Περίληψη διάταξης Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Λάρισας: H διαδικασία του άρθρου 12 του Ν.4322/2015 αποτελεί μία όλως έκτακτη και εξαιρετική διαδικασία με συγκεκριμένο σκοπό-στόχευση αλλά κυρίως σαφώς προσδιορισμένη-περιορισμένη διάρκεια ισχύος της. Και τούτο προκύπτει από την ίδια τη διάταξη του άρθρου 12 που αυτοπροσδιορίζεται  ως έκτακτο μέτρο που αποβλέπει στην αποσυμφόρηση των καταστημάτων κράτησης αλλά το κυριότερο, ως έκτακτο μέτρο του οποίου ο ίδιος ο νομοθέτης έθεσε σαφή χρονικά όρια εφαρμογής δηλαδή έως την 28 Αυγούστου του 2017.  Ο αιτών επιδιώκει την υπαγωγή του στο εξαιρετικό αυτό καθεστώς της απόλυσης αρυόμενος επιχείρημα από τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν.1240/1982 και την πάγια νομολογία που συνοδεύει τη διάταξη αυτή. Ωστόσο όμως και η αιτίαση αυτή ελέγχεται ως μη νόμιμη. Και τούτο διότι τόσο η διάταξη όσο και η σύστοιχη νομολογιακή θέση των Δικαστηρίων, δεν αφορά τη διαδικασία της απόλυσης υπό όρους, ούτε κάποιο άλλο ευεργέτημα ή θεσμό παρά μόνο αποκλειστικά τον τρόπο έκτισης  σε περίπτωση συρροής ποινών για τις οποίες κάποια από αυτές έχει μετατραπεί περαιτέρω σε χρηματική.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ

             ΛΑΡΙΣΑΣ

Αρ. Διάταξης 199/22

ΔΙΑΤΑΞΗ

Ο ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ ΛΑΡΙΣΑΣ

                Είδαμε την από 19-12-2022 αίτηση του Τ. Τ. του Φ. , κατοίκου Κ. και ήδη κρατουμένου στο Κ.Κ. Λάρισας με την οποία ζητά  κατ΄ άρθρο 562 ΚΠΔ να αρθεί η ΄΄αμφιβολία΄΄ ως προς τη διάρκεια και την εκτελεστότητα της εκτιόμενης από αυτόν με αριθμό 392/17-11-2022 απόφαση (καθορισμού συνολικής ποινής) του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας με την οποία καθορίσθηκε συνολική ποινή κάθειρξης εννέα (9) ετών και έξι (6) μηνών, ώστε να απολυθεί υφ΄ όρον με την έκτιση των 2/5 αυτής.

               Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 562 του ΚΠοινΔ, “Κάθε αμφιβολία ή αντίρρηση του καταδικασθέντος σχετικά με την εκτελεστότητα της απόφασης και το είδος ή τη διάρκεια της ποινής λύεται από τον αρμόδιο κατ` άρθρο 549 εισαγγελέα, ο οποίος αποφαίνεται αμελλητί με αιτιολογημένη διάταξή του. Σε περίπτωση αμφιβολίας του εισαγγελέα ή αντίρρησης του καταδικασθέντος επιλαμβάνεται το δικαστήριο των πλημμελειοδικών του τόπου όπου εκτίεται η ποινή”. Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι ο εισαγγελέας ή το πλημμελειοδικείο (κατά περίπτωση), επιλαμβάνονται τέτοιων αντιρρήσεων του καταδικασθέντος, περιορίζονται στην εξέταση ζητημάτων σχετικών με την εκτελεστότητα αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης, τα οποία προκύπτουν κατά την εκτέλεση και μετά το αμετάκλητο αυτής και ειδικότερα αναφορικά: α) με την εκτελεστότητα της σχετικής απόφασης, όταν προβάλλεται ότι αυτή δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, β) με το είδος της επιβληθείσας ποινής και γ) με τη διάρκεια της ποινής, στην περίπτωση που από τον καταδικασθέντα γίνεται επίκληση εσφαλμένου προσδιορισμού του χρόνου λήξης της ποινής (άρθρο 554 του ΚΠοινΔ) ή λόγου που παύει ή κωλύει τη συνέχιση της έκτισής της, όπως της απονομής χάρης (άρθρο 564 περ. β` του ΚΠοινΔ) ή της παραγραφής της ποινής (άρθρο 565 περ. α` του ΚΠοινΔ) ή του χαρακτηρισμού της πράξης ως μη αξιόποινης με μεταγενέστερο νόμο (άρθρο 2 παρ. 2 του ΠΚ) (ΑΠ 264/2021 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 551 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, “Αν πρόκειται να εκτελεστούν κατά του ίδιου προσώπου περισσότερες αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις για διαφορετικά εγκλήματα που συρρέουν, εφαρμόζονται οι ορισμοί του Ποινικού Κώδικα για τη συρροή”. Οι διατάξεις του άρθρου 551 του ΚΠοινΔ, κατά το μέρος που αφορούν στον καθορισμό συνολικής ποινής, είναι ουσιαστικές (ΑΠ 1544/2017, ΑΠ 1352/2010, ΑΠ 1341/2009, ΑΠ 384/2000). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1 εδ. α` του ΠΚ, “Κατά του υπαιτίου δύο ή περισσότερων εγκλημάτων που τελέστηκαν με περισσότερες πράξεις και τιμωρούνται με πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές, επιβάλλεται, μετά την επιμέτρησή τους, συνολική ποινή, η οποία αποτελείται από τη βαρύτερη από τις συντρέχουσες ποινές επαυξημένη”, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 97 του ίδιου Κώδικα, “Οι διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1 και 96 παρ. 1 και 96Α παρ. 1 εφαρμόζονται και όταν κάποιος, προτού εκτιθεί ολοκληρωτικά ή παραγραφεί ή χαριστεί η ποινή που του επιβλήθηκε για κάποια αξιόποινη πράξη, καταδικαστεί για άλλη αξιόποινη πράξη, οποτεδήποτε και αν τελέστηκε αυτή”. Επίσης, κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 1240/1982, “Σε περίπτωση επιμέτρησης ή συνεπιμέτρησης ποινών της ελευθερίας, που επιβλήθηκαν ή επιβάλλονται με μια ή περισσότερες αποφάσεις που έχουν μετατραπεί σε χρηματικές ποινές, η τυχόν καθοριζόμενη συνολική ποινή και όταν υπερβαίνει το έτος, ακόμη και αν υπάρχουν αμετάτρεπτες ποινές, μετατρέπεται σε χρηματική, εφόσον η ποινή-βάση έχει μετατραπεί σε χρηματική ποινή. Η μετατροπή της συνολικής ποινής γίνεται σύμφωνα με τους όρους της ποινής-βάσης”.  Τέλος σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 του Ν.4322/2015 με τίτλο ΄΄Έκτακτα μέτρα για την αποσυμφόρηση των καταστημάτων κράτησης΄΄ 1. Κρατούμενοι οι οποίοι κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου εκτίουν ποινή στερητική της ελευθερίας απολύονται με διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής, υπό τον όρο της ανάκλησης χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 105 και επόμενα του Ποινικού Κώδικα, κατά τις εξής διακρίσεις: α) εάν η ποινή τους έχει διάρκεια μέχρι τρία έτη, εφόσον έχουν εκτίσει με οποιονδήποτε τρόπο το ένα δέκατο αυτής, β) εάν η ποινή τους έχει διάρκεια μεγαλύτερη των τριών και μέχρι πέντε έτη, συμπεριλαμβανομένης της κάθειρξης, καθώς και εάν η ποινή φυλάκισής τους έχει διάρκεια μεγαλύτερη των πέντε ετών, εφόσον έχουν εκτίσει με οποιονδήποτε τρόπο το ένα πέμπτο αυτής.   2. Κρατούμενοι οι οποίοι κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου εκτίουν ποινή κάθειρξης που δεν υπερβαίνει τα δέκα έτη, απολύονται με διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής, υπό τον όρο της ανάκλησης χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 105 και επόμενα του Ποινικού Κώδικα, εφόσον έχουν εκτίσει με οποιονδήποτε τρόπο τα δύο πέμπτα της ποινής.  3. Κρατούμενοι οι οποίοι κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου εκτίουν ποινή κάθειρξης άνω των δέκα ετών απολύονται με διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής, υπό τον όρο της ανάκλησης χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 105 και επόμενα του Ποινικού Κώδικα αν έχουν συμπληρώσει το ένα τρίτο πραγματικής έκτισης της ποινής που τους επιβλήθηκε. 4.Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στους καταδίκους που αποκτούν τις προϋποθέσεις των προηγούμενων παραγράφων μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και σε χρονικό διάστημα έως τις 28 Αυγούστου 2017. Εξαιρούνται από την παρούσα ρύθμιση όσοι έχουν καταδικαστεί για τα αδικήματα των περιπτώσεων α` και β` της παρ. 1 του άρθρου 339 του Ποινικού Κώδικα.

