγορουμένου [βλ. Θ. Δαλακούρα, ΠΧρ ΝΔ/585, ιδίως 589], ενώ εκείνες [των αρθ. 309, 313] «θεωρούνται σοβαρές όταν πιθανολογούν την ενοχή του κατηγορουμένου ή όταν από το αποδεικτικό υλικό που συγκομίσθηκε προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο θα πρέπει να επιληφθεί και να υποβάλει στη δοκιμασία της επ’ ακροατηρίω διαδικασίας τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζονται οι ενδείξεις» [ΟλΑΠ 9/2001 ΠοινΧρ ΝΑ/788].

Η υπό κρίση προσφυγή ασκήθηκε αυτοπροσώπως από τους ανωτέρω με κατάθεση αυτοτελούς δικογράφου ενώπιον της αρμόδιας γραμματέα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Λάρισας Γ. Λ. και συντάχθηκε η προβλεπόμενη έκθεση, στις 08-02-2023, ημέρα Τετάρτη, εντός δηλαδή της προθεσμίας  που προβλέπεται στο άρθρο 52 ΚΠΔ από την επίδοση της διάταξης με την οποία το  δικόγραφο της έγκλησης  απορρίφθηκε από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών κατ’ άρθρο 51 ΚΠΔ και που εν προκειμένω έλαβε χώρα στις 26-01-2023 και 24-01-2023 αντίστοιχα, σύμφωνα με τα αποδεικτικά επίδοσης  των αστυνομικών υπαλλήλων Α. Ζ. και Β. Κ.. Περαιτέρω πρόδηλο  τυγχάνει το έννομο συμφέρον των συγκεκριμένων προσφευγόντων προς άσκηση της προσφυγής αυτής, αφού επιδιώκουν την κίνηση της ποινικής διώξεως με βάση την προαναφερόμενη έγκληση  [άρθρα  52, 463, 464,  466, 473 παρ. 4, 474 παρ. 1, 2 ΚΠΔ, από τα οποία το πρώτο εφαρμόζεται ευθέως και τα λοιπά αναλογικά και επί προσφυγών του άνω είδους]. Εξάλλου κατατέθηκε από αυτούς  υπέρ του Δημοσίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου  52 παρ. 2 εδ. β ΚΠΔ, το υπ. αριθ. …..  παράβολο αξίας 250,00 ευρώ, το οποίο πληρώθηκε  και στη συνέχεια δεσμεύτηκε υπέρ του Δημοσίου. Συνεπώς η υπό κρίση προσφυγή ασκήθηκε νομότυπα, εμπρόθεσμα και εν γένει παραδεκτά από  πρόσωπο που έχει έννομο συμφέρον  και πρέπει να γίνει δεκτή τυπικά και να διερευνηθεί περαιτέρω στην ουσία.

2  Σύμφωνα με  τις διατάξεις της πρώτης παραγράφου  του άρθρου  386 του ισχύοντος Ποινικού Κώδικα

