Άρειος Πάγος 787/2020 (Οι επικαλούμενες εκθέσεις απομαγνητοφώνησης αποτυπώθηκαν νομίμως και επισυνάφθηκαν στη δικογραφία, ως νόμιμα αποδεικτικά στοιχεία, ύστερα από άρση του τηλεφωνικού απορρήτου των τηλεφωνικών επικοινωνιών του πρώτου αναιρεσείοντος- κατηγορουμένου με τους λοιπούς συγκατηγορουμένους του, αλλά και τρίτων προσώπων, κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 2225/1994, καθώς η κατηγορία που είχε αποδοθεί αρχικά στους αναιρεσείοντες κατηγορούμενους ήταν η συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης (άρθρο 187 παρ. 1 ΠΚ), σε ορισμένους δε από αυτούς και η κακουργηματική εκβίαση, χωρίς να αναιρείται τούτο από το γεγονός ότι με την πρωτόδικη απόφαση η κακουργηματική κατηγορία της παρ. 1 του άρθρου 187 ΠΚ κατέστη, κατ’ ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό, πλημμεληματική, ήτοι της παρ. 5 του ίδιου άρθρου (συμμορία).

Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο της αίτησης του ίδιου ως άνω αναιρεσείοντος (Γ.Π.) και τον πρώτο λόγο των αιτήσεων των λοιπών αναιρεσειόντων, προβάλλεται η αιτίαση της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, διότι το Δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπ’ όψη του, για να στηρίξει την καταδικαστική του κρίση για την πλημμεληματική πράξη της συμμορίας, παράνομα αποδεικτικά μέσα και συγκεκριμένα απομαγνητοφωνημένες τηλεφωνικές συνομιλίες, οι οποίες είχαν ληφθεί στο πλαίσιο της κατηγορίας για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, που τους είχε αποδοθεί αρχικά. Ο λόγος αυτός, προβλεπόμενος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ του ΚΠοινΔ, είναι αβάσιμος, καθόσον από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει, ότι οι επικαλούμενες εκθέσεις απομαγνητοφώνησης αποτυπώθηκαν νομίμως και επισυνάφθηκαν στη δικογραφία, ως νόμιμα αποδεικτικά στοιχεία, ύστερα από άρση του τηλεφωνικού απορρήτου των τηλεφωνικών επικοινωνιών του πρώτου αναιρεσείοντος- κατηγορουμένου με τους λοιπούς συγκατηγορουμένους του, αλλά και τρίτων προσώπων, κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 2225/1994, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το Ν. 3115/2003, δυνάμει του υπ’ αριθ. ……/2011 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης (που επικύρωσε την ….. διάταξη της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης περί άρσης του απορρήτου της τηλεφωνικής ανταπόκρισης για τις αναφερόμενες συνδέσεις), καθώς η κατηγορία που είχε αποδοθεί αρχικά στους αναιρεσείοντες κατηγορούμενους ήταν η συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης (άρθρο 187 παρ. 1 ΠΚ), σε ορισμένους δε από αυτούς και η κακουργηματική εκβίαση, χωρίς να αναιρείται τούτο από το γεγονός ότι με την πρωτόδικη απόφαση η κακουργηματική κατηγορία της παρ. 1 του άρθρου 187 ΠΚ κατέστη, κατ’ ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό, πλημμεληματική, ήτοι της παρ. 5 του ίδιου άρθρου (συμμορία). Ορθώς δε αξιολογήθηκαν, ως αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας, από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, άλλωστε, για τον σχηματισμό της κρίσης του ως προς την ενοχή των κατηγορουμένων και ήδη αναιρεσειόντων, από τους οποίους ο πρώτος καταδικάστηκε, κατά τα ανωτέρω, και για κακουργηματική εκβίαση, δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά στις συγκεκριμένες εκθέσεις απομαγνητοφώνησης τηλεφωνικών συνομιλιών, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, αλλά και σε αυτές, σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα, αναφερόμενα στο σκεπτικό, αποδεικτικά μέσα. Συνεπώς, η αποδεικτική αξιοποίηση και συναξιολόγηση από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας των ως άνω αποδεικτικών στοιχείων, σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα αναφερόμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση αποδεικτικά μέσα, ουδεμία ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο επέφερε, όπως ορθά έκρινε και το εν λόγω Δικαστήριο, απορρίπτοντας με την ίδια αιτιολογία τη σχετική ένσταση-αίτημα των κατηγορουμένων- αναιρεσειόντων, περί μη λήψης υπόψη των προαναφερόμενων απομαγνητοφωνημένων συνομιλιών.