               Στην προκειμένη περίπτωση ο αιτών, ο οποίος ευρίσκεται κρατούμενος στο Κατάστημα Κράτησης Λάρισας,  εκθέτει στην αίτησή του ότι με την με αριθμό 392/17-11-2022 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας, καθορίσθηκε σε αυτόν συνολική ποινική κάθειρξης 9 ετών και 6 μηνών η οποία σχηματίσθηκε με ποινή βάση την με αριθμό 151/2018 απόφαση (επίσης καθορισμού συνολικής ποινής) με την οποία του καθορίσθηκε συνολική ποινή κάθειρξης 6 ετών και συντρέχουσα την με αριθμό 150/2022 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας με την οποία του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 4 ετών. Ότι  αναφορικά με την ανωτέρω ποινή βάσης αυτός είχε προηγουμένως, πριν δηλαδή τον καθορισμό της συνολικής ποινής που εκτίει κατά τον παρόντα χρόνο, απολυθεί με την με αριθμό 92/2022 Διάταξη του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Βόλου, σύμφωνα με τις προβλέψει των διατάξεων του άρθρου 12 του Ν.4322/2015, έχοντας εκτίσει 2/5 της ποινής που του είχε καθορισθεί (με την ποινή βάσης). Ότι εφόσον ένα μέρος της ποινής που εκτίει κατά τον παρόντα χρόνο, δηλαδή η ποινή που αποτέλεσε τη βάση για τον καθορισμό της νέας ποινής,   έχει ήδη εκτιθεί  σύμφωνα με τις διατάξεις του παραπάνω νόμου, θα έδει το Κατάστημα Κράτησης Λάρισας να υποβάλει αίτηση για την απόλυσή του για την συνολική πλέον ποινή των 9,5 ετών υπό τους όρους του άρθρου 12 του Ν.4322/2015, πράγμα το οποίο αρνείται το Κατάστημα Κράτησης να πράξει, καθόσον όπως ισχυρίζεται η ενιαία πλέον ποινή δεν μπορεί να εκτελεσθεί με τρόπο διαφορετικό από αυτόν με τον οποίο εκτελέσθηκε η κύρια ποινή,  αφού δεν προβλέπεται διαχωρισμός έκτιση της νέας ποινής. Προς τούτο μάλιστα επικαλείται και τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν.1240/1982 αλλά και την αντίστοιχα πάγια θέση της νομολογίας που στηρίζεται στη διάταξη αυτή σύμφωνα με την  οποία εάν η ποινή βάσης μίας συνολικής ποινής είναι αμετάτρεπτη, αντίστοιχα αμετάτρεπτη θα είναι και η συνολική ποινή  και το αντίθετο, επισημαίνοντας με τον τρόπο αυτό την θέση ότι ΄΄οι όροι με τους οποίους εκτελείται η ποινή βάσης εφαρμόζονται κατά μείζονα λόγο και σε κάθε  επί της ποινής βάσης συγχωνευθείσα άλλη ποινή΄΄. Αιτιάται δε ότι κατά τον τρόπο αυτό υφίστανται κατ΄  άρθρο 562 ΚΠΔ αμφιβολίες και αντιρρήσεις ως προς τη διάρκεια της ποινής και την εκτελεστότητα της συνολικής ποινής των 9 ετών και 6 μηνών, ως προς το ότι θα πρέπει να απολυθεί έχοντας εκτίσει ποσοστό 2/5 της ποινής αυτής.