‘’όποιος με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με σκοπό από τη βλάβη αυτής της περιουσίας να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος τιμωρείται με φυλάκιση, και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή. Αν η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα (10) έτη και χρηματική ποινή’’. Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: 1) παραπλανητική συμπεριφορά του δράστη, η οποία συνίσταται είτε στην παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών είτε στην αθέμιτη απόκρυψη είτε στην παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, 2) πρόκληση στον παθόντα, από την παραπλανητική συμπεριφορά του δράστη, πλάνης, δηλαδή ανεπίγνωτης διάστασης μεταξύ της βούλησης και της δήλωσης βούλησης, ή διατήρηση ή ενίσχυση της υπάρχουσας (πλάνης), 3) ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παραπλανητικής συμπεριφοράς του δράστη και της πλάνης που προκλήθηκε από αυτή στον παθόντα, 4) πράξη, παράλειψη ή ανοχή, εξαιτίας της πλάνης, από τον παθόντα, η οποία (πράξη κλπ) ενέχει περιουσιακή διάθεση, 5) ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πλάνης του παθόντος και της περιουσιακής διάθεσης, 6) επέλευση, εξαιτίας της περιουσιακής διάθεσης που έγινε από εκείνον που παραπλανήθηκε, βλάβης στην περιουσία αυτού ή άλλου, η οποία συνίσταται είτε στη μείωση είτε στη χειροτέρευση της περιουσίας του παθόντος και 7) δόλος του δράστη, που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των στοιχείων του εγκλήματος και του μεταξύ αυτών αιτιώδους συνδέσμου, καθώς και σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι όμως και πραγματοποίηση του οφέλους αυτού           (ΟλΑΠ 1/20202, ΑΠ 131/2020 ΤΝΠ QUALEX). Η παραπλάνηση του άλλου πραγματώνεται με τους ανωτέρω τρεις, υπαλλακτικά μικτούς, τρόπους (παράσταση, απόκρυψη, παρασιώπηση), οι οποίοι κατατείνουν σε ένα και το αυτό έγκλημα και διαφέρουν εννοιολογικά μεταξύ τους. Οι δύο πρώτοι συνιστούν περιπτώσεις θετικής απατηλής συμπεριφοράς, ενώ ο τρίτος συνιστά περίπτωση απατηλής συμπεριφοράς με παράλειψη, δηλαδή με την παράλειψη ανακοίνωσης αληθινών γεγονότων, για τα οποία υπήρχε υποχρέωση ανακοίνωσης από το νόμο, σύμβαση ή προηγούμενη συμπεριφορά του υπαιτίου. Αθέμιτη δε παρασιώπηση συνιστά η παράλειψη ανακοίνωσης αληθινών γεγονότων, όταν από το νόμο ή την σύμβαση ή από προηγούμενη ενέργεια του δράστη υπάρχει υποχρέωση ανακοίνωσης αυτών. Τέτοια υποχρέωση ανακοίνωσης μπορεί να θεμελιωθεί και στην από τις διατάξεις των άρθρων 197, 288 και 330 ΑΚ επιβαλλόμενη συμπεριφορά, σύμφωνα με τα συναλλακτικά ήθη και την καλή πίστη (ΑΠ 2060/2019 ΤΝΠ QUALEX). Η παραπλάνηση όμως, γενόμενη είτε με πράξη είτε με παράλειψη, πρέπει να κατευθύνεται στην πρόκληση πλάνης σε άλλον ή στη διατήρηση πλάνης σε άλλον, η οποία όμως, δεν προκλήθηκε προηγουμένως σ’ αυτόν από το δράστη με διαφορετικό από τους υπαλλακτικώς αναφερόμενους στη διάταξη τρόπους τέλεσης της απάτης (ΑΠ 825/2020 σε ανωτέρω ΤΝΠ). Χρόνος τέλεσης του εγκλήματος της απάτης θεωρείται, ενόψει του άρθρου 17 του ΠΚ, ο χρόνος, κατά τον οποίο ο δράστης, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, ενήργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του, προβαίνοντας στην παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή στην αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθινών, που συνιστούν τους υπαλλακτικά μικτούς τρόπους τέλεσης της απάτης, είναι δε αδιάφορος ο μεταγενέστερος χρόνος επέλευσης της περιουσιακής βλάβης στον παθόντα, με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη, καθώς και ο χρόνος, κατά τον οποίο επιχειρήθηκε η ζημιογόνος ενέργεια, παράλειψη η ανοχή του παραπλανηθέντος (ΟλΑΠ 1/2020). Περαιτέρω η απάτη διώκεται πλέον σε βαθμό κακουργήματος, μόνο (α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ ή (β) αν η απάτη στρέφεται άμεσα κατά του νομικού προσώπου του Ελληνικού Δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και η ζημιά που προκλήθηκε, υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ ( παράγραφος 2 του άρθρου 386 ΠΚ), επισημαίνεται δε ότι για την κακουργηματική μορφή απάτης, λαμβάνεται υπόψη ως ευμενέστερη διάταξη μόνο η ζημία η υπερβαίνουσα συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ και όχι οποιοδήποτε περιουσιακό όφελος (ΑΠ 50/2022 σε ανωτέρω ΤΝΠ). Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 405 του ισχύοντος Ποινικού Κώδικα, που εφαρμόζεται διαχρονικά ως ευμενέστερη, η πράξη της απάτης οποιαδήποτε μορφής διώκεται κατ΄ έγκληση, η οποία κατά την πρώτη παράγραφο του άρθρου 114 υποβάλλεται εντός τρίμηνης προθεσμίας από την ημέρα που ο δικαιούχος έμαθε για την τέλεση της πράξης και για τον δράστη ή για έναν από τους συμμετόχους.