               Με το περιεχόμενο αυτό και αίτημα η κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα ως αστήρικτη στο νόμο για τους εξής λόγους. Κατ΄ αρχήν πριν την παράθεση των λόγων του νομικά αβάσιμου της αίτησης θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο ισχυρισμός ότι το Κατάστημα Κράτησης Λάρισας, αρνείται να υποβάλει αίτηση για την απόλυσή του υπό τους ανωτέρω όρους, απαιτώντας να έχει προηγουμένως εκτίσει χρονικό διάστημα ίσο με τα 3/5 της ποινής και όχι 2/5 όπως αιτιάται ο ίδιος, ελέγχεται ως αναντίστοιχος στην πραγματικότητα, καθόσον την 28-11-2022 ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης του Καταστήματος Κράτησης Λάρισας, υπέβαλε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Λάρισας αίτηση του κρατούμενου Τρύφωνα Τσέλιου με την οποία αυτός ζητούσε την απόλυσή του υπό τους όρους της διάταξης του άρθρου 12 του 4322/2015, αίτηση η οποία και αξιολογηθείσα από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Λάρισας, απορρίφθηκε με την με αριθμό 656/9-12-2022 Διάταξή του ως αστήρικτη στο νόμο. Μόλις που χρειάζεται να σημειωθεί ότι, ακριβώς ενόψει του εξαιρετικού χαρακτήρα της ανωτέρω διαδικασίας, δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής και οι διατάξεις των άρθρων 105 επ ΠΚ  όπου ο έλεγχος των τυπικών και ουσιαστικών προϋποθέσεων της απόλυσης ανατίθεται στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης, ενώ είναι επίσης ξεκάθαρο τόσο στη θεωρία όσο και στη νομολογία, ότι αντιρρήσεις κατά το άρθρο 565 ΚΠΔ δεν δύνανται να νοηθούν κατά τον έλεγχο της συνδρομής των τυπικών και ουσιαστικών όρων της απόλυσης υπό όρους (βλ. σχετ. Β. Αδάμπα ΄΄Ποινικές αποφάσεις και εκτελεστότητά τους΄΄   σελ. 358)