3. Από τα αποδεικτικά μέσα της δικογραφίας, δηλαδή τα έγγραφα που υποβλήθηκαν με την έγκληση, προκύπτουν τα ακόλουθα: Οι προσφεύγοντες και η εγκαλούμενη Ε. Κ.  είναι από τα τέλη του έτους 2008 συνιδιοκτήτες αγροτεμαχίου επιφάνειας 4.406,17 τ.μ., ως διαιρετό και χωρισμένο τμήμα ευρύτερου αγροτεμαχίου επιφάνειας 13.500 τ.μ., το οποίο βρίσκεται στη θέση ’’Β.’’, της κτηματικής περιφέρειας του Δημοτικού Διαμερίσματος Μ., Δήμου Α. Λ., ως εξής:  Η εγκαλουμένη από κοινού με τον σύζυγο της Β. Κ., ο οποίος ήδη απεβίωσε, απέκτησε κατά πλήρη κυριότητα 485,48 τ.μ. εξ αδιαιρέτου (τμήμα διαιρετό κατά χρήση) επί του ανωτέρω αγρού συνολικής έκτασης 4.406,17 τ.μ. δυνάμει του  υπ΄ αριθ. 4717/25.09.2008 πωλητηρίου συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Α. Δ. Κ., που μεταγράφηκε νόμιμα, όπως ο αγρός αυτός αποτυπώθηκε στο από  Σεπτέμβριο 2008 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Ε. Π. , στο οποίο βεβαιώνεται ότι το ακίνητο είναι εκτός σχεδίου και είναι άρτιο και οικοδομήσιμο. Με το ίδιο συμβολαιογραφικό έγγραφο μεταβιβάστηκε από τις  πωλήτριες δικαιοπαρόχους το δικαίωμα έκδοσης άδειας και ανέγερσης οικοδομής επιφάνειας 40 τ.μ., ενώ παρακρατήθηκε από αυτές το δικαίωμα δόμησης των υπολειπομένων 80 τ.μ. . Για τη διασφάλιση της τήρησης της συγκεκριμένης συμφωνίας, καθορίστηκε ποινική ρήτρα ύψους 200.000,00 ευρώ που καταπίπτει υπέρ καθενός  των εκάστοτε συγκυρίων σε περίπτωση υπέρβασης του ανωτέρω μεταβιβασθέντος δικαιώματος δόμησης, όπως αναγράφεται στο πέμπτο φύλλο του συμβολαίου. Ακολούθως η προσφεύγουσα Άννα Σταμάτη  με την υπ’ αριθ. 4791/03.11.2008 συμβολαιογραφική πράξη αγοραπωλησίας της Συμβολαιογράφου Α. Δ. Κ., που μεταγράφηκε νόμιμα, αγόρασε και κατέστη νόμιμη κύρια εξ αδιαιρέτου μεριδίου 730,40 τ.μ. επί του ιδίου ως άνω αγρού επιφάνειας 4.406,17 τ.μ. . Με το ίδιο συμβόλαιο καθορίστηκε αντίστοιχο διαιρετό τμήμα που παραχωρήθηκε σε αυτή κατά χρήση και επιπλέον απέκτησε δικαίωμα δόμησης 60 τ.μ.. Αντίστοιχα, με το υπ’ αριθ. 5161/06.08.2009 πωλητήριο συμβόλαιο της ιδίας συμβολαιογράφου ο προσφεύγων Χ. Μ. και η σύζυγός του Μ. Κ. αγόρασαν και κατέστησαν νόμιμοι κύριοι εξ αδιαιρέτου μεριδίου 689,33 τ.μ. επί του ανωτέρω αυτού αγρού. Με το ίδιο συμβόλαιο καθορίστηκε αντίστοιχο διαιρετό τμήμα που  παραχωρήθηκε σε αυτούς κατά χρήση και επιπλέον απέκτησαν δικαίωμα δόμησης 20 τ.μ.. Με την άθροιση των επιμέρους  δικαιωμάτων δόμησης (40τ.μ.+60τ.μ.+20τ.μ.), συμπληρώθηκε το συνολικά επιτρεπόμενο όριο δόμησης για όλο το συγκεκριμένο ακίνητο (120 τ.μ.). Ακολούθως στις αρχές του έτους 2010 εκδόθηκε η υπ. αριθ. 49/2010 οικοδομική άδεια της Διεύθυνσης Πολεοδομίας της τότε Νομαρχίας Λαρίσης στο όνομα της εγκαλουμένης και του συζύγου της για την ανέγερση δύο οικοδομημάτων 40 τ.μ. εντός του διαιρετού κατά χρήση τμήματος ιδιοκτησίας τους, όπως δικαιούντο, αφού είχαν λάβει και υπεύθυνες δηλώσεις με τις οποίες παρεχόταν η συναίνεση των υπολοίπων συνιδιοκτητών για την άσκηση του δικαιώματός τους οικοδόμησης κτισμάτων έως 40 τ.μ. , σύμφωνα με τα ανωτέρω προβλεπόμενα. Κατά την περίοδο των ετών 2010-2011, η εγκαλούμενη και ο σύζυγός της προέβησαν σε εργασίες ανέγερσης δύο παρακείμενων οικίσκων. Υπήρξαν υπερβάσεις της ανωτέρω οικοδομικής άδειας  για το λόγο δε αυτό η προσωρινή σύνδεση με τα δίκτυα ύδρευσης και ηλεκτροδότησης έλαβε χώρα στις 23-04-2013, ενώ προηγουμένως είχε υποβληθεί εκ μέρους της Ε. Κ. και του συζύγου της αίτηση για τακτοποίηση αυθαιρέτων σύμφωνα με τον νόμο 4014/2011, όπως προκύπτει από το σώμα της ανωτέρω οικοδομικής άδειας. Η υπέρβαση της υπ. αριθ. 49/2010 οικοδομικής άδειας που εκδόθηκε  στο όνομα της εγκαλούμενης Ε. Κ. και του ήδη αποβιώσαντος συζύγου της Β. Κ., κατά  28,74 τ.μ. στο ισόγειο, 24,10 τ.μ. ως προσθήκη υπογείου και 5,94 τ.μ. σε ημιυπαίθριους χώρους  νομιμοποιήθηκε τελικά στις 17-12-2014 με την οριστική υπαγωγή με αύξοντα αριθμό δήλωσης 2784187 στη διαδικασία του νόμου 4178/2013 καθώς και  την περαίωση της διαδικασίας αυτής, σύμφωνα με τη σχετική βεβαίωση, χωρίς τη γνώση των προσφευγόντων συνιδιοκτητών και βεβαίως χωρίς την οποιαδήποτε συναίνεση τους.  Η έλλειψη γνώσης εκ μέρους των προσφευγόντων για το συμβάν της ανέγερσης των καθ΄ υπέρβαση της οικοδομικής άδειας τμημάτων  αλλά και της νομιμοποίησης τους συνεχίστηκε, όπως διατείνονται, καθώς η εγκαλούμενη και το περιβάλλον της  καθησύχαζαν τις όποιες υπόνοιες είχαν δημιουργηθεί σε αυτούς, έως τη στιγμή που κατά την πρόσφατη ανάρτηση της κτηματογράφησης Α. έλαβαν προσωρινό απόσπασμα και διαπίστωσαν με έκπληξη ότι εντός του κοινού εξ αδιαιρέτου αγροτεμαχίου έχει δηλωθεί κτίσμα συνολικού εμβαδού 74,38 τ.μ.. Ακολούθως στις 12-10-2022 κοινοποίησαν προς την  εγκαλουμένη και τους νόμιμους κληρονόμους του αποβιώσαντος Β. Κ. την από 11-10-2022 εξώδικη διαμαρτυρία-δήλωση-πρόσκλησή τους απαιτώντας άμεση επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση και στις 18-10-2022  κοινοποιήθηκε σε αυτούς γενικόλογη αρνητική απάντηση εκ μέρους των καθ΄ ων η πρόσκληση προσώπων. Στη συνέχεια οι προσφεύγοντες υπέβαλαν στις 21-10-2022 την υπό κρίση έγκληση με την οποία εξέθεταν τα ανωτέρω και ζητούσαν την ποινική δίωξη και τιμωρία της εγκαλουμένης και παντός άλλου προσώπου για την αξιόποινη πράξη της απάτης, αφού κατά την άποψη τους με ευθύ δόλο αθέμιτα η εγκαλουμένη απέκρυψε ότι υπήρξε εν προκειμένω υπέρβαση της οικοδομικής άδειας και ότι έλαβε χώρα νομιμοποίηση των αυθαιρεσιών με συνέπεια αυτοί να παραλείψουν να προβούν σε οποιαδήποτε νόμιμη ενέργεια προστασίας του δικαιώματος δόμησης στο επίδικο ακίνητο και να υποστούν ζημία στην περιουσία τους. Η ζημία  υπολογίσθηκε  με βάση την εμπορική αξία της υπέρβασης δικαιώματος δόμησης κύριων χώρων  κατά 34,41 τ.μ. αλλά και κατά την αντίστοιχη μείωση της εμπορικής αξίας των ακινήτων των προσφευγόντων. Οι τελευταίοι προβάλλουν ως προς αυτό ότι από τη συμπεριφορά της εγκαλουμένης μειώθηκε αναλογικά το δικαίωμα δόμησης για την πρώτη κατά 26,505 τ.μ. (από τα συνολικά 60 τ.μ. που είχε αγοράσει) και για τον δεύτερο κατά 8,835 τ.μ. (από τα συνολικά 20 τ.μ. που είχε αγοράσει) και η μείωση αυτή του δικαιώματος δόμησης  αποτιμάται οικονομικά τουλάχιστον 1500€/τ.μ., δηλαδή η οικονομική ζημία ανέρχεται σε 39.757,50 ευρώ για την πρώτη και σε 13.252,50 ευρώ για τον δεύτερο  κατ’ ελάχιστον. Επιπλέον μειώθηκε τουλάχιστον ισόποσα η συνολική αγοραία αξία των ανωτέρω γεωτεμαχίων τους, επιφάνειας 730,40 τ.μ. της προσφεύγουσας και 689,33 τ.μ. του προσφεύγοντος, όπως ήδη αναφέρθηκε. Κατά συνέπεια η συνολική θετική οικονομική ζημία που προκλήθηκε από τη συμπεριφορά της εγκαλουμένης  ανέρχεται σύμφωνα με τους προσφεύγοντες κατ’ ελάχιστον 79.515,00 ευρώ για την πρώτη και 26.505,00 ευρώ για τον δεύτερο και συνολικά 106.020 ευρώ .

4. Με βάση τα ανωτέρω εκτεθέντα συμπεραίνεται όμως ότι δεν στοιχειοθετείται απάτη γενικώς και ειδικότερα στην κακουργηματική της μορφή και τούτο ανεξάρτητα από τυχόν ζητήματα που εγείρονται για την εμπρόθεσμη υποβολή της εγκλήσεως. Η ανέγερση αυθαιρέτων κατασκευών, καθ΄ υπέρβαση της οικοδομικής άδειας και η μεταβολή που επέφερε στο δικαίωμα δόμησης των προσφευγόντων συνιδιοκτητών του εν λόγω αγροτεμαχίου αποτελεί παράνομη συμπεριφορά, η οποία δημιουργεί βάση εγέρσεως αξιώσεων υπέρ τρίτων προσώπων (των ιδίων προσφευγόντων), καθώς ενδεικτική είναι ως προς αυτό και η ρήτρα που αναγράφεται στο πωλητήριο συμβόλαιο, αλλά είναι αυτονόητο ότι από την συναλλακτική καλή πίστη δεν ιδρύεται οποιαδήποτε υποχρέωση της εγκαλούμενης για ενημέρωση των αντισυμβαλλομένων σχετικά με  το ανωτέρω ζημιογόνο γεγονός που προκλήθηκε από αυτήν σε βάρος τους και κατ΄ επέκταση η παρασιώπηση, εν συνεχεία,  της νομιμοποίησης των οικοδομικών αυτών αυθαιρεσιών εκ μέρους της εγκαλούμενης, γεγονός που θα αποκάλυπτε την ύπαρξη των ίδιων αυθαιρεσιών,  δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αθέμιτη κατά την έννοια της διάταξης της απάτης. Εξάλλου η τακτοποίηση του συγκεκριμένου πολεοδομικού θέματος χωρίς να απαιτείται η συναίνεση των υπόλοιπων συνιδιοκτητών αποτελούσε νόμιμη διαδικασία κατά το χρόνο που αυτή συνέβη, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 34 νόμου 4315/2014. Ακόμη όμως κι αν η παρασιώπηση  στη συγκεκριμένη περίπτωση θεωρηθεί αθέμιτη, αυτή δεν συνδέεται αιτιωδώς με την πρόκληση ή διατήρηση της πλάνης των προσφευγόντων και την εξ αυτής περαιτέρω παράλειψη  να ενεργήσουν προς προστασία του δικαιώματος δόμησης και αποτροπή βλάβης της περιουσίας τους, αφού η πλάνη προήλθε λόγω της ανεξήγητης εμπιστοσύνης που επέδειξαν στο πρόσωπο της εγκαλούμενης και του συζύγου της, ήδη από το πρώιμο στάδιο ανέγερσης των οικοδομημάτων, ότι αμφότεροι δεν θα προέβαιναν κατά τη διαδικασία αυτή σε κάποια βλαπτική ενέργεια εναντίον τους. Οι λεκτικές αναφορές σχετικά με τη μη πραγματοποίηση αυθαιρεσιών, σε οποιοδήποτε χρόνο και αν πραγματοποιήθηκαν από την εγκαλούμενη και το οικογενειακό της περιβάλλον,  συνιστούν  αναληθείς διαβεβαιώσεις αναφορικά με τετελεσμένο γεγονός, οι οποίες αποσκοπούσαν να καθυστερήσουν απλώς τη γνώση της  ζημιογόνου πράξεως εκ μέρους των προσφευγόντων, η οποία αναπόφευκτα θα αποκαλυπτόταν  κάποια χρονική στιγμή. Η δε περιουσιακή βλάβη στην προκειμένη περίπτωση είναι αποτέλεσμα  ενέργειας που έγινε καθ΄ υπέρβαση δικαιώματος και συγκεκριμένα της ανέγερσης από την εγκαλουμένη καθ΄ υπέρβαση της οικοδομικής άδειας που είχε εκδοθεί και του  αντίστοιχου με τον τρόπο αυτό περιορισμού του δικαιώματος δόμησης των προσφευγόντων συνιδιοκτητών, δηλαδή αποτελεί η βλάβη αυτή προϊόν μιας άλλης υλικής ενέργειας που είναι παράνομη αλλά όχι αξιόποινη αφ΄ εαυτή και η οποία προηγείται της συγκεκριμένης παράλειψης.