               Περαιτέρω αναφορικά με την κρισιολογούμενη αίτηση θα πρέπει να εκτεθούν τα εξής: Το περιεχόμενο του αιτήματος όπως προσδιορίζεται ανωτέρω, δεν εμπίπτει στη διαγνωστική εμβέλεια της διάταξης του άρθρου 565 ΚΠΔ. Και τούτο διότι όπως εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας με την αίτηση δεν αμφισβητούνται ούτε η εκτελεστότητα της ποινής, ούτε το είδος της αλλά ούτε και η διάρκειά της με αναφορά κυρίως στο χρόνο έκτισής της. Αυτό που ουσιαστικά επιδιώκεται, το οποίο όμως δε δύναται να καταξιώσει την έννοια του όρου αντίρρηση κατά περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου 565 ΚΠΔ, είναι η κατάγνωση της συνδρομής των προϋποθέσεων τις απόλυσης με όρους και δη υπό το ειδικό καθεστώς του Ν.4322/2015. Πέρα όμως από το γεγονός ότι η μη συνδρομή των όρων του άρθρου 12 του Ν.4322/2015  διαπιστώθηκε ήδη με την με αριθμό 565/2022 Διάταξη του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Λάρισας θα πρέπει με έμφαση να σημειωθεί, κυρίως για την πληρότητα της αιτιολογίας της παρούσας, ότι η ανωτέρω διαδικασία του άρθρου 12 του Ν.4322/2015 αποτελεί μία όλως έκτακτη και εξαιρετική διαδικασία με συγκεκριμένο σκοπό-στόχευση αλλά κυρίως σαφώς προσδιορισμένη-περιορισμένη διάρκεια ισχύος της. Και τούτο προκύπτει από την ίδια τη διάταξη του άρθρου 12 που αυτοπροσδιορίζεται  ως έκτακτο μέτρο που αποβλέπει στην αποσυμφόρηση των καταστημάτων κράτησης αλλά το κυριότερο, ως έκτακτο μέτρο του οποίου ο ίδιος ο νομοθέτης έθεσε σαφή χρονικά όρια εφαρμογής δηλαδή έως την 28 Αυγούστου του 2017. Είναι προφανές δε ότι πρόκειται για μια ipso iure εξαιρετική διαδικασία που συνιστά ρωγμή στον κανόνα των διατάξεων των άρθρων 105 επ ΠΚ για την απόλυση υπό όρους και γι  αυτό οποιαδήποτε επιδίωξη να εφαρμοσθεί μεταγενέστερα ελέγχεται ως μη ευρίσκουσα έρεισμα στον νόμο.

               Στο σημείο αυτό θα πρέπει να γίνει και άλλη  μία ιδιαίτερα κρίσιμη επισήμανση. Ο αιτών επιδιώκει την υπαγωγή του στο εξαιρετικό αυτό καθεστώς της απόλυσης αρυόμενος επιχείρημα από τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν.1240/1982 και την πάγια νομολογία που συνοδεύει τη διάταξη αυτή. Ωστόσο όμως και η αιτίαση αυτή ελέγχεται ως μη νόμιμη. Και τούτο διότι τόσο η διάταξη όσο και η σύστοιχη νομολογιακή θέση των Δικαστηρίων, δεν αφορά τη διαδικασία της απόλυσης υπό όρους, ούτε κάποιο άλλο ευεργέτημα ή θεσμό παρά μόνο αποκλειστικά τον τρόπο έκτισης  σε περίπτωση συρροής ποινών για τις οποίες κάποια από αυτές έχει μετατραπεί περαιτέρω σε χρηματική. Σε καμία δε περίπτωση δεν προβλέπεται από το νόμο, αλλά ούτε έχει κριθεί από την νομολογιακή πρακτική ότι μπορεί η διάταξη αυτή που δίνει το βήμα έκτισης της ποινής σε περίπτωση που έχει καθορισθεί μία συνολική ποινή, μεταξύ της στερητικής της ελευθερίας ποινής και της μετατραπείσας σε χρηματική στην ποινή βάση, να τύχει εφαρμογής και σε άλλους θεσμούς και δη στην απόλυση υπό όρους και μάλιστα υπό το εξαιρετικό καθεστώς του άρθρου 12 του Ν.4322/2015. 

               Υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές η κρινόμενη αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί ως αστήρικτη στο νόμο.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

               ΑΠΟΡΡΙΠΤΟΥΜΕ την από από 19-12-2022 αίτηση του Τ. Τ. του Φ. , κατοίκου Κ. και ήδη κρατουμένου στο Κ.Κ. Λάρισας.

Λάρισα 28-12-2022

Ο Εισαγγελέας

Απόστολος Τζαμαλής Εισαγγελέας Πρωτοδικών