 Ακόμη για την αξιολόγηση της συνολικής συμπεριφοράς σημαντικό  πραγματικό δεδομένο  είναι ότι και στην περίπτωση που οι προσφεύγοντες είχαν λάβει με οποιονδήποτε τρόπο εγκαίρως γνώση της κατάστασης,  σε κάποιο  δηλαδή μεταγενέστερο στάδιο της ανέγερσης,  η τυχόν αντίδραση τους στην υπαγωγή σε νομιμοποίηση των συγκεκριμένων αυθαιρεσιών ή η ανάκληση της υπαγωγής αυτής, δεν θα ήταν σε θέση στην πράξη να  προστατέψει τους ίδιους άμεσα και αποτελεσματικά, αφού πάρα πολύ δύσκολα μπορούσαν έκτοτε τα πράγματα να επανέλθουν στην προτέρα κατάσταση δεδομένου ότι η κατεδάφιση των τμημάτων της  κατασκευής είναι  αντικειμενικά αδύνατη, καθώς τα τμήματα αυτά  προφανώς συνέχονται απόλυτα με τον όλο οργανισμό των κατασκευασμένων κτηρίων. Αποτελεσματική προστασία των προσφευγόντων εξακολουθεί να αποτελεί η έγερση αξιώσεων αποζημίωσης με κάθε δυνατή νόμιμη βάση που τους παρέχεται, όπως αυτό ίσχυε από την πρόκληση του ζημιογόνου συμβάντος.

 Περαιτέρω, ακόμη και στην υποθετική περίπτωση κατά την οποία θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι εν προκειμένω έλαβε χώρα απάτη κατ΄ εξακολούθηση, η συνολική ζημία που προκλήθηκε από την πράξη, στοιχείο το οποίο, ως διαχρονικά ευμενέστερη εκδοχή για τη στοιχειοθέτηση κακουργήματος, αποκλειστικά και μόνον προβλέπεται πλέον στο νόμο, αποτιμάται αριθμητικά από τους προσφεύγοντες σε συνολικό ποσό που υπολείπεται αυτού των 120.000 ευρώ, χωρίς τούτο να νοείται ως ελάχιστο υπολογιστικό αποτέλεσμα, όπως οι παθόντες διατείνονται στην έγκληση και προσφυγή τους, αλλά ως ακριβές, αφού δεν αναφέρεται καμιά άλλη τιμή ανώτερη, έστω και υποθετικά και ενώ επίσης δεν σημειώνεται υπολογισμός άλλου είδους ζημίας (αποθετική ζημία). Στην  περίπτωση  αυτή επομένως  η πράξη θα χαρακτηριζόταν ως πλημμέλημα, του οποίου ο αξιόποινος χαρακτήρας θα είχε εξαλειφθεί συνεπεία παραγραφής, αφού από το έτος 2014 κατά το οποίο φέρεται ότι έλαβε χώρα η δόλια (εν γνώσει) αθέμιτη παρασιώπηση  της νομιμοποίησης παρήλθε η προθεσμία των 5 ετών που προβλέπεται στο νόμο χωρίς αυτή να  ανασταλεί (άρθρα  111, 112, 113 παρ. 1-3ΠΚ). Τέλος δεν στοιχειοθετείται ούτε καταρχάς το πλημμέλημα υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης (άρθρο 220 παρ. 1 ΠΚ), το οποίο δέχτηκε η προσβαλλόμενη Διάταξη ότι έλαβε χώρα αναφέροντας ότι το αξιόποινο εξαλείφθηκε λόγω παραγραφής, αφού στην προκειμένη περίπτωση  η υπαγωγή στη διαδικασία του νόμου 4178/2013 για τη νομιμοποίηση αυθαίρετων κατασκευών συντελέστηκε νόμιμα κατά τα τέλη του έτους 2014 χωρίς τη συναίνεση των συνιδιοκτητών, όπως ήδη αναφέρθηκε, και συνεπώς δεν υφαρπάχθηκε σχετική βεβαίωση με ψευδές περιεχόμενο, γεγονός το οποίο άλλωστε δεν καταγγέλθηκε  στο κείμενο της έγκλησης ούτε επισημάνθηκε στο αντίστοιχο της προσφυγής.

 Συνακόλουθα η Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Λάρισας, που με την προσβαλλόμενη Διάταξή της απέρριψε την έγκληση, ενήργησε μόνον κατ΄ αποτέλεσμα ορθά, αν και με ελλιπή και εσφαλμένη αιτιολογία και πρέπει να απορριφθεί η προσφυγή στην ουσία.

                                                ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δεχόμαστε τυπικά και  απορρίπτουμε στην ουσία την υπ. αριθ. 05/2022 προσφυγή της 1/ Α. Σ. του Α., κατοίκου Ν. Λ. και 2/ Χ. Μ. του Α., κατοίκου Τ., κατά της υπ. αριθ. 01/05-01-2023  Διάταξης της Εισαγγελέα Πρωτοδικών Λάρισας.

Επικυρώνουμε υπό τις επισημάνσεις που προηγήθηκαν την ανωτέρω Διάταξη.

Διατάσσουμε την οριστική απόδοση στο Δημόσιο ποσού 250 ευρώ που κατέβαλαν οι ανωτέρω προσφεύγοντες με το υπ. αριθ. …………………..παράβολο.

                                                                                       Λάρισα 21 Φεβρουαρίου 2023         

                                                                                      Ο  Εισαγγελέας Εφετών

Ιωάννης Μαγκούτας